Οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι μπορεί να συμβίωσαν ειρηνικά σε πόλεις και χωριά του νησιού έως την τουρκική εισβολή και κατοχή, αλλά μετά την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960 συγκυβέρνησαν, με πολλές δυσκολίες και αδιέξοδα, μόνο τρία χρόνια. Στη συνέχεια, ακολούθησαν αιματηρά γεγονότα και η χάραξη της «πράσινης γραμμής».
Πριν το 1974, οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι, το 82% και το 18% του πληθυσμού αντίστοιχα, συνυπήρξαν σε χαρές και λύπες και είχαν κοινή πορεία σε κοινωνικούς και συνδικαλιστικούς αγώνες, όπως ο Ντερβίς Αλί Καβάζογλου και ο Κώστας Μισιαούλης, οι οποίοι δολοφονήθηκαν το 1965 από την τουρκική εθνικιστική οργάνωση TMT. Οι δυο κοινότητες όμως απέτυχαν ή πιο σωστά δεν τις άφησαν να συνδιοικήσουν στην κοινή πατρίδα τους.
Οι φιλίες, οι συνεργασίες, οι αγάπες, οι έρωτες, οι κοινές δράσεις, οι κοινές πολιτιστικές εκδηλώσεις και τα κοινά όνειρα ανθρώπων από τις δυο κοινότητες στηρίζονται στη δύναμη της αγνότητας και της λογικής. Συνήθως, δεν περικλείουν κανένα συμφέρον. Η διαφορετική εθνοτική και θρησκευτική καταβολή είναι υποδεέστερη μπροστά στην ανάγκη να ζήσουν σε ένα ασφαλές περιβάλλον, σε ένα ειρηνικό τόπο.
Αυτοί οι άνθρωποι είναι η πλειοψηφία του Κόσμου της Κύπρου, του προδομένου και του πονεμένου. Ξέρουν πολύ καλά ποια είναι η σωστή λύση και ποια πρέπει να είναι τα βασικά στοιχεία της. Κάποτε έτσι εκφραζόταν και ο Λεμεσιανός Μουσταφά Ακιντζί. Μιλούσε ενάντια στον εποικισμό και τη συστηματική προσπάθεια της Τουρκίας να ενσωματώσει τα κατεχόμενα.
Από τότε που έλαβε τον τίτλο του «ηγέτη της τουρκοκυπριακής πλευράς» ζητά παραμονή τουρκικών στρατευμάτων, εγγυήσεων και εποίκων. Στην ουσία, τις ίδιες θέσεις υποστήριξαν όλοι οι προκάτοχοί του, επειδή απλούστατα δεν είχαν καμία δυνατότητα να διαφοροποιηθούν και να ξεφύγουν από τον έλεγχο της Τουρκίας ή διότι ταυτίζονταν απόλυτα με τους τουρκικούς στόχους.
Ακριβώς, γι’ αυτό τον λόγο, το Κυπριακό δεν λύθηκε ούτε όταν πρόεδροι της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν εκπρόσωποι του λεγόμενου «ενδοτικού μετώπου» (Βασιλείου, Κληρίδης, Χριστόφιας, Αναστασιάδης). Παρά τις «απλόχερες προσφορές» τους, δεν βρήκαν ανταπόκριση. Αντίθετα, οι υποχωρήσεις αυτές μετατράπηκαν σε μπούμερανγκ για τους Ελληνοκύπριους.
Όταν αναφερόμαστε στην ιστορία των σχέσεων Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων θα πρέπει να μη ξεχνάμε ότι μπορεί στη ζωή να συνυπήρξαν, να χόρεψαν, να διασκέδασαν, να έκλαψαν και να γέλασαν μαζί, αλλά, δυστυχώς, έχουν πολύ άσχημες εμπειρίες στη διακυβέρνηση της χώρας τους. Στα χρόνια της αγγλικής αποικιοκρατίας ίσως να υπήρχε μια πιο βαθιά αλληλοεκτίμηση μεταξύ τους επειδή δεν υπήρχε γι’ αυτούς θέμα εξουσίας και δεν είχαν εκδηλωθεί οι επεκτατικές επιδιώξεις της Τουρκίας.
Οι οικονομικές εξελίξεις στην Τουρκία (σε συνδυασμό με τη ρήξη των σχέσεών της με ΗΠΑ και Ισραήλ) και οι άμεσες επιπτώσεις στις κατεχόμενες περιοχές φαίνεται να προσφέρουν μια μοναδική ευκαιρία προς αυτή την κατεύθυνση. Οι απεργίες και οι εκδηλώσεις διαμαρτυρίας για τη λιτότητα, την ανεργία και τη φτωχοποίηση εύκολα θα μπορούσαν να μετατραπούν σε μαζικές κινητοποιήσεις ενάντια στον Ερντογάν και την πολιτική του για ενσωμάτωση και ισλαμοποίηση του βόρειου κατεχόμενου μέρους της Κύπρου.
Δεν μπορούν να παραμένουν στο πρώτο και να διεκδικούν και το δεύτερο. Την ίδια στιγμή, η Κυπριακή Δημοκρατία θα πρέπει να ξεκαθαρίσει αυτό το ζήτημα, τόσο στους ιδίους όσο και στη διεθνή κοινότητα.
Η φιλία, η συνεργασία και κυρίως η συγκατοίκηση στην εξουσία, όπως αποδείχθηκε και στο παρελθόν, για να αντέξουν στο χρόνο χρειάζονται καθαρές λύσεις που να εξυπηρετούν το συμφέρον της Κύπρου, με δημοκρατικό σύνταγμα και χωρίς προστάτες.
Οι γεμάτες σακούλες με ευρώ: Το βρώμικο πάρτι του διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος