Όταν τον Φεβρουάριο του 1974 το σύνταγμα της Γιουγκοσλαβίας κατέστη αποκεντρωτικό και οι Ομόσπονδες Δημοκρατίες απέκτησαν σημαντικό βαθμό αυτονομίας, διευρύνθηκε το χάσμα Βορρά-Νότου και η χώρα μετατράπηκε σε ένα υβρίδιο μεταξύ Ομοσπονδίας και Συνομοσπονδίας.
Το σύνταγμα του ’74, το οποίο δεν υπέγραψε ο γηραιός Τίτο, ήταν έργο του Σλοβένου Edvard Kardelj που θεωρούσε ότι η Γιουγκοσλαβία ήταν προσωρινό δημιούργημα του συσχετισμού των Μεγάλων Δυνάμεων και μοιραία θα εξέλειπε, καθώς θα εξελισσόταν η διαδικασία της παγκόσμιας ολοκλήρωσης και θα έδυε η εποχή του ιμπεριαλισμού. Στις 7 Απριλίου 1974, ο Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας, σε βαρυσήμαντη επιστολή προς τον Καραμανλή, ανέλυσε τους εθνικούς κινδύνους:
Σήμερα γνωρίζουμε ότι το 1974 οι σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες προετοίμαζαν νέο Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας με πυρήνα Μαυροβούνιους Κομινφορμιστές, εξόριστους μετά το 1948, προκειμένου να αναλάβει δράση μετά τον θάνατο του Τίτο και να φέρει τη Γιουγκοσλαβία στην τροχιά της Μόσχας. Αλλά αποκαλύφθηκε πολύ νωρίς από τις γιουγκοσλαβικές μυστικές υπηρεσίες αυτή η σοβιετική συνωμοσία τότε στο Bar του Μαυροβουνίου.
Μπαίνουμε τώρα σε αυτό που αφορά εμάς. Ο Αβέρωφ συνεχίζει:
«Σήμερον όλοι σχεδόν οι κάτοικοι του ‘’Κράτους’’ των Σκοπίων, οι κάτω των 40 ή 50 ετών, είναι πεπεισμένοι ότι αποτελούν ιδίαν εθνότητα. Πολλοί από τους παλαιότερους βουλγαρίζουν, αλλά οι πρώτοι είναι πολυαριθμότεροι και δυναμικότεροι. Δυσφορούν δε δια τούτο διότι η Βουλγαρία ενεργώς μάχεται την ιδέα της μακεδονικής εθνότητας. Η Βουλγαρία διεκδικεί τους ‘’Μακεδόνας’’ ως ιδικούς τους. .
Αλλά ο φανατισμός των ΄΄Μακεδόνων’’ των Σκοπίων είναι μεγάλος και όπως σημαντική είναι τώρα και η θέση αυτών εις το Βελιγράδιον, δηλαδή εις τη διοίκησης της ομοσπονδιακής Κυβέρνησης.
Όταν λοιπόν θα λείψει ο Τίτο δια να προφυλαχθούν από την Βουλγαρία τον πιστότερο δορυφόρο της Μόσχας εν εκ των δύο πραγμάτων πρέπει να κάμουν. Ή να στηριχθούν εις τη Δύσιν ή να πλειοδοτήσουν εις φιλοσοβιετισμόν.
Πόσον τούτο θα είναι επικίνδυνο δι΄ εμάς είναι προφανές. Και γίνεται προφανέστερον όταν σκεφτούμε ότι αφενός μεν εις την περιοχή των Σκοπίων ζουν και (συχνά σταδιοδρομούν άριστα) περί τις 35.000 καταφυγόντας εκεί σλαβόφωνοι της Μακεδονίας μας και ότι αφετέρου εις την Ελληνικήν Μακεδονίαν οι σλαβόφωνοι υφίστανται την συστηματική προπαγάνδα που διεξάγει το ραδιόφωνο και η τηλεόραση των Σκοπίων».
Ουσιαστικά για εμάς έμπαινε ζήτημα ασφάλειας μέσω ανακινήσεως ζητήματος ‘’μακεδονικής μειονότητας’’ ως μακροπρόθεσμη έγερση εδαφικών διεκδικήσεων.
Και αυτό φοβόταν ο Αβέρωφ, ότι οι Σλαβόφωνοι οι δικοί μας που υφίσταντο τη σημαντική προπαγάνδα, ράδιο, τηλεόραση κλπ. θα αποτελούσαν το μοχλό της αποσταθεροποίησης στη Βόρειο Ελλάδα, αν η Σοβιετική Ένωση ανακτούσε την επιρροή της στη Γιουγκοσλαβία. Ο Αβέρωφ θυμάται τον εμφύλιο πόλεμο, το ΝΟΦ, τον ρόλο της Γιουγκοσλαβίας στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο με την εκμετάλλευση του Μακεδονικού, τα βουλγαρογιουγκοσλαβικά σχέδια για ομοσπονδία ή συνομοσπονδία των Νοτίων Σλάβων, τη σοβιετική βαλκανική πολιτική των ετών 1944-49, την τότε πολιτική του Βελιγραδίου και των Σκοπίων έναντι της Ελλάδας κ.λπ. και φοβόταν επανάληψη του σεναρίου αυτού στα νέα δεδομένα.
Αλλά δεν συνέβη το ανησυχητικό αυτό σενάριο.
Η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε, η Γιουγκοσλαβία διαλύθηκε και ο κομμουνισμός κατέρρευσε. Όσο υπήρχε η Τιτοϊκή Γιουγκοσλαβία, το Μακεδονικό επηρέαζε τις διμερείς ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις ως ζήτημα αναγνώρισης ‘’ μακεδονικής μειονότητας’’ από την Ελλάδα.
«Μετά της παλαιάς φίλης Γιουγκοσλαβίας θα επιθυμούσαμε να αναπτύξουμε ταχύτερον τας σχέσεις μας. Λόγω όμως ορισμένων τεχνητών εμποδίων, παρεμβαλλομένων ουχί βεβαίως από ημετέρας πλευράς εν Γιουγκοσλαβία και εξαιτίας της στάσεως ωρισμένων επαρχιακών στοιχείων η οποία δημιουργεί αντιξόους αντιδράσεις εις την ελληνική κοινή γνώμην, αι σχέσεις μετά της χώρας αυτής, ομαλαί βεβαίως και φιλικαί, δεν σημειούν τον υφ΄ ημών επιθυμητόνν ρυθμόν αναπτύξεως.
Το επαρχιακόν στοιχείον, το οποίον εννοούσα, είναι ότι δημιουργείται εν Γιουγκοσλαβία μια τεχνητή εθνότης περί της οποίας π.χ. προ 50 ετών, ουδείς εγένετο λόγος. Και τούτο μεν αν περιωρίζετο εκεί, αν γινόταν μόνο εκεί θα ήτο καθαρό εσωτερικό ζήτημα της Γιουγκοσλαβίας, αφ΄ ης όμως στιγμής η Γιουγκοσλαβία επιμένει να παρεμβάλει το θέμα αυτό εις τα σχέσεις μετά της Ελλάδος είμεθα υποχρεωμένοι να λάβουμε αυτή την απορριπτική θέσιν.
Τώρα πως μπορεί να θεραπευτεί αυτή η δυσκολία; Μπορεί ευχερώς να εξαλειφθεί αν η γιουγκοσλαβική κυβέρνησις παύσει να αναμειγνύη αυτό το τεχνητό θέμα εις τας σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών».
Οι δηλώσεις του Άννινου-Καβαλιεράτου είχαν ως αποτέλεσμα μια προσωρινή κρίση στις ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις και τη ματαίωση της επίσκεψης του υπουργού Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας Milos Minic στην Αθήνα. Δεν αντιδρούσαμε για τις εξελίξεις εντός της Γιουγκοσλαβίας, για τη διαμόρφωση της σλαβομακεδονικής ταυτότητας στο βαθμό που δεν έθιγε την ελληνική πολιτιστική κληρονομιά της αρχαιότητας, αλλά για τη διάχυσή της στους Σλαβόφωνους της Ελληνικής Μακεδονίας, για τον αλυτρωτισμό και προς εμάς και προς τη Βουλγαρία η οποία έβλεπε και βλέπει τους ‘’Μακεδόνες’’ ως αλλοτριωμένους Βούλγαρους.
Επειδή για μας ο όρος Μακεδών , λόγω της αρχαιότητας, είναι συνυφασμένος με τον Ελληνισμό, θέλουμε την οριοθέτηση των ταυτοτήτων, Ελληνισμού και Σλαβισμού, και για αυτό επιμένουμε τόσο πολύ στο να αποσαφηνιστούν ζητήματα ταυτοτήτων, χωρίς να αναγνωρίζουμε ‘’ μακεδονικό έθνος’’ με τους όρους της άλλης πλευράς. Αυτή η οριοθέτηση είναι το πνεύμα που διαχέεται σε όλη τη Συμφωνία.
Δυστυχώς, η Γιουγκοσλαβία διαλύθηκε και συνέβη αυτό το οποίο είχε διαισθανθεί ένας άλλος έξοχος διπλωμάτης, ο Χρήστος Ξανθόπουλος-Παλαμάς, όταν ως υφυπουργός Εξωτερικών επισκέφτηκε το 1971 το Βελιγράδι και συζητούσε διμερή θέματα με τον υπουργό Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας, Μίρκο Τέπαβατς. Ήταν τότε σε εξέλιξη η Κροατική άνοιξη, η μεγαλύτερη εσωτερική κρίση της Γιουγκοσλαβίας μετά το 1948.
Όσο υπήρχε η Γιουγκοσλαβία, μια κεντρική κυβέρνηση έστω και ανίσχυρη , μια διεθνής φυσιογνωμία της χώρας, μια σημαία, ένας εθνικός ύμνος, δεν ήταν για την Ελλάδα μείζον πρόβλημα το Μακεδονικό. Μόνο όταν ανακινούνταν ζήτημα μειονότητας, η Αθήνα αντιδρούσε, έστω και αν επίσημα η Γιουγκοσλαβία αρνούνταν ότι έχει εδαφικές διεκδικήσεις. Στις 30 Δεκεμβρίου 1969 σημείωνε ο υπουργός Εξωτερικών Παναγιώτης Πιπινέλης σε οδηγίες του προς τον πρέσβη στο Βελιγράδι, Σπύρο Τετενέ.
«Ανάμιξις υπό την μορφήν ενδιαφέροντος δια ‘’μειονότητας’’ πλειστάκις αποτελεί κεκαλυμμένην εδαφικήν διεκδίκησιν, τυχόν δε δήλωσις περί μη υπάρξεως εδαφικών διεκδικήσεων ουδεμίαν αξίαν έχει, δεδομένου ότι η πρώτη μορφή , δηλαδή η μειονοτική, οδηγεί θάττον ή βράδιον εις την εδαφικήν. Περαιτέρω η Ελληνική Κυβέρνησις δεν δύναται να επιτρέψη εις ξένην Κυβέρνησιν να αποφαίνεται περί της εθνικής συνειδήσεως των κατοίκων οιουδήποτε τμήματος της χώρας, έτι δε ολιγώτερον να αποδεχθή εκδήλωσιν σχετικού ενδιαφέροντος. Ταύτα αποτελούν, παρά πάσαν αντίθετον δήλωσιν, εδαφικήν διεκδίκησιν. Δικαιούμεθα και οφείλομεν εκ καθήκοντος ειλικρινείας να διευκρινίσωμεν ότι εφ’όσον δεν λαμβάνονται υπ’όψιν απόψεις επί ζητήματος θεμελιώδους δι’ημάς σημασίας, δεν έχουν πρακτικήν τινά σημασίαν αι διαβεβαιώσεις περί διαθέσεων αναπτύξεως των φιλικών μεθ’ημών σχέσεων».
Στον Μεσοπόλεμο διεξάγεται έντονος ανταγωνισμός μεταξύ της Βουλγαρίας και του Βασιλείου των Σέρβων , Κροατών και Σλοβένων / Γιουγκοσλαβίας μετά το 1929 για την ταυτότητα του πληθυσμού του τμήματος της Μακεδονίας που το 1913 και το 1919 επιδικάστηκε στην τότε Σερβία.
Πρόκειται για τη σερβική Μακεδονία, τη Vardaska Makedonija, που το 1929 συμπεριλήφθηκε στην Vardaska Banovina.
Οι όροι Pirinska Makadonija, Vardarska Makedonija , Egejska Makedonija εισήχθησαν το 1913 από την ηττημένη Βουλγαρία για να καταδείξουν τη ‘’ διάσπαση της Μακεδονίας ως ενότητας και βουλγαρικής περιοχής’’ με την επισήμανση ότι μόνο το μικρό βουλγαρικό τμήμα, η Pirinska Makedonija, ήταν το ελεύθερο τμήμα, ενώ το ελληνικό (Egejska) και το σερβικό τμήμα ( Vardaska) αλύτρωτες περιοχές.
Τι κληρονομήσανε οι Σέρβοι μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο;
Κληρονομήσανε έναν πληθυσμό ο οποίος είχε φιλοβουλγαρικά αισθήματα, άλλοι ήταν ακραιφνείς Βούλγαροι, άλλοι είχαν μια ρευστή συνείδηση, και προσπαθούσαν με τη βία να τον εκσερβίσουν. Το Βελιγράδι δεν αναγνώριζε την ύπαρξη βουλγαρικής μειονότητας. Τα φιλοβουλγαρικά αισθήματα ενός τμήματος του σλαβικού πληθυσμού, ιδιαίτερα στις ανατολικές περιοχές του σερβικού τμήματος της Μακεδονίας, αποδίδονταν στην καλά οργανωμένη βουλγαρική προπαγάνδα του 19ου αιώνα, ο πληθυσμός χαρακτηριζόταν ως άμορφη μάζα που θα μπορούσε να εκσερβιστεί.
Ένοπλη αντίσταση στην πολιτική του εκσερβισμού προέβαλλε η βουλγαρική οργάνωση VMRO που με ορμητήριο το βουλγαρικό τμήμα της Μακεδονίας εγκαινίασε από το 1920 μέχρι το 1934 την τακτική του ανταρτοπολέμου κατά των Σέρβων για να αποτρέψει τον εκσεβισμό της περιοχής, θέτοντας βραχυπρόθεσμα ζήτημα αναγνώρισης των δικαιωμάτων της βουλγαρικής μειονότητας και μακροπρόθεσμα την αυτονομία της σερβικής Μακεδονίας.
Σκοπός των Σέρβων ήταν να εκσερβίσουν τον πληθυσμό αυτό, τμήμα του οποίου είχε φιλοβουλγαρικά αισθήματα, αλλού υπήρχαν ισχυροί βουλγαρικού πυρήνες, αλλά υπήρχε και ρευστότητα στη συνείδηση. Ο όρος Μακεδονία εξισώθηκε από τους Σέρβους εθνικιστές με τον όρο Νότιος Σερβία ή Παλαιά Σερβία, καλλιεργήθηκαν οι ιστορικές μνήμες των Σέρβων, ότι δηλαδή ο Κόσοβο και τα Σκόπια, η πρωτεύουσα του Μεσαιωνικού κράτους του Στέφανου Δουσάν, ήταν η κοιτίδα του Σερβισμού. Συνέπιπτε η ελληνική και η σερβική άποψη για τα όρια της ιστορικής Μακεδονίας. Ιστορική Μακεδονία ήταν για μας το σημερινό ελληνικό τμήμα και η γραμμή Αχρίδα- Μοναστήρι -Κρούσεβο- Γευγελή- Στρώμνιτσα, Νευροκόπι- Μελένικο.
Μέσω της σερβικής Μακεδονίας το Βασίλειο Σέρβων , Κροατών και Σλοβένων είχε διέξοδο στην ελεύθερη ζώνη της Θεσσαλονίκης. Η σερβική Μακεδονία ήταν εστία έντασης και συγκρούσεων μεταξύ Βουλγάρων κομιτατζήδων της VMRO και σερβικού τακτικού στρατού ή σερβικών παραστρατιωτικών οργανώσεων.
Ευρωπαίοι ταξιδιώτες που ταξίδευαν με το Orient Express από το Παρίσι στην Κωνσταντινούπολη διακατέχονταν από τον φόβο βομβιστικών ενεργειών Βαλκάνιων τρομοκρατών, δηλαδή Βουλγάρων κομιτατζήδων. Ο εκσερβισμός σε μακροπρόθεσμη βάση δεν ήταν ανέφικτος. Αν τα αποτελέσματα δεν υπήρξαν ικανοποιητικά, αυτό οφειλόταν στον βίαιο τρόπο που εφαρμόστηκε η πολιτική αυτή , στο κλίμα έντασης και ανασφάλειας που κυριαρχούσε στη σερβική Μακεδονία μέχρι το 1934, στην απουσία μιας ουσιαστικής οικονομικής και κοινωνικής αναβάθμισης της περιοχής ( μικρά βήματα έγιναν από το 1938 από τον πρωθυπουργό της Γιουγκοσλαβίας Milan Stojadinovi?), και στη σύντομη σχετικά περίοδο του Μεσοπολέμου. Ήπια πολιτική εξελληνισμού των Σλαβοφώνων στην ελληνική Μακεδονία άσκησε και η Ελλάδα , μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών με τη Βουλγαρία και την Τουρκία.
Εδώ τα αποτελέσματα υπήρξαν ικανοποιητικά λόγω της πληθυσμιακής υπεροχής του ελληνικού στοιχείου και της απουσίας δράσης της VMRO, υπήρχαν φιλοβουλγαρικές ομάδες ή Βουλγαρόφρονες, αλλά είχαν αποδεχτεί την ελληνική κυριαρχία και δεν δημιουργούσαν προβλήματα στο ελληνικό κράτος.
Υπήρχε η δυνατότητα ένας σλαβόφωνος χωρικός να χρησιμοποιεί τον όρο Μακεδών και να ονομάζει το ιδίωμα που μιλούσε μακεδονική διάλεκτο; Εδώ είναι το πρόβλημα, κάτι το οποίο δεν μπορεί να καταλάβει ο μέσος Έλληνας, όχι μόνο ο μέσος Έλληνας, αλλά και οι διπλωμάτες της εποχής του Μακεδονικού Αγώνα.
Άλλo η Αρχαία Μακεδονία, εννοείται ότι όλα συνδέονται με τον Ελληνισμό, και άλλο ο 19ος – 20ός αιώνας.
Οι όροι Μακεδονία και Μακεδόνες άλλαζαν συχνά περιεχόμενο ανά τους αιώνες.
Και ο Ίων Δραγούμης παρατήρησε το φαινόμενο αυτό.
Αλλά επειδή τότε είχαμε να αντιμετωπίσουμε τη Βουλγαρία που προσπαθούσε να διαμορφώσει βουλγαρική συνείδηση μέσω της Εξαρχίας και των κομιτάτων στους σλαβόφωνους χωρικούς που ως τοπική ταυτότητα χρησιμοποιούσαν τον όρο Μακεδόνες, εύκολα μπορούσες να δημιουργήσεις τον μύθο ότι πρόκειται για ελληνικούς πληθυσμούς που στην πορεία των αιώνων δέχτηκαν σλαβικές επιδράσεις και υπέστησαν εθνολογικές αναμίξεις.
Το ίδιο και για τη γλώσσα.
‘’Πρέπει να ξέρη κανείς να διακρίνη τους σλαβόφωνους χωρικούς της Μακεδονίας από τους καθαυτό Βουλγάρους της Βουλγαρίας.. Κάθε νέαν άνοιξη οι Βούλγαροι της Βουλγαρίας ( και ειδικότερα τα κομιτάτα) προκηρύχνουν στον κόσμο και στους σλαβόφωνους της Μακεδονίας γενικήν εξέγερσιν ενάντια στον «απαίσιο τύραννον». Η ευαίσθητη Ευρώπη κλαίει για την ελειεινή κατάσταση των «δύστυχων Μακεδόνων»….Αν εγνώριζες τους χωρικούς αυτούς, θα πειθόσουν πως δεν σκέπτονται ούτε την εθνικότητά τους ούτε τα δικαιώματα του «Ελεύθερου Πολίτη» , που τ’αγνοούν εντελώς.
Υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις, τα σχισματικά ή εξαρχικά χωριά, από καιρό φανατισμένα από τη βουλγαρική προπαγάνδα…
Οι λοιποί σλαβόφωνοι χωρικοί είναι μονάχα «αριθμοί» που τα κομιτάτα τους εκμεταλλεύονται και τους επιβάλλονται με τη βία ( τα κομιτάτα καλά κάνουν, αφού τους αφήνουμε το πεδίο ελεύθερο)’’, έγραφε ο Ίων Δραγούμης από τις Σέρρες στις 18/31 Οκτωβρίου 1903. Οι «δύστυχοι Μακεδόνες» ήταν προφανώς οι Σλαβόφωνοι χωρικοί στους οποίους η Βουλγαρία προσπαθούσε να εμφυσήσει βουλγαρική εθνική συνείδηση, και η ευαίσθητη Ευρώπη ήταν το φιλοβουλγαρικό Βαλκανικό Κομιτάτο των αδελφών Buxton που λειτουργούσε ως Think Tank της αγγλικής κυβέρνησης και εισηγούνταν την αυτονομία της Μακεδονίας ως λύση.
Αν ο σλαβόφωνος χωρικός παρέμεινε Πατριαρχικός, θεωρούνταν Έλληνας, άσχετα αν δεν μιλούσε ελληνικά, παρόλο που και η διγλωσσία είχε μεγάλη διάδοση.
Τι προκύπτει από την Πηνελόπη Δέλτα από την οποία δεν απαιτούμε βέβαια τις δάφνες ενός ιστορικού. Ότι ό όρος μακεδονική γλώσσα μπορούσε να ταυτιστεί με σλαβικό ιδίωμα, ότι η τοπική ( όχι ακόμα εθνική) συνείδηση του Μακεδόνα περιελάμβανε τους Σλαβόφωνους.
Δεν υπήρχαν διακριτά χαρακτηριστικά στους Σλαβόφωνους και ιστορική παράδοση για να διαμορφωθεί μια σλαβομακεδονική, μη βουλγαρική, ελληνική ή σερβική, ταυτότητα με εγγενείς δυνάμεις.
Δεν ήταν ελληνική ιδιαιτερότητα. Και οι Σέρβοι στο Κόσσοβο υποστήριζαν ότι οι Αλβανοί ήταν εξισλαμισμένοι Σέρβοι και μέσω του εξισλαμισμού εξαλβανίστηκαν. Το ίδιο λένε και οι Τούρκοι για τους Κούρδους, ότι οι Κούρδοι είναι ορεινοί Τούρκοι που λόγω γειτνίασης με την Περσία δέχτηκαν την επίδραση τη περσικής γλώσσας και αποξενώθηκαν από τους υπόλοιπους Τούρκους.
Και εδώ τώρα τίθεται το μεγάλο μας πρόβλημα.
Και κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Ίλιντεν (20 Ιουλίου/2. Αυγούστου 1903) , παρόλο που η Βουλγαρία υποκίνησε τους Βουλγαρομακεδόνες σε εξέγερση, δεν κήρυξε πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως υποσχέθηκε. Ούτε η Ρωσία, απασχολημένη με την Ιαπωνία, ήθελε ταραχές στα Βαλκάνια και επέδειξε αδράνεια. Η εξέγερση του Ίλιντεν κατεστάλη εύκολα από τον οθωμανικό στρατό και κατέστησε ορατό στην Αθήνα τον βουλγαρικό κίνδυνο για τον Ελληνισμό της Μακεδονίας. Ήταν το έναυσμα για την ένοπλη φάση του Μακεδονικού Αγώνα.
Κύριος εκπρόσωπος ήταν ο Κρστε Μισίρκωφ ο οποίος το 1903 εξέδωσε την μπροσούρα του ‘’Ζα makedonckite raboti -Περί των μακεδονικών υποθέσεων’’ που αποτελεί το πολιτικό μανιφέστο του σλαβομακεδονικού εθνικού σεπαρατισμού. Ως όρους για τη διαμόρφωση της νέας ταυτότητας θεωρεί την κωδικοποίηση μιας σλαβομακεδονικής γλώσσας με βάση την κεντρική διάλεκτο (Βελεσσών, Περλεπέ, Μοναστηρίου και Αχρίδας), την ανασύσταση της Αρχιεπισκοπής Αχρίδας ως αυτοκέφαλης με εκκλησιαστική γλώσσα την σλαβονική, και ένα αυτόνομο πολιτικό καθεστώς με την καλλιέργεια φιλικών σχέσεων με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Γνωρίζει τις εύλογες απορίες που θα προκαλέσουν οι χωρίς ιστορικά ερείσματα θέσεις του, ότι στη Μακεδονία υπήρχαν και υπάρχουν μόνο δύο σλαβικές εθνότητες, οι Βούλγαροι και οι Σέρβοι, ότι στη Μακεδονία δεν υπάρχει γλώσσα , υπάρχουν μονάχα πολλές διάλεκτοι που διαφέρουν μεταξύ τους, αλλά είναι συγγενείς με τη βουλγαρική ή σερβική γλώσσα, ανάλογα με την περιοχή. Τις αντιρρήσεις αυτές αντέκρουσε με το επιχείρημα « ό,τι δεν υπήρχε στο παρελθόν, μπορεί να δημιουργηθεί αργότερα, αρκεί να το απαιτούν ιδιαίτερα οι διάφορες ιστορικές περιστάσεις». Ο Μισίρκωφ, δρώντας ως πολιτικός, προκατέλαβε την εποχή μας.
Οι αιρετικές αυτές θέσεις του Μισίρκωφ δεν έγιναν τότε ευρύτερα κατανοητές , κύκλοι της VMRO έκαψαν τη μπροσούρα του και ο ίδιος καταδικάστηκε σε θάνατο από την οργάνωση. Το έργο του Μισίρκωφ ήταν μια αυτοσχέδια πολιτική (όχι επιστημονική) πραγματεία, όπως ομολόγησε και ο ίδιος το 1907. Άλλωστε, η Βουλγαρία δεν είχε ακόμα χρεοκοπήσει στη μακεδονική της πολιτική. Ο σλαβομακεδονισμός παρέμεινε μια πολιτική επιλογή, αν η Βουλγαρία δεν εκπλήρωνε την ιστορική αποστολή στη Μακεδονία. Ό, τι όμως ήταν ανέφικτο το 1903, κατέστη εφικτό το 1943-44, επειδή η Βουλγαρία είχε οριστικά χρεοκοπήσει στο Μακεδονικό.
Στους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913 στη Σερβία επιδικάστηκε ένα μεγάλο τμήμα της Μακεδονίας, Ελλάδα και Σερβία απέκτησαν κοινά σύνορα, αυτό ήταν το όραμα Ελλήνων και Σέρβων πολιτικών του 19ου αιώνα.
Ο Βενιζέλος πάντα μιλούσε για άξονα Αθηνών-Βελιγραδίου.
Η Βουλγαρία ήταν η ηττημένη και δεν αποδέχτηκε το εδαφικό status quo. Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο προσχώρησε στις Κεντρικές Δυνάμεις. Όταν εισήλθαν πρώτοι οι Σέρβοι, επιστράτευσαν τον τοπικό πληθυσμό ως δυνητικά σερβικό. Όταν μετά την κατάρρευση της Σερβίας τον Νοέμβριο του 1915 εισήλθαν οι Βούλγαροι, προέβησαν σε νέα επιστράτευση στο όνομα του βουλγαρισμού. Σε μια οικογένεια υπήρχε το πρόβλημα ο ένας γιος υπηρετεί στο βουλγαρικό στρατό και ο άλλος γιος να υπηρετεί στο σερβικό στρατό.
«Τους πρώτους τους μισούνε, γιατί τους πιλατεύουν και του μεταχειρίζονται για Βουλγάρους. Και τους Βουλγάρους τους μισούνε , γιατί πήραν τα παιδιά τους στον πόλεμο. Εμάς τους Ρωμιούς μας δέχονται με κάποια συμπαθητική περιέργεια, μόνο και μόνο γιατί είμαστε οι γνήσιοι πνευματικοί υποταχτικοί του Πατρίκ, δηλαδή του Οικουμενικού Πατριάρχη. Η ιδέα του Πατριαρχείου απλώνεται ακόμα, τυλιγμένη σε μια μυστικοπάθεια πολύ παράξενη, πάνω σε τούτο τον απλοϊκό χριστιανικό κόσμο… Μολοταύτα η γοητεία από το ελληνικό Βυζάντιο βαστάει. Ύστερα είναι και οι τάφοι των προεστών και των παπάδων τους πούναι σκαλισμένοι με τα ιερά και μυστηριώδικα ελληνικά γράμματα. Τα ίδια γράμματα είναι γραμμένα στα παλαιά σκεβρωμένα κονίσματά τους, γύρω από τ΄ασκητικά κεφάλια των αγίων του Βυζαντίου και μέσα στα κιτρινισμένα Βαγγέλια. Όλα αυτά μας κάνουν προνομιούχους αντίκρυ στα μάτια τους. Μολοταύτα δε θέλουν νάναι μήτε Μπουλγκάρ, μήτε Σρρπ, μήτε Γκρρτς. Μοναχά Μακεντόν ορτοντόξ».
Στις 11 Ιανουαρίου 1930, ο Γερμανός δημοσιογράφος Max Fisher δημοσίευσε στην Deutsche Allgemeine Zeitung ένα άρθρο με τον τίτλο «Η μακεδονική σφίγγα», στην οποία χαρακτήρισε τους Σλαβόφωνους ( Μακεδόνες κατά τη δική του ορολογία) ως άμορφη μάζα, ως ένα ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ Σέρβων και Βουλγάρων και προδιέγραψε την επιτυχία του εκσερβισμού στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, αν τα Βαλκάνια δεν γνώριζαν νέους πολέμους.
Κινούμενος στο πνεύμα της επίσημης σερβικής πολιτικής του Μεσοπολέμου, ο Fischer επιδίωκε προφανώς να τονίσει ότι οι Σλαβόφωνοι αποτελούσαν μια απροσδιόριστη εθνοτική ομάδα, χωρίς να έχουν τα εγγενή στοιχεία να εξελιχθούν σε αυτοδύναμο έθνος, και έτσι υπέκυπταν είτε στον εκσερβισμό είτε στον εκβουλγαρισμό. Τις παρενέργειες του σερβο-βουλγαρισμού ανταγωνισμού υφίστατο και η Ελλάδα, πιεζόμενη από τη Σόφια να αναγνωρίσει βουλγαρική μειονότητα και από το Βελιγράδι σερβική.
Η εξέλιξη της υπόθεσης του Πρωτοκόλλου Πολίτη-Καλφώφ ήταν χαρακτηριστική.
Δυστυχώς, τα περισσότερα από τα 20 χρόνια του Μεσοπολέμου ήταν περίοδος πολεμικών συγκρούσεων στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, κάτι που απέτρεψε την ολοκλήρωση του εκσερβισμού. Ήταν άλλωστε και σχετικά λίγα τα χρόνια. Αν δεν είχαμε τις ανακατατάξεις του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στα Βαλκάνια, εννοείται ότι ο εκσερβισμός θα είχε ολοκληρωθεί, όπως και αν η περιοχή είχε επιδικαστεί στη Βουλγαρία το 1912-1913 θα είχε εκβουλγαριστεί, αλλά η Βουλγαρία θα είχε τότε από καλύτερη βάση διεκδικήσεις και στην ελληνική Μακεδονία.
Έχοντας η Βουλγαρία τα Σκόπια το πρώτο θύμα θα ήταν η ελληνική Μακεδονία.
Υπήρχε ωστόσο και μια άλλη σημαντική παράμετρος στο Μακεδονικό ζήτημα κατά τον Μεσοπόλεμο, η δράση τη Κομμουνιστικής Διεθνούς και των Βαλκανικών Κομμουνιστικών Κομμάτων. Δεν είναι σκόπιμο επί του παρόντος να αναλύσουμε την τακτική της Κομμουνιστικής Διεθνούς στο Μακεδονικό ενταγμένη στη στρατηγική της προώθησης του Κομμουνισμού, μας ενδιαφέρει μόνο να επισημάνουμε ότι από το 1934 η Κομμουνιστική Διεθνής, μετά από έντονες συζητήσεις, εισήγαγε το όρο ‘’ μακεδονικό έθνος’’ με αποκλειστική αναφορά στους Σλάβους που πριν χαρακτηρίζονταν ως Βούλγαροι ή ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ Βουλγάρων και Σέρβων. Η γραμμή αυτή υιοθετήθηκε και από τα Βαλκανικά Κομμουνιστικά Κόμματα.
Σε αυτή τη λύση του εθνικού ζητήματος άρχισε να προσανατολίζεται το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας το 1937, έχοντας ήδη ιδρύσει το 1934 σε εθνική βάση Κομμουνιστικά Κόμματα Κροατίας και Σλοβενίας και προβλέποντας στο άμεσο μέλλον και την ίδρυση ‘’ Κομμουνιστικού Κόμματος Μακεδονίας’’. Δεν κατέστη δυνατή η ίδρυση ‘’ Κομμουνιστικού Κόμματος Μακεδονίας’’, αλλά μιας Περιφερειακής Επιτροπής λόγω σερβικών αντιδράσεων.
Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Βουλγαρία έπαιξε ξανά το μακεδονικό της χαρτί και προσχώρησε στον Άξονα στις 25.3.1941. Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι η Πέμπτη Βουλγαρική Στρατιά, όταν στις 18 Απριλίου 1941 εισήλθε στη σερβική Μακεδονία, έγινε δεκτή ως απελευθερωτική από μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Οι λεγόμενες Επιτροπές Κινητοποίησης που είχαν συγκροτηθεί από Βουλγαρομακεδόνες αμέσως μετά τη γερμανική επίθεση κατά της Γιουγκοσλαβίας, επιδόθηκαν σε μια προσπάθεια αφύπνισης του βουλγαρικού φρονήματος. Ωστόσο, το αρχικό φιλοβουλγαρικό κλίμα διαδέχτηκε μια αίσθηση συνεχώς διογκούμενης δυσαρέσκειας με τη βουλγαρική διοίκηση.
Εξάλλου, δεν εντάχθηκε όλη η Μακεδονία στο βουλγαρικό κράτος. Οι αλβανικές περιοχές του Τετόβου, Γκόστιβαρ, Κίτσεβο, Δίβρας, Στρούγκας και η λίμνη της Αχρίδας εντάχθηκαν στην ιταλο-αλαβική ζώνη , ενώ από το ελληνικό τμήμα μονάχα η Ανατολική Μακεδονία τελούσε υπό βουλγαρική κατοχή. Η διαφαινόμενη έκβαση του Πολέμου το 1942/43, η ήττα δηλαδή του Άξονα, ευνόησε την πολιτική του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας (ΚΚΓ). Ο απεσταλμένος του Τίτο, ο Σφετοζάρ Βουκμάνοβιτς-Τέμπο, κατόρθωσε στις αρχές Μαρτίου 1943 να ιδρύσει Κομμουνιστικό Κόμμα Μακεδονίας (ΚΚΜ) και να ενισχύσει το Γενικό Επιτελείο των παρτιζάνικων τμημάτων. Ευνοϊκές συνθήκες για την έναρξη ενός αντιστασιακού κινήματος δημιουργήθηκαν στις δυτικές περιοχές μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας ( Σεπτέμβριος 1943), την αποχώρηση του ιταλικού στρατού και τη διαφαινόμενη ήττα της Γερμανίας.
Ο βραχυπρόθεσμος στόχος του Τίτο ήταν η εμπέδωση των θέσεων του ΚΚΓ/ΚΚΜ στη σερβική Μακεδονία, η καταπολέμηση κάθε έκδηλου ή λανθάνοντος φιλοβουλγαρισμού στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία και η ένταξη της περιοχής στη νέα σοσιαλιστική γιουγκοσλαβική ομοσπονδία. Ο μακροπρόθεσμος στόχος του Γενικού Επιτελείου ( στο παρτιζάνικο κίνημα προσχωρούσαν όχι μόνο κομμουνιστές, αλλά και πρώην βουλγαρόφιλοι, μέλη της VMRO, και άτομα με ρευστή μέχρι τότε συνείδησης) δεν ήταν μια στενή γιουγκοσλαβική λύση του Μακεδονικού με απλή ένταξη μόνο της πρώην σερβικής Μακεδονίας στη γιουγκοσλαβική ομοσπονδία. Προέτασσε την ένταξη και του βουλγαρικού και τμημάτων του ελληνικού τμήματος της Μακεδονία στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία εντός της νέας Γιουγκοσλαβίας, ή αν αυτό ήταν ανέφικτο, και την ίδρυση μιας Ενιαίας και Ανεξάρτητης Μακεδονίας εκτός της νέας σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας.
Καλλιεργούνταν ένα ιδιότυπος σλαβομακεδονικός εθνικισμός και επεκτατισμός.
Στις 2 Αυγούστου 1944, επέτειο της εξέγερσης του Ίλιντεν, πραγματοποιήθηκε στο μοναστήρι Πρόχωρ Πτσίνσκυ, κοντά στο Κουμάνοβο, η Πρώτη Αντιφασιστική Συνέλευση της Λαϊκής Απελευθέρωσης της Μακεδονίας ( ΑΣΝΟΜ) και διακήρυξε την ίδρυση της ‘’ Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας’’. Μεταξύ των αποφάσεων συμπεριλαβανόταν η αναγνώριση της μακεδονικής ως επίσημης γλώσσας, η καθιέρωση του εορτασμού του Ίλιντεν ως εθνικής γιορτής και κυρίως η ενοποίηση των τριών τμημάτων της Μακεδονίας είτε εντός της Γιουγκοσλαβίας είτε ως μια Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία.
Γινόταν λόγος για την ένωση ολόκληρου του μακεδονικού έθνους σε μια ελεύθερη κοινότητα των χειραφετημένων λαών της Γιουγκοσλαβίας, για την ενοποίηση του μακεδονικού λαού στη βάση του δικαιώματος για αυτοδιάθεση.
Ο αλυτρωτισμός και ο μεγαλοϊδεατισμός σε βάρος της Ελλάδας και της Βουλγαρίας ήταν έκδηλος.
Στη βουλγαρική περίπτωση ο αλυτρωτισμός εκφράστηκε υπό τον μανδύα της κυοφορούμενης βουλγαρογιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας ή συνομοσπονδίας, κάτι που υποχρέωσε την Κομμουνιστική Βουλγαρία, υπό καθεστώς εξωτερικής πίεσης, το 1946/47 να αναγνωρίσει μακεδονικό έθνος στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας και μακεδονική μειονότητα στο βουλγαρικό τμήμα της Μακεδονίας (Pirinska Makedonija), χορηγώντας και πολιτιστική αυτονομία στον βουλγαρικό πληθυσμό για τη ‘’μακεδονοποίησή του’’, ως βήμα μελλοντικής ένωσης με τη ‘’Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας’’.
Mετά τη ρήξη Τίτο-Στάλιν (28.6.1948) η Βουλγαρία αναθεώρησε την πολιτική της στο Μακεδονικό, ενώ η ήττα των Ελλήνων Κομμουνιστών το 1949 ματαίωσε τα όποια σχέδια υπήρχαν από γιουγκοσλαβικής πλευράς. Το ΚΚΓ επιβλήθηκε στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας, εξαλείφοντας τα κέντρα που προπαγάνδιζαν την Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία. Μετά το 1949 η επίσημη Τιτοϊκή Γιουγκοσλαβία έθετε το Μακεδονικό ως μειονοτικό ζήτημα στην Ελλάδα και Βουλγαρία, αλλά οι δύο χώρες διαβλέποντας στην ανακίνηση ‘’ μειονοτικού’’ μελλοντικές εδαφικές διεκδικήσεις δεν αναγνώριζαν την ύπαρξη μακεδονικών μειονοτήτων στο έδαφός τους.
Μετά την ίδρυση κράτους το 1944, άρχισε και η διαδικασία διαμόρφωσης της σλαβομακεδονικής ταυτότητας, σε αντιβουλγαρική βάση. Εξαρθρώθηκαν οι καθαρώς βουλγαρικές βάσεις που θεωρούσαν ‘’τεχνητό’’ το μακεδονικό έθνος, οι καταλήξεις των ονομάτων άλλαξαν σε ovski / evski,από ov και ?, δημιουργήθηκε μια λόγια γλώσσα.
Και εδώ λίγα λόγια για το ζήτημα της μακεδονικής γλώσσας.
Αρμόδιοι για να μιλήσουν για τα θέματα αυτά είναι οι Σλαβολόγοι, ούτε Νεοελληνιστής ούτε Κλασικός φιλόλογος. Το πρώτο που διδάσκεται ένας πρωτοετής φοιτητής της Σλαβολογίας, όπου και σπουδάζει στον κόσμο, είναι ότι η σλοβακική και η μακεδονική είναι οι νεότερες κωδικοποιημένες σλαβικές γλώσσες. Τον 19ο αιώνα βασικό σημείο διένεξης μεταξύ των Βουλγαρομακεδόνων διανοουμένων και των διανοουμένων της Βορειονατολικής Βουλγαρίας ( μεταξύ Δουνάβεως και Αίμου) ήταν η κωδικοποίηση μιας κοινής λόγιας νεοβουλγαρικής γλώσσας, «η προσέγγιση και η ενοποίηση των δύο βουλγαρικών διαλέκτων, της Άνω Βουλγαρικής και της Μακεδονικής, σε μια κοινή λόγια γλώσσα», όπως έγραφε ο διανοούμενος Kuzman ?apkarev από την Αχρίδα, θεμελιωτής του βουλγαρικού γυμνασίου της Θεσσαλονίκης.
Οι Βουλγαρομακεδόνες διανοούμενοι επιδίωκαν η νέα λόγια βουλγαρική γλώσσα να είναι πολυδιαλεκτική, να συμπεριλάβει δηλαδή και τα σλαβικά ιδιώματα της Μακεδονίας, οι άλλοι να είναι μονοδιαλεκτική, να στηρίζεται δηλαδή μόνο σε μια προηγμένη διάλεκτο των βορειοανατολικών βουλγαρικών χωρών. Μετά την ίδρυση βουλγαρικού κράτους (1878) επικράτησε η βορειονατολική διάλεκτος ( περιοχής Veliko T?rnovo) ως βάση της νεοβουλγαρικής γλώσσας με αποβολή ελληνικών λέξεων και εισαγωγή ρωσικών, με το ορθρογραφικό σύστημα του Marin Drinov.
Για το λόγο αυτό υπάρχει στη Συμφωνία η διευκρίνιση ότι ανήκει στην οικογένεια των νοτιοσλαβικών γλωσσών, δεν έχει σχέση με τη γλώσσα των Αρχαίων Μακεδόνων.
Ο αποτελεσματικός μηχανισμός του σχολείου στη ‘’ Λαϊκή Δημοκρατίας της Μακεδονίας’’ έλυσε σε μεγάλο βαθμό και το ζήτημα της ταυτότητας. Καλλιεργήθηκε ένα εθνικό αφήγημα για την ιστορική συνέχεια του μακεδονικού λαού από το μεσαιωνικό κράτος του Σαμουήλ. Στους αγώνες του μακεδονικού λαού ο όρος Βούλγαρος χαρακτηρίστηκε όχι ως εθνώνυμο, αλλά ως ξένη ετικέτα, ως εξωτερική μορφή του μακεδονικού στον πυρήνα του λαού, λόγω της αφομοιωτικής πολιτικής των βουλγαρικών παραγόντων στη Μακεδονία.
Το 1967, στο πλαίσιο της τότε αποκέντρωσης της Γιουγκοσλαβίας, η αυτόνομη ‘’Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία ‘’ ανακηρύχτηκε πραξικοπηματικά σε ‘’Αυτοκέφαλη’’ , χωρίς όμως να αναγνωριστεί από τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες και είναι μέχρι σήμερα σχισματική. Την ίδια χρονιά ιδρύθηκε και η Μακεδονική Ακαδημία Επιστημών και Τεχνών (MANU) για την επιστημονική ενίσχυση του ‘’ετεροχρονισμένου’’ σλαβομακεδονικού έθνους. Ο αντιβουλγαρικός κυρίως άξονας της διαμορφούμενης ταυτότητας ήταν ορατός. Για το λόγο αυτό ήδη το 1963 η κομμουνιστική Βουλγαρία καθόρισε τους σταθερούς της άξονες στο Μακεδονικό: Δεν υπάρχει ιστορικά διαμορφωμένο μακεδονικό έθνος, δεν υπάρχει μακεδονική μειονότητα στη Βουλγαρία, είναι απαράδεκτη η παραχάραξη της βουλγαρικής ιστορίας από τους Ιστορικούς των Σκοπίων, υπάρχει ωστόσο μακεδονική συνείδηση στον πληθυσμό λόγω της αποξένωσής του από τη Βουλγαρία.
Παρόλες τις αμφισβητήσεις που υπέστη η σλαβομακεδονική ταυτότητα, δεν παρουσίασε σημάδια απονεύρωσης και αποσύνθεσης, ούτε υπήρξε μια αναβίωση φιλοβουλγαρισμού μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και την ανεξαρτητοποίηση των Σκοπίων. Δεν επακολούθησε το μολδαβικό σενάριο, όταν στην ανεξάρτητη Μολδαβία το 1990-92 επικράτησε ένα έντονο φιλορουμανικό κλίμα. Η Μολδαβία εισήγαγε τη ρουμανική γλώσσα ως επίσημη, τον ρουμανικό εθνικό ύμνο, τη ρουμανική σημαία, οι νέες γενιές αποδέχονται μια ρουμανική εθνική ταυτότητα.
Έχοντας υπόψη αυτό το ιστορικό πλαίσιο, κατανοεί κανείς ότι το ονοματολογικό δεν θα επιλυόταν, αν δεν υπήρχε η λέξη Μακεδονία σε κάποια μορφή. Μόνο τον γέλωτα μπορούσαν να προκαλέσουν όροι που προτάθηκαν από ορισμένους μη ειδήμονες συναδέλφους, όπως Δαρδανία, Δακία, Κεντρική Δημοκρατία της Βαλκανικής!
Για την Ελλάδα ήταν απαράδεκτη η επωνυμία Republic of Macedonia και λόγω εδαφικής και λόγω πολιτιστικής απειλής. Μετά τη συνειδητοποίηση του αδιεξόδου της πολιτικής μας να μην υπάρχει η λέξη Μακεδονία και, καθώς μια σειρά από χώρες είχαν αναγνωρίζει την ΠΓΔΜ με το συνταγματικό της όνομα, η Ελλάδα χάραξε τη στρατηγική της το 2008 με συναίνεση όλων των πολιτικών κομμάτων , πλην του ΛΑΟΣ: Σύνθετη ονομασία, erga omnes, αναθεώρηση συντάγματος, εξάλειψη αλυτρωτισμού κ.λπ Οι κόκκινες αυτές γραμμές μας ικανοποιούνται με τη Συμφωνία των Πρεσπών, που αποτελεί επίτευγμα της ελληνικής διπλωματίας. Μόνο όσοι διπλωμάτες συμμετείχαν στις διαπραγματεύσεις με τα Σκόπια τα παρελθόντα έτη και γνώριζαν την αδιαλλαξία της άλλης πλευράς, μπορούν να εκτιμήσουν σωστά τη Συμφωνία των Πρεσπών. Για τους πολιτικούς της ΠΓΔΜ το μείζον θέμα ήταν η ταυτότητα.
Εδώ για μας το κομβικό σημείο ήταν η διάκριση Σλαβισμού και Ελληνισμού υπό τον όρο Μακεδονία και Μακεδόνες, ο σαφής διαχωρισμός του ελληνικού, ιστορικού τμήματος της Μακεδονίας από την ΠΓΔΜ, ο αυτοπροσδιορισμός των Σλαβομακεδόνων να μην καταστρατηγεί τον αυτοπροσδιορισμό των Ελληνομακεδόνων. Αυτό το πνεύμα διαχέεται σε όλη τη Συμφωνία Για μας δεν αλλάζει τίποτα. Και Μακεδόνες (ως Έλληνες) θα συνεχίσουμε να αυτοαποκαλούμαστε, ούτε το Αεροδρόμιο Μακεδονίας ούτε το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας θα αλλάξει όνομα.
Η αρχαία μακεδονική κληρονομιά δεν μπορεί να είναι συστατικό τμήμα της ταυτότητά τους που είναι σλαβική.
Προβάλλεται από ελληνικής πλευράς η ένσταση στη Συμφωνία ότι μια σύνθετη ονομασία που θα επέλεγε η άλλη πλευρά από το πακέτο Νίμιτς θα συμπαρέσυρε και την ταυτότητα και την γλώσσα.
Την ταυτότητα δεν την αλλάζει κανείς σαν το πουκάμισο, ανάλογα με το εξωτερικό κοστούμι που φορά.
Γι΄αυτούς ήταν κόκκινη γραμμή το θέμα της ταυτότητας.
Οριοθετούμε τη σλαβική τους ταυτότητα από το Ελληνισμό, δεν τους εξοντώνουμε για να τους καταστήσουμε άμορφη μάζα, όπως ήταν τον 19ο αιώνα. Είναι Σλάβοι, παρότι χρησιμοποιούν τον όρο Μακεδόνες, είδαμε ότι δεν ήταν μη συμβατό αυτό ήδη από τον 19ο αιώνα, εμείς μπορούμε να τους αποκαλούμε Σλαβομακεδόνες και τη γλώσσα τους Σλαβομακεδονική.
Δεν συγκροτούν τώρα ταυτότητα…
Όροι όπως Βορειομακεδόνες για την ταυτότητα και Βορειομακεδονική για τη γλώσσα είναι νεολογισμοί, κενοί περιεχομένου. Δεν απορρέει αναγκαστικά από το όνομα του κράτους και το όνομα της υπηκοότητας, ταυτότητας και γλώσσας.
Για παράδειγμα στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας υπηκοότητα είναι η βρετανική, άσχετα αν κάποιος μπορεί να αυτοπροσδιορίζεται ως Οθαλός, Σκωτσέζος ή Ιρλανδίας. γλώσσα είναι η αγγλική. Όταν άρχισαν ψελλίζουν κάτι για το θέμα της σύνθετης ονομασίας, ακόμα επί Γκρούεφσκυ, επιδίωκαν να μη διασπαστεί το συνταγματικό τους όνομα και να μπει ο επιθετικός προσδιορισμός σε παρένθεση μετά το ουσιαστικό, ακριβώς για να αποτραπεί η αλλοίωση της ταυτότητάς τους. Για παράδειγμα, Republic of Makedonija (Vardarsκa, Nova, Severna, Gorna).
Για την ΠΓΔΜ η ένταξη στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ζήτημα ύπαρξης, για να εξέλθουν οι πολίτες από την απομόνωση και την ψύχωση πολιορκίας, αλλά και για την ασφάλειά τους.
Διαισθάνονται τον αλβανικό κίνδυνο, αν υπάρξουν εξελίξεις στο ζήτημα του Κοσόβου.
Για την Ελλάδα, που πάντα πρέπει να παίζει ηγεμονικό ρόλο στα Βαλκάνια, δεν είναι συμφέρουσα η διαιώνιση της διένεξης με την ΠΓΔΜ.
Η Τουρκία μετά το 2008 ασκεί έντονη οικονομική και πολιτιστική διπλωματία στην ΠΓΔΜ σε βάρος της Ελλάδας, ιδρύοντας και φιλοτουρκικό αλβανικό κόμμα, την Besa, Τούρκοι αξιωματικοί εκπαιδεύουν αξιωματικούς της ΠΓΔΜ, στις συνόδους του ΝΑΤΟ η Τουρκία έθετε πάντα αστερίσκο με την επισήμανση ‘’ ότι από την Τουρκία αναγνωρίζεται ως Republic of Macedonia’’, πολίτες της ΠΓΔΜ , όταν βρίσκονται στο εξωτερικό και αντιμετωπίζουν διάφορα προβλήματα, μπορούν να απευθύνονται στην τουρκική πρεσβεία και να εξυπηρετούνται ως Τούρκοι πολίτες κλπ. Υπάρχουν και πληροφορίες ότι η Τουρκία, εκτός από τους εκπροσώπους της ‘’τουρκικής μειονότητας στη Θράκη’’, χρηματοδοτούσε και το Ουράνιο Τόξο που τώρα δεν έχει λόγο ύπαρξης και πρέπει να διαλυθεί, όπως η OMO- Ilinden στη Βουλγαρία πριν από μερικά χρόνια.
O Ζάεφ πέρασε τον Γολγοθά του δημοψηφίσματος και των συνταγματικών αλλαγών, η Συμφωνία θα έλθει στο ελληνικό Κοινοβούλιο, θα είναι πράξη απερισκεψίας με απρόβλεπτες συνέπειες να μην επικυρωθεί. Θα χαμογελούν οι Βούλγαροι και θα επιχαίρουν οι Τούρκοι.
Η Συμφωνία των Πρεσπών είναι επωφελής, πρέπει να απεμπλακεί από την έντονη κομματικοποίηση, καλύπτει πλήρως τις κόκκινες γραμμές μας, είναι ισορροπημένη, ίσως να είναι ετεροβαρής για την άλλη πλευρά, αλλά όχι ταπεινωτική, ως διπλωματικό κείμενο μαεστρίας μπορεί να συγκριθεί με την απάντηση της Σερβίας στο αυστριακό τελεσίγραφο (Ιούλιος 1914) για να αποφευχθεί ο πόλεμος.
Υπάρχει και ένας συμβολισμός που δείχνει τη νέα εποχή: Στις 25 και 26 Μαρτίου 1949 στην εκκλησία του χωριού Ψαράδες, κοντά στις Πρέσπες, συνήλθε το Δεύτερο Συνέδριο του ΝΟΦ, που διακήρυξε το δικαίωμα αυτοδιάθεσης και εθνικής αποκατάστασης του μακεδονικού λαού, σύμφωνα με την απόφαση της Πέμπτης Ολομέλειας (Ιανουάριος 1949) του ΚΚΕ για το Μακεδονικό. Στην ίδια περιοχή, στις 17 Ιουνίου 2018, μπήκαν οι βάσεις για μια νέα εποχή στις σχέσεις Ελλάδας-ΠΓΔΜ.
Τίποτα δεν κρίθηκε ακόμα.
Aν για πολλούς απλούς πολίτες, αλλά και βουλευτές, προφανώς λόγω άγνοιας ή ψηφοθηρίας, η 17η Ιουνίου 2018 είναι αποφράς ημέρα (dies ater), η Συμφωνία των Πρεσπών ας μην επικυρωθεί από την ελληνική Βουλή. Τότε ας αναλάβει ο καθένας τις ευθύνες του.
* Ο Σπυρίδων Σφέτας είναι καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Βαλκανικής Ιστορίας στο ΑΠΘ
Μια ψύχραιμη προσέγγιση για τη Συνθήκη των Πρεσπών: Όλοι ήθελαν σύνθετη ονομασία