Η έλευση του 2019, αναμένεται να δημιουργήσει ένα νέο σκηνικό, και στο Κυπριακό και τις προσπάθειες επανέναρξης των διαπραγματεύσεων, αλλά και στο γεωστρατηγικό παιγνίδι στην ευρύτερη γειτονιά μας, όπου πρωταγωνιστούν και θα συγκρουστούν οι Ηνωμένες Πολιτείες του Ντόναλντ Τραμπ και η Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν.
Στην Ουάσιγκτον και τη Μόσχα, αλλά και σε όλες τις χώρες της περιοχής περιμένουν με αγωνία να ακούσουν τα αποτελέσματα της γεώτρησης της Exxon Mobil. Στα στελέχη της εταιρείας και στους αξιωματούχους της κυπριακής κυβέρνησης παρατηρείται μία συγκρατημένη αισιοδοξία… Και εκπλήσσει (θετικά) το γεγονός ότι αποφεύχθηκε οποιαδήποτε διαρροή για τις εργασίες του γεωτρύπανου STENA IceMax. Αυτό δείχνει βασικά τη σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζεται η γεώτρηση.
Είναι θετικό επίσης το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός του Ισραήλ Μπέντζαμιν Νετανιάχου έχει ξεκαθαρίσει με τους Αμερικανούς τα γεωστρατηγικά γύρω από τη Συρία, εξασφαλίζοντας πάλι τον πρώτο ρόλο ως ο αντ’ αυτού των ΗΠΑ στην περιοχή. Παράλληλα, θα συνεχιστεί ο πόλεμος εναντίον των τζιχαντιστών και εναντίον του Ιράν, όπως ζήτησε το Ισραήλ, μία εξέλιξη που έχει δυσαρεστήσει την Τουρκία.
Το πιο σημαντικό ζήτημα για τη Λευκωσία πρέπει να είναι το Κυπριακό, αλλά ο συνομιλητής στα κατεχόμενα είναι αδύνατος και ουσιαστικά είναι άνευ σημασίας. Όλα ορίζονται και καθορίζονται από την Άγκυρα. Δεν ακούγεται η γνώμη του καν, πόσο μάλλον να επιβληθεί στην Τουρκία, μπορεί… Υπό τα δεδομένα αυτά, πολύ σημαντικοί άνθρωποι στην Αμερική, αναρωτιούνται πως θα προχωρήσουν οι διαπραγματεύσεις και πως θα καταλήξουν με επιτυχία…
Εντυπωσιάζει το γεγονός ότι οι παρεμβάσεις των Ηνωμένων Πολιτειών για το εθνικό θέμα της Κύπρου έχουν ατονήσει και οι συζητήσεις και στην Ουάσιγκτον, αλλά και στη Λευκωσία αφορούν πρώτα και πάνω απ’ όλα τα θέματα της ενέργειας και τις συνομιλίες για τη νέα στρατηγική σχέση μεταξύ των δύο χωρών.
Η αμερικανική πλευρά δίνει πλέον σημασία και στη γνώμη των στρατηγικών της εταίρων, στο Τελ Αβίβ και στην Αίγυπτο, για την κατάσταση στην Κύπρο. Και ο πρωθυπουργός Νετανιάχου και ο πρόεδρος αλ Σίσι συντηρούν μία «πολεμική» σχέση με τον πρόεδρο της κατοχικής δύναμης, και δεν θα ήθελαν με τίποτα να επιβληθεί στα κατεχόμενα ο Ταγίπ Ερντογάν. Και αυτό είναι πρόβλημα για το Κυπριακό, υπό την έννοια ότι η Κυπριακή Δημοκρατία υπέγραψε στρατηγικές συμφωνίες με κάποιες γειτονικές χώρες, υπό τον «άγραφο νόμο» ότι η Τουρκία δεν θα βρεθεί στα πόδια τους από την πίσω πόρτα. Και η πίσω πόρτα είναι μία «κακή λύση», όπως θεωρούν οποιαδήποτε διευθέτηση, η οποία θα μπορούσε να καταστήσει την Τουρκία και επίσημα στρατηγικό παίκτη στο νησί.
Και αυτό, ενώ επιβεβαιώνεται η πληροφορία ότι ο υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου ενημέρωσε τελικά την κ. Τζέιν Χολ Λουτ για την πραγματική θέση της κατοχικής δύναμης, ότι οι εγγυήσεις και η παραμονή των τουρκικών στρατευμάτων δεν είναι θέμα συζήτησης.
Η κυπριακή κυβέρνηση δεν μπορεί να εισέλθει σε καμία διαπραγμάτευση εάν υποχρεωθεί να συζητά (και να δεχθεί έναντι άλλων πιθανών ανταλλαγμάτων) την παραμονή του στρατού και τη διατήρηση των εγγυήσεων. Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης, που συχνά πυκνά αλλάζει θέση από το ένα δευτερόλεπτο στο επόμενο, έχει ενημερώσει όλους τους συνομιλητές του ότι υπό αυτές τις συνθήκες και προϋποθέσεις οι διαπραγματεύσεις δεν θα καταλήξουν.
Υπό τα παραπάνω δεδομένα, οι προβλέψεις για το Κυπριακό είναι καταθλιπτικές. Αντίθετα στο ενεργειακό πεδίο, διατηρείται η συγκρατημένη αισιοδοξία για τις γεωτρήσεις της Exxon Mobil και της γαλλικής TOTAL και η κυπριακή ηγεσία ευελπιστεί ότι τα ευρήματα θα αλλάξουν τις τύχες της Κύπρου και στο πολιτικό επίπεδο.
Οι απόψεις διίστανται, αλλά θα πρέπει κανείς να λάβει σοβαρά υπόψη την απόφαση της Αμερικής να επιστρέψει στρατηγικά στην ανατολική Μεσόγειο και να σχηματίσει μία νέα συμμαχία, στην οποία θα ηγείται το Ισραήλ, και θα συμμετέχουν η Κύπρος, Ελλάδα και η Ιταλία, ενώ η Αίγυπτος θα έχει αναλάβει ένα ειδικό ρόλο.
Στην περίπτωση αυτή, και με δεδομένο το νέο ψυχρό πόλεμο, του οποίου νοιώθουμε τις επιπτώσεις, η Κύπρος και η Ελλάδα θα ενταχθούν συνειδητά στο στρατόπεδο της αμερικανικής υπερδύναμης…
Οι δεύτερες σκέψεις του Ντ. Τραμπ: Ο φόβος του Ιράν αναγκάζει για αναθεώρηση απόφασης