Είτε πρόκειται για έντιμους εχθρούς, είτε για ειλικρινείς φίλους ο Νίκος Κοτζιάς υπήρξε ο υπουργός Εξωτερικών που διαμόρφωσε συμπυκνωμένα την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, όσο κανείς άλλος τα τελευταία τριάντα και πλέον χρόνια.
Η αποχώρησή του υπήρξε μια αιφνίδια εξέλιξη που σχεδόν σόκαρε την πλειοψηφία των ξένων διπλωματών που υπηρετούν στην Αθήνα. Είναι βέβαιο ότι τα τηλεγραφήματα προς τα κέντρα όλου του κόσμου εχθές έφευγαν σε καταιγιστικούς ρυθμούς, και όχι μόνο από τυπικό καθήκον.
Οι παροικούντες της Ιερουσαλήμ γνωρίζουν πολύ καλά ότι ο Νίκος Κοτζιάς προσέδωσε το δικό του στίγμα, σε επίπεδο άμεσης πολιτικής διαχείρισης, ενεργητικών αποφάσεων και μακρόπνοων σχεδιασμών, που μπορεί να συγκριθεί μόνο με την περίοδο του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος διατελούσε ως πρωθυπουργός.
Ανέλαβε το χαρτοφυλάκιο του υπουργού Εξωτερικών σε μια περίοδο όπου η Ελλάδα βρισκόταν στην απόλυτη απαξίωση διεθνώς, λόγω των ανίκανων πολιτικών που είχαν προηγηθεί, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να υπερασπιστούν αυτό το μοναδικό γεωπολιτικό εκτόπισμα. Στην Αθήνα ήταν συνηθισμένο να αναλαμβάνουν υπουργοί Εξωτερικών πολιτικοί με αρχηγικές φιλοδοξίες που μέλημά τους ήταν οι δημόσιες σχέσεις σε διεθνές επίπεδο, χωρίς κανένα πρακτικό αποτέλεσμα.
Δεν είναι υπερβολή να υπερασπιστεί κάποιος τη θέση πως μέσα στα τελευταία τρία χρόνια επί Κοτζιά η Ελλάδα αποτέλεσε έναν βασικό παίχτη στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων, όπως ποτέ ξανά δεν είχε συμβεί κάτι τέτοιο. Δηλαδή ανέλαβε τον ρόλο που κατά το παρελθόν πολλοί ξένοι παρατηρητές δεν μπορούσαν να κατανοήσουν γιατί δεν τον αναλαμβάνει.
Το παράδειγμα των διαπραγματεύσεων στο Κυπριακό, τόσο στη Γενεύη, όσο και στο Κραντ Μοντανά είναι χαρακτηριστικό. Εκεί προσδόθηκε με τον πιο έντονο τρόπο το αριστερό πατριωτικό στίγμα στην εξωτερική πολιτική, που αναζητούσε επί χρόνια την έκφρασή του. Οι παρατηρητές των εξελίξεων στο Κυπριακό γνωρίζουν πολύ καλά ότι κανείς εν ενεργεία υπουργός Εξωτερικών πριν από αυτόν δεν κατάφερε να θέσει βασικά ζητήματα των συμφερόντων του ελληνισμού σε υψηλό επίπεδο, και πόσο μάλλον να τα υπερασπιστεί.
Ύστερα από αυτό, για την ελληνική εσωτερική πολιτική ζωή, ήρθε η Συμφωνία των Πρεσπών, η οποία δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής, όσο η διαχείριση του Κυπριακού. Η εφαρμοσμένη πολιτική (realpolitik) έχει πολλούς θιασώτες μέχρι τη στιγμή που φτάνει στην αυλή τους.
Για πρώτη φορά, έπειτα από τριάντα χρόνια, ο βόρειος γείτονας της Ελλάδας αποφασίζει να διαπραγματευτεί η συνταγματική ονομασία του. Όσοι μίλησαν για μια βιαστική διευθέτηση των εθνικών θεμάτων, μάλλον δεν ελάμβαναν υπ’ όψιν ότι οι πρωτοβουλίες Κοτζιά αποτελούσαν μέρος μια συνολικής στρατηγικής ενδυνάμωσης των ελληνικών θέσεων που καμιά προηγούμενη κυβέρνηση δεν είχε τολμήσει να επιχειρήσει.
Η αποχώρησή του αποτελεί ένα πλήγμα για την ελληνική εξωτερική πολιτική. Κανείς θεσμικός διεθνής παίχτης δεν συμπαθεί τον αιφνιδιασμό. Τα σχέδιά του Κοτζιά για το μέλλον, που ήταν πολλά, ίσως να μείνουν στα χαρτιά. Ας ελπίσουμε πως όχι.
Να μην ξεχνάμε ποιοι κατέστρεψαν την Ελλάδα: Οι δανειστές και οι διεφθαρμένοι Έλληνες πολιτικοί