Η αναθεώρηση καταστατικών διατάξεων στο σύνταγμα μιας σύγχρονης δημοκρατίας δεν είναι ποτέ περιττή πολυτέλεια. Για τον απλούστατο λόγο ότι ακόμη και οι πιο θεμελιώδεις νόμοι που διέπουν την λειτουργία ενός δημοκρατικού πολιτεύματος δεν γίνεται να είναι ούτε στατικοί ούτε ισόβιοι από την στιγμή που οι κοινωνίες εξελίσσονται.
Επαναπροσδιορίζονται ή και «επικαιροποιούνται», όσο αδόκιμος και αν ακούγεται ο όρος, με βάση τρέχουσες λειτουργικές ανάγκες, αλλά και την εμπειρία του παρελθόντος που συχνά αποδεικνύει παραλείψεις ή και αστοχίες από την πλευρά του νομοθέτη.
Γι αυτό ακριβώς λοιπόν υπάρχει η διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης. Που πρέπει να επιχειρείται στον κατάλληλο χρόνο και με την μέγιστη δυνατή κοινοβουλευτική συναίνεση.
Βρισκόμαστε λίγους μήνες πριν μια δύσκολη εκλογική αναμέτρηση που πιθανότατα να αλλάξει το πολιτικό σκηνικό και επιπλέον υπάρχει μια κυβέρνηση που δίνει αγώνα επιβίωσης με κάθε μέσο και μια αξιωματική αντιπολίτευση που νοιώθει ότι βρίσκεται στον προθάλαμο της εξουσίας και πλειοδοτεί σε μικροκομματικού τύπου μεθοδεύσεις.
Κατά το κοινώς λεγόμενο δηλαδή, κυβέρνηση και αντιπολίτευση αναλώνονται σε καθημερινούς σκυλοκαυγάδες και δεν μπορούν να συμφωνήσουν ούτε στο… «τι καιρό κάνει σήμερα».
Πολύ περισσότερο η συνταγματική αναθεώρηση δεν μπορεί να είναι εργαλείο «επικοινωνιακού αντιπερισπασμού». Ούτε να εξυπηρετεί φτηνές εκλογικές σκοπιμότητες. Και αυτό πρέπει να το λάβει πρωτίστως υπόψιν η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός που ανακινούν την διαδικασία σε μια τόσο άκαιρη στιγμή.
Η πατρίδα δεν χρειάζεται, ούτε αλλαγή πολιτειακής δομής, ούτε περαιτέρω διαχωρισμούς κράτους-εκκλησίας. Δεν είναι αυτές οι στρατηγικές προτεραιότητες και όποιος προτάσσει «επίπλαστες» αναγκαιότητες δεν εξυπηρετεί το εθνικό συμφέρον.
Ακούω δυστυχώς πώς η κυβέρνηση προσανατολίζεται σε τέτοιου είδους «πυροτεχνήματα», ελπίζοντας προφανώς ότι θα κολακεύσει τις προσδοκίες κάποιου «αριστερού» εκλογικού κοινού.
Ειδικότερα για τον περαιτέρω διαχωρισμό κράτους εκκλησίας που μπορεί να φτάσει στην ακραία, ανιστόρητη και εθνομηδενιστική εκδοχή της «ουδετεροθρησκείας», ακούω ότι έχει εξασφαλιστεί η ανοχή, πιθανότατα και η συναίνεση της Εκκλησίας της Ελλάδος. Με μοναδικό αντάλλαγμα να συνεχίσει το κράτος να πληρώνει τους μισθούς και τις συντάξεις των κληρικών!
Δεν κατανοώ επίσης, στην κατάσταση που βρισκόμαστε, σε τι θα ωφελήσει η απευθείας εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, ιδέα με την οποία, σύμφωνα με ορισμένες ενδείξεις, φλερτάρει και η Νέα Δημοκρατία. Θα εμβαθύνει μήπως περαιτέρω την ανώριμη δημοκρατία μας; Η θα οδηγήσει σε μία παντελώς αχρείαστη διαρχία όπως ορθότατα προειδοποιεί ο σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος;
Υπάρχει Ελληνας που να πιστεύει σήμερα ότι υπάρχουν οι πολιτικές συνθήκες που θα επιτρέψουν για παράδειγμα την…ειρηνική συνύπαρξη Προέδρου(με αυξημένες μάλιστα αρμοδιότητες)και Πρωθυπουργού από αντίπαλα κόμματα; Αστειευόμαστε ή παίζουμε με τους ήδη τραυματισμένους θεσμούς;
Υπάρχουν πράγματι πολλά ανοιχτά ζητήματα που πρέπει να ρυθμιστούν στην χώρα αλλά ούτε η κυβέρνηση, ούτε η αξιωματική αντιπολίτευση δείχνουν δυστυχώς ότι μεριμνούν προς αυτή την κατεύθυνση. Μοναδικό τους μέλημα είναι πώς θα χαιδέψουν αυτιά για να κερδίσουν «ψηφαλάκια» στις ερχόμενες εκλογές…
Οι «καλοί» και οι “κακοί”; Ο Σταύρος για τον Γιάννο, το ΚΙΝΑΛ και τους λοιπούς διεφθαρμένους