Σεβαστέ μας κύριε Πρόεδρε του Φιλολογικού Συλλόγου «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ» Εμμανουήλ Μικρογιαννάκη, Αξιότιμα Μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και της Κριτικής Επιτροπής, Εκλεκτοί πνευματικοί Συνδαιτυμόνες,
Με αισθήματα βαθύτατης συγκίνησης και ανάτασης βρισκόμαστε απόψε στην ετήσια αυτή εόρτια σύναξη, που λαμβάνει χώρα στο ιερό τούτο τέμενος των Μουσών.
Ένα πηγαίο ευχαριστώ εκφράζουμε προς τα αξιότιμα Μέλη της κριτικής Επιτροπής για τον επιστημονικό μόχθο που κατέβαλαν, προκειμένου να αξιολογήσουν όλα τα υποβληθέντα δοκίμια και να απονείμουν τα επιβαλλόμενα στους διαγωνισθέντες.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο όλοι μας θεωρούμε τους ετήσιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς του «ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ», ως μία λαμπρή πρόσκληση για συμμετοχή σ’ ένα αγώνισμα, στο οποίο καλούμαστε οι πανέλληνες να συμμετάσχουμε, διεκδικούντες τον κότινο της νίκης. Η κοινή αυτή συμμετοχή, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, «οὐ τὸ νικᾶν ἀλλὰ τὸ εὖ ἀγωνίζεσθαι», γεμίζει τις ψυχές μας με τη χαρά της κοινής μας καταγωγής και των πανεθνικών μας ιδανικών για τις ερατεινές έννοιες της βαθύπλουτης γλώσσας μας και του λαμπρού μας πολιτισμού.
Καθώς, απόψε, ο «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ» μας ενώνει όλους πνευματικά, βιώνουμε τις πρωταρχικές αξίες της ζωής που λέγονται Πατρίδα και Ελευθερία και αναπολούμε την υπερήφανη εκείνη απάντηση των Αθηναίων προς τους Λακεδαιμονίους, που αγωνιούσαν μήπως και συμβιβαστούν με τις προτάσεις του Ξέρξη.
«… οὔτε χρυσός ἐστι γῆς οὐδαμόθι τοσοῦτος οὔτε χώρη κάλλεϊ καὶ ἀρετῇ μέγα ὑπερφέρουσα, τὰ ἡμεῖς δεξάμενοι ἐθέλοιμεν ἂν μηδίσαντες καταδουλῶσαι τὴν Ἑλλάδα. [8.144.2]… αὖτις δὲ τὸ Ἑλληνικόν, ἐὸν ὅμαιμόν τε καὶ ὁμόγλωσσον, καὶ θεῶν ἱδρύματά τε κοινὰ καὶ θυσίαι ἤθεά τε ὁμότροπα…».
Γνωρίζετε πολύ καλά ότι «σε κανένα μέρος τη γης δε βρίσκεται τόσος χρυσός, ούτε χώρα τόσο υπέροχη σε ομορφιά και σε αρετή, που θα δεχόμασταν αυτά, ως αντάλλαγμα του μηδισμού μας, για να θελήσουμε να υποδουλώσουμε την Ελλάδα. [8.144.2]…
και, επιπρόσθετα ο Ελληνισμός είναι ένας κόσμος που στις φλέβες του κυλά το ίδιο αίμα και που μιλά την ίδια γλώσσα κι έχει κοινά τα λατρευτικά κέντρα των θεών και θυσίες και συνήθειες ίδιες κι απαράλλαχτες…»[1].
Αντίθετα, στην περίπτωση του παρόντος δοκιμίου, με τίτλο:
«ΟΙ ΠΛΑΤΩΝΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ: ΤΟ ΚΟΡΥΦΩΜΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΟΧΑΣΜΟΥ»
άλλες τόσες φορές διήλθα περιχαρής μέσα από τα «λιβάδια τα πάντερπνα»[2] της ευδαιμονισμένης Ακαδημίας του Πλάτωνος και γεύτηκα μαζί με τους, «ζήλῳ πεπυρωμένους τοῦ εἰδέναι», φιλίστορες νέους των Αθηνών, τους αγλαούς και ηδύγευστους καρπούς της γόνιμης ψυχής και προσωπικότητας του Σωκράτη, που ακτινοβολούσε μια ανείπωτη πνευματική γλυκύτητα και φεγγοβολή.
Διαλεγόμενοι δε συστηματικά μαζί του, διαπιστώναμε έκθαμβοι ότι οι εμβριθέστατοι και μελίρρυτοι λόγοι του «είναι οι πιο θείοι… έχουν εσωτερική αυτάρκεια… και διακρίνονται για την αθανασία τους και την αιώνια νεότητά τους»[3]. Τούτους τους θείους λόγους όλοι εμείς, οι διψασμένοι για τη θέαση της Αλήθειας και για την πραγμάτωση της Αρετής μαθητές του Σωκράτη, τους αφομοιώναμε δημιουργικά βιώνοντας, περιχαρείς, το θελκτικό κάλλος των «ἐρασμιωτάτων» Διαλόγων. Αυτούς, που το αφομοιωτικό πνεύμα του Πλάτωνα ύφανε με τον, γεμάτο πλαστικότητα και παραστατικότητα, ενδιάθετο λόγο του∙ και με ευγνωμοσύνη χρεωστική και βιωματική!
Και από τα «πάντερπνα εκείνα λιβάδια», ανηφορίζαμε, μαζί με τα ευγενικά εκείνα βλαστάρια των Αθηνών, έχοντας ως Μέντορα τον «ὑποφήτην τοῦ δελφικοῦ ἀνθρωπισμοῦ»[4], τον Δομήτορα του φιλοσοφικού διαλόγου και δεξιό οιακοστρόφο, τον Σωκράτη, για τις υψιβάμονες κορυφές του Παρνασσού, όπου, λίγο πιο πέρα, συναντούσαμε τις Ελικωνιάδες Μούσες∙ ολόψυχα παραδομένοι στην ουράνια φεγγοβολή τους και τη ζωηφόρα ηδύτητά τους, βιώναμε κι εμείς τη φιλοσοφική εκείνη «γλυκυθυμία»[5] που βίωνε κι Εκείνος όταν, «κεκοπιακώς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας» του Διαλόγου, κατέφθανε πανευτυχής στο απάνεμο λιμάνι της Αλήθειας!
Ομολογώ ότι το υπέροχο αυτό φιλοσοφικό ταξίδι μού προσέφερε πανέμορφες μέρες γεμάτες πνευματική ηδύτητα και ανάταση στους κόσμους των ιδεών του Πλάτωνος. Η εντρύφηση στα κλασσικά του κείμενα ανήγαγον και πάλιν την ψυχή μου στους εφετούς χρόνους των φοιτητικών μου σπουδών, όπου νοερά συναντούσα τη φιλοσοφική μορφή του Πλατωνιστή Ιω. Θεοδωρακόπουλου∙ κάπως έτσι φανταζόμουν και τον Πλάτωνα, αλλά πιο νεαρό.
Οι φιλοσοφικές μου σπουδές έντονα, ρίπιζαν την ψυχή μου και μου χάριζαν την εύπνοια μιας πραγματικής ευδαιμονίας, καθώς ήταν ταυτισμένες με τις υψιπέτιδες και ελπιδοφόρες προσδοκίες μιας καταξιωμένης εκπαιδευτικής σταδιοδρομίας, η οποία θα συνίστατο στην ερατεινή αλληλοπεριχώρηση με τη «χρυσή ελπίδα του μέλλοντος», δηλονότι τις άλκιμες ψυχές των νέων της πατρίδας μου.
Ως δολιχοδρομεύς, περάτωσα πανευτυχής το φιλοσοφικό μου ταξίδι αλλόμενος με χαρά υψιβάμονας κορυφάς και περιπλέοντας «λιμένας πρωτοιδωμένους», αράζοντας τελικά στο πολυπόθητο νησί μου… πολύ πλούσιος με όσα είδα και κέρδισα στον δρόμο.
Και όταν έφθασα στην Ιθάκη των ονείρων μου, εγώ την βρήκα ότι είναι και αυτή πάρα πολύ πλούσια. Και τούτο διότι η δική μου Ιθάκη είναι μια βαθύρριζη και αείροος πηγή, η οποία εκπέμπει το ζωογόνο πνευματικό της Φως, όχι μόνο στον Ελλαδικό χώρο αλλά στον απανταχού του κόσμου Ελληνισμό∙ και η οποία, σαν ζείδωρη πνευματική μας Μάνα, μάς εμπνέει και μας φωτίζει στους δρόμους των υψηλών αξιών της ζωής. Το δε όνομα αυτής είναι πάρα πολύ θελκτικό και πολύ οικείο σε όλους μας. Καλείται «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ»!
Και όλοι Εσείς, που μας κάνατε την ύψιστη τιμή να παρευρίσκεστε στην πνευματική αυτή όαση του Παρνασσού, για μας είστε οι Ιθακήσιοι περιπόθητοι πνευματικοί μας Γονείς, Αδελφοί και Παιδιά, που συναντάμε μετά το πολυετές, πολυκύμαντο αλλά και ελπιδοφόρο μας ταξίδι.
Αγαπητοί μου Αδελφοί, επιθυμώ να Σας παρακαλέσω να μου επιτρέψετε το βραβείο μου να το αφιερώσω εφέτος, χρεωστικώς, στις πεφιλημένες μου Κόρες, την Έλενά μου, τη Χριστιάνα μου και την Αθηνά μου, οι οποίες με τον ενάρετο και αγωνιστικό τους χαρακτήρα και ιδιαίτερα την ενδιάθετη προσήλωσή τους προς τις διαχρονικές αξίες της ζωής, μάς κατέστησαν, με τη Θεογνωσία μου, ευτυχισμένους Γονείς.
Ανάμεσά μας βρίσκεται η τρίτη μου Κόρη, η φερώνυμη της Θεάς της Σοφίας, η οποία, εκπροσωπεί και τις άλλες δύο, και η οποία με την παρουσία της καθιστά τη βραδιά, ακόμη πιο ευτυχισμένη και ολόλαμπρη για μένα. Την καλώ να έλθει να της προσφέρω, το βραβείο μου! Τους αξίζει!
[1] Ἡροδότου Ἱστορίαι 8, 144,2
[2] ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ, «ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ», ΑΘΗΝΑ, 1959.
[3] Ι.Ν. ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, «Εἰσαγωγὴ στὸν Πλάτωνα», Ἀθῆναι, 1970, σσ. 47- 64 και 363.
[4] ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΒΟΥΡΒΕΡΗ, Εἰσαγωγὴ εἰς τὴν Ἀρχαιογνωσίαν καὶ τὴν κλασσικήν Φιλολογίαν, ΑΘΗΝΑΙ 1970, σελ. 45.
[5] Ι. Μ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ, «Η Κύπρος, ένα ταξίδι», Αθήνα, 1992: «Αναζητούσα μια λέξη, για να μπορέσω να διατυπώσω το ήθος της Κύπρου. Ο Πλούταρχος μού πρόσφερε τη «γλυκυθυμία». Ναι, υπάρχει μια γλυκυθυμία χυμένη παντού…».
Ο Ερντογάν έχει τσακωθεί με τη λογική: Απειλεί στην ΑΟΖ διότι έχει προβλήματα στο εσωτερικό