Οι εξελίξεις στο Βρετανικό Κοινοβούλιο θα οδηγήσουν αναπόφευκτα σε ένα νέο γύρο διαπραγμάτευσης ανάμεσα στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η συντριπτική απόρριψη του Προσχεδίου Συμφωνίας για Έξοδο και η ταυτόχρονη παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην Κυβέρνηση Μέι, μπορεί και πρέπει να θεωρηθούν ως δύο γεγονότα τα οποία σκιαγραφούν την τακτική που θα ακολουθήσει η Βρετανική Κυβέρνηση στην πορεία υλοποίησης της βούλησης των πολιτών της χώρας για αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως εκφράστηκε στο δημοψήφισμά την 23η Ιουνίου 2016.
Με άλλα λόγια, η Βρετανική Κυβέρνηση θα παρουσιαστεί με μια δέσμη νέων θέσεων, οι οποίες θα εκφράζουν τη μεγαλύτερη δυνατή πολιτική και κοινωνική πλειοψηφία της χώρας.
Ενώπιον της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Βρετανίας τίθενται πια ξεκάθαρα δύο επιλογές:
Οι συνέπειες ενός άτακτου διαζυγίου Ευρωπαϊκής Ένωσης – Βρετανίας έχουν εκτιμηθεί και επανεκτιμηθεί εδώ και καιρό σε πολλά επίπεδα. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εκτιμήσεις που αφορούν στις οικονομικές τις πολιτικές και τις κοινωνικές επιδράσεις, καθώς και επιδράσεις που αφορούν σε ζητήματα ασφάλειας.
Τα Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης και της αποχωρούσας Βρετανίας, είναι εκτεθειμένα σε αυτές τις επιδράσεις με ένα ασύμμετρο τρόπο.
Με διαφορετική, αλλά και ενίοτε παράλληλη διαδρομή, τα δύο αυτά κράτη έχουν μία έντονη σχέση οικονομικής αλληλεξάρτησης με το Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και μια ιστορία ταραγμένων και προβληματικών πολιτικών σχέσεων. Παρατηρώντας τον τρόπο αντίδρασης και προετοιμασίας των δύο αυτών χωρών, δεν μπορεί παρά να διαπιστώσει κάποιος ότι η Ιρλανδία έχει οικοδομήσει ένα ισχυρό πολιτικό, οικονομικό, επιχειρηματικό και κοινωνικό ιστό απορρόφησης των κραδασμών κάθε πιθανού σεναρίου.
Ιδιαίτερο όμως ενδιαφέρον υπάρχει ή θα έπρεπε να υπήρχε και για το άμεσο διμερές ζήτημα που προκύπτει από την έξοδο της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και αφορά τις στρατιωτικές βάσεις στην Κύπρο. Στο ζήτημα αυτό η Λευκωσία αποφάσισε να ακολουθήσει μία συναινετική προσέγγιση, επισφραγίζοντας στην ουσία τη διευθέτηση που επέβαλε η Βρετανία την περίοδο 2002-2003 για το καθεστώς εφαρμογής της του κοινοτικού κεκτημένου στις στρατιωτικές της βάσεις.
Η προοπτική απόρριψης του προσχεδίου της Συμφωνίας Εξόδου ήταν εμφανής ήδη πριν από την ανακοίνωσή της. Το πολιτικό κλίμα στη Βρετανία ήταν ευνοϊκό για μία πιο διεκδικητική πολιτική. Η Κυβέρνηση της Κύπρου όμως, όχι μόνο δε διεκδίκησε μια καλύτερη διευθέτηση για τα διμερή ζητήματα, αλλά έσπευσε να πανηγυρίσει για το Πρωτόκολλο που επισυνάφθηκε στη Συμφωνία Εξόδου της Βρετανίας.
Είχαν προφανή στόχο να εντυπωσιάσουν την κοινή γνώμη στη Λευκωσία (και ιδιαίτερα τους κατοίκους των περιοχών των βάσεων), αλλά το αποτέλεσμα ήταν να εξουδετερώσουν την προοπτική μιας νέας και καλύτερης διαπραγμάτευσης, κάτω από ακόμα πιο ευνοϊκές συνθήκες.
Η ταραγμένη πολιτική κατάσταση στο Λονδίνο επέτρεπε (και ίσως να επιτρέπει ακόμη) μία καλύτερα προετοιμασμένη διαπραγμάτευση από πλευράς Λευκωσίας.
Η Λευκωσία θα έπρεπε τουλάχιστον να διεκδικήσει εξουσία αυτόνομης και αυτόκλητης εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου και των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης έναντι των πολιτών που κατοικούν ή/και εργάζονται στις βάσεις. Μπορούσε και θα έπρεπε να είχε αρχίσει μία διαδικασία αμφισβήτησης της ισχυριζόμενης κυριαρχίας των βάσεων, θα έπρεπε να θέσει τα θεμέλια για την αναθεώρηση και τη σταδιακή κατάργηση των βάσεων στην Κύπρο.
(*) Επισκέπτης Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας
Εάν χαθεί η Κύπρος η Τουρκία θα κάνει περίπατο στο Αιγαίο: Τα σενάρια της παράδοσης…