Του ΕΦΙΖΙΟ ΜΑΡΡΑΣ
Πρέσβης της Ιταλίας στην Ελλάδα
Η δασκάλα μου των ελληνικών, μου έμαθε πως για να συνθέσουμε τον Μέλλοντα ενός ρήματος, παίρνουμε ένα κομμάτι από το Παρελθόν (τον Αόριστο), ένα άλλο από το Παρόν (τον Ενεστώτα) και τέλος του προσθέτουμε κάτι.
Αυτό ισχύει και στην ιστορία των σχέσεών μας. Αν δεν γνωρίζουμε το παρελθόν, εάν δεν το γνωρίζουμε στα αλήθεια – αν δεν το αναγνωρίσουμε από κοινού, θα τολμούσα να πω – δεν θα είμαστε σε θέση να ζήσουμε με πληρότητα το παρόν μας και πιθανόν να το μέλλον που μας προσμένει να είναι ένα μέλλον θολό.
Φέτος για πρώτη φορά, ένοιωσα να αναδύεται μέσα μου, με αφορμή τις γνωστές πλέον σε μένα αυτές επετείους, μια νέα συνειδητοποίηση δεν εννοώ μεγαλύτερη αλλά σίγουρα διαφορετική, ίσως πιο καλοσχηματισμένη και ξεκάθαρη, μια ώθηση προς το μέλλον και προς την δράση. Πιστεύω ότι σε αυτό συντέλεσαν κάποιοι συγκεκριμένοι λόγοι:
Με αφορμή αυτές τις επετείους, αλλά με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας έναν συλλογισμό που αφορά στη σχέση μεταξύ των Ιταλών και των Ελλήνων, μια σχέση της οποίας οι ρίζες βυθίζονται στην μεγάλη, υπερχιλιετή κληρονομιά που μας τροφοδοτεί και αποτελεί κοινή πηγή έμπνευσης, μια σχέση της οποίας, ορισμένες πλευρές, πρέπει να τις κατανοήσουμε καλύτερα δίνοντάς της ένα νέο προσανατολισμό, ώστε να μπορέσει στις μέρες μας να ξεδιπλωθεί και να αναπτυχθεί στη ολότητά της.
Είναι φορές που αναλογίζομαι ότι οι λαοί, θα έπρεπε να αφιερώσουν λίγο χρόνο στην ψυχανάλυση ή στην ομαδική θεραπεία: θα έπρεπε να αποβάλλουν τους φόβους, την επιφυλακτικότητά, τον φθόνο, τα συμπλέγματά τους, να προσδιορίσουν με διαύγεια ποιες είναι οι φιλοδοξίες και οι στόχοι τους, να αξιολογήσουν δηλαδή καλύτερα, με ακρίβεια, τα αρχέτυπά τους. Ποιοι είμαστε στ’ αλήθεια; Ποιοι επιθυμούμε ή νομίζουμε ότι είμαστε στον σημερινό κόσμο; Μπορεί να μην αποτελεί μια εύκολη άσκηση ενδοσκόπησης, αλλά είναι αναγκαία.
Μια επανάκτηση, κοντολογίς, συνειδητότητας. Συστατικά, όλα αυτά, απαραίτητα για να επικαιροποιήσουμε την ταυτότητά μας, όχι βέβαια στην νοσταλγική της εκδοχή (θα ήταν αυτό ένα λάθος τρομερό που η Ιστορία μας δίδαξε να μην επαναλάβουμε), αλλά με τρόπο που να ανταποκρίνεται λειτουργικά τόσο στις φοβερές προκλήσεις, όσο και στις θαυμαστές ευκαιρίες που οι σημερινές παγκόσμιες δυναμικές εμπεριέχουν.
Ιδού λοιπόν, εάν ξέραμε πώς να καλλιεργήσουμε και να φροντίσουμε αυτές τις προϋποθέσεις, δίχως υποκρισία, ζυγίζοντας σωστά τα σημεία υπεροχής μας και τις αδυναμίες μας, με ειλικρίνεια και με εκείνον τον αυθορμητισμό και τον δυναμισμό – που τόσο όμοιους μας καθιστά, επιτρέποντάς μας να αισθανόμαστε άνετα στις πιο χαλαρές στιγμές μας όταν είμαστε ο ένας δίπλα στον άλλον – τότε, μόνο, θα μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε όλο αυτό το αξιοζήλευτο και μοναδικό από πολλές απόψεις απόθεμα στο οικονομικό, πολιτιστικό αλλά και πολιτικό επίπεδο. Πολύ συχνά αυτό το απόθεμα, το εκμεταλλευόμαστε μόνο επιφανειακά, άλλες φορές σχεδόν τυχαία, παρόλα τα σημαντικά και ενθαρρυντικά αποτελέσματα που πετυχαίνουμε σε κάθε τομέα των σχέσεών μας.
Αν δεν το κάνουμε, δεν μπορούμε παρά να τα βάλουμε μ’ εμάς τους ίδιους, και θα διακυβεύσουμε, στον Κόσμο όλο, την αξιοπιστία με την οποία δικαιωματικά διεκδικούμε την Μεσογειακή και Ευρωπαϊκή μας διάσταση αλλά και την ευθύνη μας να δώσουμε νέα πνοή στο στρατηγικό, επίκαιρο και τόσο σοφό Ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Η επιστήμη της προπαγάνδας και η «μετα-επικοινωνία» ενόψει των ευρωεκλογών