Πριν από είκοσι χρόνια πέθανε ένας από τους πλέον μεγαλοφυείς διανοουμένους της ελληνικής φιλοσοφικής και πολιτικής σκέψης του 20ού αιώνα, ο Παναγιώτης Κονδύλης. Το έργο του αποτελεί μία ουσιαστική παρέμβαση ορθολογισμού στη νεότερη ελληνική σκέψη, με μία άτεγκτη κριτική στάση για τις παραδεδεγμένες αξίες και νοοτροπίες επί των οποίων οικοδομήθηκε η νεοελληνική κοινωνία.
Με το αναλυτικό του νυστέρι κατάφερε να ανατάμει τις πιο σημαντικές πτυχές της ελληνικής πολιτικής ζωής και να επαναπροσδιορίσει έννοιες όπως φιλελευθερισμός, κομουνισμός, εθνικισμός και δημοκρατία μέσα στο νεοελληνικό συγκείμενο.
Τότε μία ομάδα από τους αυτοαποκαλούμενους «εκσυγχρονιστές» και «προοδευτικούς», οι οποίοι βρήκαν πολιτικό καταφύγιο στην τότε ελλαδική κυβέρνηση, με τη γνωστή παθιασμένη ομολογία πίστεως στο διεθνές δίκαιο και στη διεθνή ειρήνη, έστω και αν αυτά είναι προσαρμοσμένα στην αμερικανική ηγεμονική συμπεριφορά, έσπευσαν να κατακεραυνώσουν τον Κονδύλη ως φιλοπόλεμο και οπισθοδρομικό. Θα ήταν καλό λοιπόν να ξαναθυμηθούμε τι έγραψε τότε στο επίμετρο του βιβλίου ο Κονδύλης και, με τον ύστερο εξορθολογισμό της ιστορικής πορείας που διέγραψε έκτοτε η Ελλάς, να προβληματιστούμε τελικά ποιος δικαιώθηκε.
Η διακήρυξη «δεν παραχωρούμε τίποτε» δεν έχει έμπρακτο αντίκρισμα όταν η χώρα εκλιπαρεί σε κρίσιμες ώρες τις μεσολαβητικές προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών ξέροντας εκ των προτέρων ότι αυτές θα πληρωθούν με παραχωρήσεις ή όταν αποσύρει χωρίς χειροπιαστά ανταλλάγματα το βέτο της για την τελωνειακή ένωση της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση αποδεικνύοντας έτσι άθελά της πόσο είναι πιθανό να μετατραπεί σε δορυφόρο της Τουρκίας ακριβώς μέσω του «ευρωπαϊκού δρόμου» και της επιρροής των «Ευρωπαίων εταίρων».
Στον βαθμό που η Ελλάδα θα καθίσταται ανεπαίσθητα γεωπολιτικός δορυφόρος της Τουρκίας, ο κίνδυνος πολέμου θα απομακρύνεται, οι ψευδαισθήσεις θα αβγατίζουν και η παράλυση θα γίνεται ακόμα ηδονικότερη, έφ’ όσον η υποχωρητικότητα θα αμείβεται με αμερικανικούς και ευρωπαϊκούς επαίνους, που τους χρειάζεται κατεπειγόντως ο εκσυγχρονιζόμενος Βαλκάνιος, και επίσης με δάνεια και δώρα για να χρηματοδοτείται ο παρασιτικός καταναλωτισμός.
Απ’ αυτές τις συνθήκες ό,τι στην πραγματικότητα θα συνιστά κάμψη της ελληνικής αντίστασης κάτω από την πίεση του υπέρτερου τούρκικου δυναμικού, οι Έλληνες θα συνηθίσουν σιγά-σιγά να το ονομάζουν «πολιτισμένη συμπεριφορά», «υπέρβαση του εθνικισμού» και «εξευρωπαϊσμό».
Πράγματι, το σημερινό δίλημμα είναι αντικειμενικά τρομακτικό και ψυχολογικά αφόρητο: η ειρήνη σημαίνει για την Ελλάδα δορυφοροποίηση και ο πόλεμος σημαίνει συντριβή. Η υπέρβαση του διλήμματος αυτού, η ανατροπή των σημερινών γεωπολιτικών και στρατηγικών συσχετισμών απαιτεί ούτε λίγο ούτε πολύ την επιτέλεση ενός ηράκλειου άθλου, για τον οποίο η ελληνική κοινωνία, έτσι όπως είναι, δεν διαθέτει τα κότσια.
Οι ευρύτερες μάζες, καθοδηγούμενες από το ίδιο ένστικτο της βραχυπρόθεσμης αυτοσυντήρησης, έχουν βρει τη δική τους ψυχολογικά βολική λύση: το έθνος το υπηρετούν ανέξοδα περιβαλλόμενες γαλανόλευκα ράκη, οπότε το καλεί η περίσταση, και έχοντας κατόπιν ήσυχη συνείδηση το κλέβουν μόνιμα με παντοειδείς τρόπους: από τη φοροδιαφυγή, την αισχροκέρδεια και τα «αυθαίρετα» ίσαμε τη χαμηλή παραγωγικότητα εργασίας (ούτε το 50% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης!) και την κραυγαλέα ανισότητα ανάμεσα σ’ ό,τι παράγεται και σ’ ό,τι καταναλώνεται, με αποτέλεσμα την καταχρέωση και την πολιτική εξάρτηση του τόπου.
Τις τραγωδίες ή τις κωμωδίες, που μπορούν να περιγράψουν με τις αρμόζουσες αποχρώσεις αυτήν την ιδιαίτερη κοινωνική και ψυχολογική κατάσταση, θα τις γράψουν ίσως άλλοι. Εμένα μου έρχεται στον νου η τετριμμένη, αλλά πάντοτε ευθύβολη θυμοσοφία: όπως στρώνει καθένας, έτσι και κοιμάται.
Στον στρατηγικό διάλογο με τις ΗΠΑ απαιτείται σοβαρότητα: Δεν μπορούν Κατρούγκαλος-Καλπαδάκης