Χρησιμοποιώντας τις οικονομικές κυρώσεις, ο Ντόναλντ Τραμπ προκαλεί την Κίνα και το Ιράν. Η οικονομία της πρώτης έχει εξίσου μεγάλο βάρος με την αμερικανική. Το στρατηγικό βάρος του δεύτερου είναι καθοριστικό στη Μέση Ανατολή.
Το εγχείρημα των Ηνωμένων Πολιτειών είναι λοιπόν μείζονος σημασίας. Αποσκοπούν στο να αλλάξουν ριζικά την πολιτική δύο χωρών που, η καθεμιά στη δική της ζώνη επιρροής, αποτελούν κυρίαρχες δυνάμεις. Δεν θα έλεγε λοιπόν κανείς ότι ο 45ος αμερικανός πρόεδρος είναι απομονωτιστής. Ενεργός επεμβατιστής είναι.
Το αμερικανικό κατηγορητήριο κατά της Κίνας είναι γνωστό. Η Κίνα δεν παίζει καθαρά στις εμπορικές της σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Και προκειμένου να γίνει μέχρι το 2025 ένας γίγαντας της τεχνολογικής καινοτομίας – λένε οι Αμερικανοί -, παραβιάζει όλους τους κανόνες του ανταγωνισμού. Η Ουάσινγκτον θέλει λοιπόν να αναγκάσει το Πεκίνο να κάνει πίσω σε αυτά τα δύο κεφάλαια. Αυτό όμως θίγει έναν από τους πυλώνες του μοντέλου της κινεζικής ανάπτυξης.
Πέρα από τον «εμπορικό πόλεμο», η Κίνα χαρακτηρίζεται επισήμως από τις ΗΠΑ και «στρατηγικός αντίπαλος», λόγω των βλέψεών της στην Ασία και της στρατιωτικοποίησης της Θάλασσας της νότιας Κίνας. Το τελευταίο της αδίκημα είναι ότι αγοράζει όπλα από μια ρωσική εταιρεία που βρίσκεται στο στόχαστρο των αμερικανικών κυρώσεων. Η σύγκρουση είναι λοιπόν πολύπλευρη. Και το Πεκίνο δεν ξεχνά – όπως έγραψε ο Γκίντεον Ράχμαν στους Financial Times – ότι «ο αιώνας του εξευτελισμού του άρχισε όταν η Βρετανία ανάγκασε τον 19ο αιώνα τη δυναστεία Τσινγκ να της κάνει εμπορικές παραχωρήσεις».
Ο στόχος είναι και εδώ να εξαναγκαστεί η ισλαμική δημοκρατία να υποχωρήσει. Πρέπει να επαναδιαπραγματευθεί τη συμφωνία της Βιέννης, την οποία υπέγραψαν τον Ιούλιο του 2015 η Γερμανία, η Κίνα, οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Γαλλία και η Βρετανία, αλλά ακύρωσε στις 8 Μαϊου ο Τραμπ. Η Αμερική θέλει να εντάξει στις διαπραγματεύσεις το οπλοστάσιο βαλλιστικών πυραύλων της Τεχεράνης. Αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν να πλήξουν και την περιφερειακή πολιτική του Ιράν: την παρουσία του στη Συρία στο πλευρό του Ασαντ και, μέσω «αντιπροσώπων», στο Ιράκ και τον Λίβανο.
Για να αναγκάσει το Ιράν να κάνει πίσω, η Ουάσινγκτον του επιβάλλει ένα συντριπτικό οικονομικό εμπάργκο. Όποια εθνικότητα κι αν έχει, κάθε επιχείρηση που έχει μια πετρελαϊκή συναλλαγή με την Τεχεράνη αποκόπτεται από το αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Οι αισιόδοξοι μπορεί να θεωρούν ότι ο Τραμπ ζητάει απλώς το μέγιστο δυνατό και στη συνέχεια θα τροποποιήσει τη στάση του. Και ο Τραμπ, στηριζόμενος στο βορειοκορεατικό παράδειγμα, μπορεί να υπολογίζει ότι οι Κινέζοι και οι Ιρανοί θα διαπραγματευθούν τελικά μαζί του. Ο αμερικανός πρόεδρος, όμως, έχει να κάνει με συνομιλητές που διαθέτουν ένα μεγάλο ατού: την υπομονή.
(*) Ο Αλέν Φρασόν είναι αρθρογράφος της Monde via ΑΠΕ-ΜΠΕ
Είναι όντως η απώλεια της Τουρκίας για τις ΗΠΑ ένα γεωπολιτικό λάθος με επικές διαστάσεις;