Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΕΛΛΙΣ
Κείμενο στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Ο Νίκος Μούγιαρης, που έφυγε από τη ζωή πριν από μία εβδομάδα, σε ηλικία 74 ετών, ήταν η επιτομή του αμερικανικού ονείρου.
Φτωχό παιδί, από την Αθηένου της Κύπρου, που πήγε στην Αμερική σε ηλικία 19 ετών, σπούδασε, δημιούργησε επιχειρήσεις, πέτυχε, έβγαλε χρήματα, ανέπτυξε έντονη δράση στην ομογένεια και ιδιαίτερα για την προβολή των εθνικών θεμάτων. Και όμως όσοι είχαμε την τύχη να τον γνωρίσουμε δεν θα τον περιγράφαμε ως επιχειρηματία ή πλούσιο, αλλά ως φιλάνθρωπο και ευεργέτη, όχι ως μέλος του ελληνικού λόμπι, αλλά ως πατριώτη.
Πονούσε την πατρίδα του, την Κύπρο.
Οι προθέσεις του ήταν αγνές, η προσφορά του πραγματική και οι προτάσεις του ρεαλιστικές. Πίστευε ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να γίνει υπερδύναμη στη μεσογειακή διατροφή, στον τουρισμό, στην εκκόλαψη νέων τεχνολογιών, στην παραγωγή πράσινης ενέργειας.
Σε συνέντευξή του στην «Κ» πριν από μερικά χρόνια έλεγε χαρακτηριστικά:
«Δεν θέλει ο ελληνικός λαός να ακούει από εμάς ότι οι απόδημοι ή οι ξένοι δεν θα έλθουν να επενδύσουν λόγω υψηλών φόρων ή ακατάλληλης νομοθεσίας. Αυτά να τα λέμε στην κυβέρνηση. Αυτό που θέλει να ακούσει είναι πως με την καθοδήγησή μας μπορεί να δημιουργήσει μικροεπιχειρήσεις και θέσεις εργασίας με ό,τι υπάρχει ήδη στην Ελλάδα: εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό που διψά να δουλέψει και να δημιουργήσει, μια απίστευτη γη που μπορεί να θρέψει πολλούς ανθρώπους στον κόσμο με μεσογειακή διατροφή, μια πανέμορφη χώρα με πολιτισμό, αλλά και θάλασσα και ήλιο, που μπορεί να γίνει τουριστική υπερδύναμη, που μπορεί με την κατάλληλη καθοδήγηση να αναπτύξει τεχνολογίες… Οι πιο πολλοί είμαστε αυτοδημιούργητοι. Δημιουργήσαμε μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις από το μηδέν. Επομένως ξέρουμε. Πρέπει όμως να καταλάβουμε ότι ο λόγος που πετύχαμε δεν είναι μόνο ότι δουλέψαμε σκληρά, ότι είμαστε έξυπνοι ή τυχεροί, είναι και ότι κάποιοι μας βοήθησαν: γονείς, δάσκαλοι, σχολεία, πατρίδα. Εάν το ενστερνιστούμε αυτό, τότε θα νιώσουμε ότι χρωστάμε στη χώρα και στον συνάνθρωπο σε ώρα ανάγκης. Οταν ξαναθυμηθούμε τα λόγια του Περικλή στον “Επιτάφιο”, ότι “το σημαντικό δεν είναι τα μνημεία που αφήνουμε πίσω, αλλά οι ψυχές και τα πλάσματα που αγγίζουμε”».
Ο αγαπημένος του ποιητής ήταν ο Οδυσσέας Ελύτης. Γι’ αυτό και χρηματοδότησε την Έδρα Ελληνικών Σπουδών Ελύτη στο Πανεπιστήμιο Rutgers, από το οποίο είχε λάβει μεταπτυχιακό μετά τις σπουδές χημικού μηχανικού.
Λίγα χρόνια μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, το 1975, ίδρυσε την εταιρεία παραγωγής καλλυντικών Mana Products, με κεφάλαιο 6.000 δολαρίων που δανείσθηκε από τον αδερφό του. Η εταιρεία εξελίχθηκε σε μία από τις κορυφαίες του χώρου στον κόσμο.
Ήθελε να αναγεννηθεί ο ελληνισμός, να υπάρξει ένα πραγματικά παραγωγικό και αποτελεσματικό ελληνοαμερικανικό λόμπι στην Ουάσιγκτον, που, αντί για εκδηλώσεις και φωτογραφίες, θα εστίαζε σε εις βάθος ανάλυση των δεδομένων –μιλούσε για μια δυνατή ελληνοαμερικανική δεξαμενή σκέψης– ουσιαστική επιρροή μέσω προσβάσεων στα κέντρα εξουσίας και συνεργασίες με άλλους δυνατούς παίκτες.
Ευθύτητα και αγωνία
Δεν έμεινε στα λόγια. Μιλούσε συνεχώς για αυτή την αναγκαιότητα, πίεζε, έδινε χρήματα.
Τελικά ίδρυσε το 2012 το Συμβούλιο Ελληνοαμερικανικής Ηγεσίας (HALC), που κινείται αποτελεσματικά αντλώντας διδάγματα από την επιτυχή εμπειρία της εβραϊκής κοινότητας.
Από τις πολλές και συχνές συναντήσεις μας, κυρίως στην Ουάσιγκτον και στη Νέα Υόρκη, αλλά και στη Λευκωσία και στην Αθήνα, αυτό που έχει μείνει ανεξίτηλα χαραγμένο στη μνήμη είναι η αγωνία του για το μέλλον του ελληνισμού και η προτροπή του «να εργασθούμε όλοι μαζί, ο καθένας στον τομέα του, για να βοηθήσουμε την Ελλάδα και την Κύπρο».
«Ενώ έφθασε στο αποκορύφωμα της αμερικανικής ζωής –στην επιχειρηματικότητα, στη φιλανθρωπία, στην εμπλοκή στα κοινά– έδινε καθημερινά προτεραιότητα στον ελληνισμό. Μια παροιμία λέει ότι “μια κοινωνία μεγαλώνει όταν ηλικιωμένοι άνδρες φυτεύουν δέντρα στη σκιά των οποίων γνωρίζουν ότι δεν θα καθήσουν ποτέ”. Ο Νίκος φύτεψε ολόκληρα δάση».
Ο Άνθρωπος πίσω από τη διαφήμιση στη NY Times που έκλεισε το δρόμο στα F-35 της Τουρκίας…