Ο Άγιος Κασσιανός είναι μια από τις παλιές ιστορικές γειτονιές της Λευκωσίας που υπέφερε από τις τουρκικές επιθέσεις, την πρώτη φορά το 1958, τη δεύτερη φορά το 1963-’64 και την τρίτη φορά το 1974 με την τουρκική εισβολή.
Αυτή τη γειτονιά μας παρουσιάζει στο βιβλίο του ο δεινός φιλόλογος, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας Στέλιος Παπαντωνίου, μέσα από μια σειρά διηγημάτων. Βαθύς γνώστης της γειτονιάς του, ερωτευμένος μαζί της, ο Παπαντωνίου, καταφέρνει να μας μεταδώσει μια πρωτόγνωρη συγκίνηση και αγάπη για το βασανισμένο αυτό κομμάτι της κυπριακής γης, με ζωντανές περιγραφές των ανθρώπων του, μ’ έναν ζεστό και φορτισμένο λόγο.
Μέσα από το τοπικό αφήγημα ξετυλίγεται το κουβάρι της ευρύτερης ιστορίας του τόπου μας, των αγώνων του λαού μας για επιβίωση στη γη των πατέρων του. Ανεξίτηλες οι μνήμες του συγγραφέα από την παιδική ώς την ώριμη ηλικία του, μετουσιώνονται σε ιστορίες αγάπης που μας μεταφέρουν τα μηνύματα της ευαισθησίας του.
Διάβασα με ξεχωριστό ενδιαφέρον τη συλλογή των διηγημάτων του για την οποία θα μπορούσε να γράψει κανείς πολλά. Γιατί μας δίνει και ο ίδιος πολλά. Στο σύντομο όμως αυτό άρθρο θα σταθώ σε τρία σημεία που συγκράτησαν ιδιαίτερα την προσοχή μου.
Το πρώτο έχει σχέση με τον γλωσσικό του κώδικα, την ιδιομορφία του και την ομορφιά του, μέσα από μια δική του εκφορά της γλώσσας που χωρίς να παραβιάζει τους γλωσσικούς κανόνες έχει μια δική της λογική. Βασικά έχει δημιουργήσει, όπως ήδη το έχω σημειώσει, τη δική του γλωσσο-υφολογική έκφραση, σε κοινή ελληνική βέβαια αλλά με ιδιόμορφα στοιχεία. Είναι πολύ σημαντικό διαβάζοντας κάποιον να διακρίνεις ότι έχει ένα δικό του γλωσσικό ύφος και ξεφεύγει από την καθιερωμένη γλωσσική ομοιομορφία.
Αυτό που θέλω να πω είναι πως όσοι έχουμε διαβάσει κείμενά του, μπορούμε να ξεχωρίσουμε τη δική του γλωσσική ιδιομορφία, τη δική του αφηγηγηματική, τη δική σου γλωσσική ταυτότητα. Δεν είναι εύκολο εγχείρημα η δημιουργία προσωπικής γλωσσικής ταυτότητας. Είναι επίτευγμα.
Το δεύτερο έχει σχέση με το ανθρωπολογικό στοιχείο που φέρνει στην επιφάνεια η διήγησή του, με κοινωνιολογικές και ιστορικές αναφορές ασφαλώς. Διασώζει την ανθρωπολογία μιας ιστορικής γειτονιάς της Λευκωσίας. Επιμένω σε αυτό το ανθρωπολογικό στοιχείο, χωρίς να παραβλέπω το ιστορικο-κοινωνιολογικό του υπόβαθρο διότι το δεύτερον μπορεί να διασωθεί μέσα από τα αρχεία ενώ το πρώτον συνδέεται με τη λαϊκή παράδοση που χάνεται. Οξύς παρατηρητής των ανθρώπων και της ζωή τους, των σημαντικών δράσεων τους αλλά και της καθημερινότητας τους μας τα μεταφέρει όλα μέσα από ένα ζωντανό αφηγηματικό λόγο.
Το τρίτον έχει σχέση με την αισθητική καταξίωση της γραφής του. Βέβαια αυτή επιτυγχάνεται μέσω της γλώσσας με μια συμπύκνωση του χρόνου στη γραφή, όπου το βιωματικό στοιχείο συμπλέκεται με το συλλογικό και διαπλέκεται με το ανθρωπολογικό, το ιστορικό και το κοινωνιολογικό, σε μια ελλειπτική τοιχογαφία ζωής. Σε μια τοιχογραφία όπου συμπλέκονται και διαπλέκοντα διαφορετικές εποχές, διαφορετικοί άνθρωποι, συμπλέκεται και διαπλέκεται το ανθρώπινο με το θείο, με μια ξεχωριστή παραστατικότητα. Και όπου περισσεύει η ευαισθησία. Μια αισθητική καταξίωση της καθημερινότητας των απλών ανθρώπων μέσα από τη μαγεία του δικού του λόγου.
*Πανεπιστημιακός, διευθυντής του Κέντρου Ελληνικών Ερευνών Καναδά – ΚΕΕΚ και μέχρι πρόσφατα επιστημονικός συνεργάτης του ΕΔΙΑΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. – [email protected]
Δεν σιγούν τα τύμπανα πολέμου της Τουρκίας: Η συνδιαλλαγή Τραμπ-Ερντογάν και οι τζιχαντιστές