Από τη δεκαετία του 1970, η οικονομική βρίσκεται απόλυτα εγκλωβισμένη στην πνευματική έλξη και στη διανοητική επήρεια του υποδείγματος της αποτελεσματικής αγοράς. Το παράδειγμα που προέρχεται από τον ακαδημαϊκό χώρο έγινε εξαιρετικά δημοφιλές και εκτός της πανεπιστημιακής κοινότητας, με αποτέλεσμα να κυριαρχήσει συνολικά σε αυτό που ονομάζουμε πλανητικές αγορές.
Κύρια χαρακτηριστικά του υποδείγματος είναι τα ακόλουθα:
Πρώτον, οι χρηματοπιστωτικές αγορές κατανέμουν αποτελεσματικά τους αποταμιευτικούς πόρους στα πλέον ελπιδοφόρα επενδυτικά σχέδια μεγιστοποιώντας έτσι την κοινωνική ευημερία.
Τρίτο χαρακτηριστικό του παραδείγματος της αποτελεσματικής αγοράς είναι η ικανότητα των αγορών για αυτορρύθμιση. Οι θιασώτες του εν λόγω υποδείγματος υποστηρίζουν ότι οι χρηματοοικονομικές αγορές μπορούν να οδηγηθούν σε τέλεια ρύθμιση και συνεπώς οι ρυθμιστικοί κανονισμοί από τις κυβερνήσεις ή τις κεντρικές τράπεζες είναι περιττοί, ακόμη και επιζήμιοι, γιατί στην ουσία πρόκειται για γραφειοκρατικούς μηχανισμούς που μόνο εμπόδια θέτουν στην ομαλή λειτουργία της αγοράς.
Όλα αυτά οδήγησαν τον A. Greenspan (2) να γράψει τα ποιητικά λόγια στην αυτοβιογραφία του ότι «οι αρχές δεν πρέπει να παρεμβαίνουν στην επικονίαση των μελισσών της Wall Street”.
Η εμπειρική διερεύνηση της γενικής υπόθεσης «τυχαίου περιπάτου» αλλά και της ειδικότερης υπόθεσης της αποτελεσματικής αγοράς σύμφωνα με την υπάρχουσα βιβλιογραφία, οδηγεί σχεδόν αβίαστα στην ανάδειξη τόσο σημαντικών αδυναμιών που ισοδυναμούν με απόρριψη της βασικής θεωρητικής υπόθεσης. Δεν ομιλούμε για ολοκληρωτική απόρριψη διότι απλούστατα θεωρούμε ότι δεν υπάρχει «αποφασιστικό» πείραμα στην οικονομία αντίστοιχο με ότι μπορεί να συμβεί στη φυσική επιστήμη (3).
Η όλη προσπάθεια παρά τις συγκυριακές ελπίδες που δημιουργεί λόγω τυχαίων γεγονότων, τους τόνους χαρτί που καταναλώνεται και τις αμέτρητες ώρες συζητήσεων καταλήγει πάντα σε αποτυχία. Το γιατί μπορεί να ειπωθεί με πολλούς τρόπους που ουσιαστικά συμπυκνώνονται σε ένα: το ανθρώπινο περιβάλλον διαρκώς μεταβάλλεται με αποτέλεσμα τα γεγονότα να καθίστανται απρόβλεπτα.
Υπάρχει και στην εξελικτική βιολογία ένα παρόμοιο πρόβλημα όταν τίθενται ζητήματα πρόβλεψης στη γενετική των πληθυσμών. Για την αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων το πρωταρχικό υπόδειγμα που χρησιμοποιείται είναι η αρχή ή νόμος των Hardy – Weinberg, μια απλή εξίσωση πιθανοτήτων που βασίζεται στη στοιχειώδη μεντελιανή γενετική (5).
Παράγουν ακριβείς προβλέψεις στους εικονικούς κόσμους του εργαστηρίου οι οποίοι περιορίζονται από τις επιλεγμένες προς αξιολόγηση υποθέσεις ή συχνά ταιριάζουν σε προσεκτικά χειριζόμενους πληθυσμούς ζώων και φυτών στο εργαστήριο αδυνατούν όπως είπαμε να προβλέψουν την εξέλιξη της φύσης.
Σύμφωνα με τον E.O.Wilson (6) «…το πρόβλημα (της μη προβλεψιμότητας) βρίσκεται στην ίδια τη φύση. Το περιβάλλον διαρκώς μεταβάλλεται, αλλάζοντας τις τιμές των παραμέτρων που χρησιμοποιούν οι γενετιστές στα υποδείγματά τους. Κλιματικές αλλαγές και καταστροφές κατακερματίζουν μερικούς πληθυσμούς ενώ επιτρέπουν σε άλλους να επεκτείνονται και να συγχωνεύονται. Νέοι θηρευτές και ανταγωνιστές εισβάλλουν, καθώς οι παλιοί οπισθοχωρούν. Ασθενείς καταστρέφουν ενδιαιτήματα. Παραδοσιακοί διατροφικοί πόροι εξαφανίζονται, ενώ εμφανίζονται νέοι. Οι εξελικτικοί βιολόγοι αντιμετωπίζουν τον άστατο πραγματικό κόσμο. Έχουν σημειώσει μερικές επιτυχίες στην πρόβλεψη αλλαγών σε μικρές ομάδες γονιδίων και χαρακτήρων μέσα σε λίγες γενιές. Μπορούν να εξηγήσουν αναδρομικά πολλές από τις σημαντικές καμπές στη μακροχρόνια εξέλιξη, όπως αποκαλύπτονται από τα απολιθώματα και από τις λογικές αναπαραστάσεις των γενεαλογικών δένδρων των εν ζωή ειδών. Αλλά σπάνια είναι σε θέση να προβλέψουν μελλοντικά γεγονότα με αρκετή ακρίβεια» (7).
Οι θεωρητικοί των αποτελεσματικών αγορών και όσοι τους ακολουθούν βασιζόμενοι σε αρχές που προκύπτουν μόνο από την περιγραφή και τη στατιστική ανάλυση βρίσκονται σε απόλυτα μειονεκτική θέση. Αγνοούν τα θεμελιακά προβλήματα των επιστημών. Ή μάλλον, μερικοί από αυτούς, τα αγνοούν σκοπίμως έχοντας σαφή γνώση για αυτά.
Συμπεριφέρονται με αυτό τον τρόπο πιστεύοντας ότι έτσι δεν εμπλέκονται στις σοβαρά και περίπλοκα προβλήματα των θεμελιωδών επιστημών. Η τακτική τους είναι να επιχειρούν τη λύση των προβλημάτων σε επίπεδο μικροθεμελίωσης χρησιμοποιώντας όσο το δυνατόν μικρότερο αριθμό υποθέσεων.
Παραθέτουμε, για όσα έχουν αναφερθεί μέχρι τώρα, την άποψη ενός οικονομολόγου (8), του οποίου η σκέψη σημάδεψε με τρόπο αμετάκλητο, την οικονομική επιστήμη τον 20ο αιώνα.
«Ο χρηματοοικονομικός κόσμος διατηρεί μια μεγάλη, δραστήρια και καλά αμειβόμενη κοινότητα, η οποία στηρίζεται σε μια επιβεβλημένη αλλά φαινομενικά επιτηδευμένη άγνοια. Δεδομένης της απρόβλεπτης αλλά ισχυρής επιροής που ασκεί η ευρύτερη οικονομία, οι εργαζόμενοι και αυτοαπασχολούμενοι, για να επαναλάβω, οι οποίοι προσπαθούν να προβλέψουν τις μελλοντικές χρηματοοικονομικές αποδόσεις ενός κλάδου ή μιας επιχείρησης, δεν γνώρίζουν και συνήθως δεν ξέρουν ότι δε γνωρίζουν. Οι προβλέψεις που γίνονται από μια χρηματοοικονομική επιχείρηση, έναν οικονομολόγο της Wall Street ή έναν χρηματοοικονομικό σύμβουλο σχετικά με τις οικονομικές προοπτικές μιας επιχείρησης – ύφεση, προγραμματισμένη ανάκαμψη ή μια συνεχής οικονομική μεγένθυνση – θεωρούνται ότι αντανακλούν την οικονομική και χρηματοοικονομική εμπειρία. Και δε μπορούμε εύκολα να απορρίψουμε την πρόβλεψη ενός ειδικού. Η παρελθούσα συμπτωματική επιτυχία και ένα πλήθος από διαγράμματα, εξισώσεις και πολλή αυτοπεποίθηση επιβεβαιώνουν σε βάθος αυτή την αντίληψη. Ετσι προκύπτει η απάτη. Η διόρθωση αναμένεται».
Σημειώσεις:
1. Μια κρίση βέβαια δεν θεωρείται αδύνατη , ανάγεται όμως σε εξωγενείς παράγοντες. Οφείλεται σε παράγοντες εκτός συστήματος. Δεδομένου ότι ζούμε σε ένα κόσμο γεμάτο αβεβαιότητες , η λειτουργία της οικονομίας μπορεί πάντοτε να επηρεάζεται από εξωγενή σοκ. Οπότε προτού η οικονομία προσαρμοσθεί σε αυτά τα σοκ-τα οποία δεν μπορεί να προβλεφτούν επειδή εξ ορισμού της είναι ξένα, θα περάσει μια φάση αταξίας με διάφορες διαταραχές . Η Ιστορία ερμηνεύεται εκ νέου, και όσοι από εμάς πίστευαν ότι η φούσκα της τουλίπας των 17 ου αιώνα ήταν η πεμπτουσία του παραδείγματος της εξέλιξης των τιμών ανεξάρτητα από τα υποκείμενα βασικά μεγέθη, φαίνεται ότι πρέπει να οδηγηθούμε σε δεύτερες σκέψεις. Για τα ζητήματα αυτά εκτός των άλλων βλέπε Garber, P., (2000), Famous First Bubbles: The Fundamentals of Early Manias. Cambridge, Mass: MIT Press, 2000. xii + 163 pp.
2. Greenspan, A. (2007), The Age of Turbulence. Adventures in a New World , Penguin Books, London England, 531 pages.
3. Όπως για παράδειγμα, υπήρξε το περίφημο πείραμα Michelson – Morley (1887) όπου αποδείχτηκε η μη ύπαρξη του αιθέρα μέσω της σταθερότητας της ταχύτητας του φωτός.
4. Η δραστηριότητα αυτή είναι γνωστή ως εκμαίευση δεδομένων ( data snooping).
5. Δες: James F. Crow Hardy, Weinberg and Language Impediments Genetics, Vol. 152, 821-825, July 1999. Επίσης δες Παράρτημα Πρώτου Κεφαλαίου, Κουτί 10.
6. E.O.Wilson, Σύναλμα, Η Ενότητα της Γνώσης , Εκδόσεις Σύναλμα 1999, σ. 301-302. Τίτλος πρωτοτύπου : Consilience, Alfred A. Knopf, Inc 1998.
7. Η άποψη ότι τα μαθηματικά αδυνατούν να έχουν οποιαδήποτε συμβολή στην ερμηνεία και στην κατανόηση των βιολογικών φαινομένων υπάρχει ήδη από τον 18ο αιώνα και συγκεκριμένα στη συλλογιστική του Buffon (Buffon G-L, Oeuvres Philosophiques, Paris 1954).
8. J.K.Galbraith, Τα Οικονομικά της Αθώας Απάτης.Α.Α.Λιβάνης 2006.Επιστημονική Επιμέλεια, Πρόλογος Κ.Μελάς.
*Ο κ. Κώστας Μελάς είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και το προαναφερόμενο κείμενο είναι προδημοσίευση αποσπάματος του νέου του βιβλίου με τίτλο «Ο Μύθος των Αποτελεσματικών Αγορών. Μία σύνοψη» που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Αγγελάκη.
Το δίδαγμα των Βουλιαράτων: Η Αλβανία επιβίωσε μόνο επειδή η Ελλάδα άνοιξε τα σύνορά της