Σε προεκλογικές περιόδους στις Ηνωμένες Πολιτείες, υποψήφιοι για την Προεδρία (Τζίμι Κάρτερ, Μπίλ Κλίντον, Μπάρακ Ομπάμα) είχαν κάνει λόγο για τουρκική κατοχή στην Κύπρο και είχαν υποσχεθεί να εργαστούν για τον τερματισμό της.
Ως ένοικοι του Λευκού Οίκου, όπως όλοι οι Πρόεδροι των ΗΠΑ –Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι–, δεν μίλησαν ποτέ για την αναγκαιότητα αποχώρησης των τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων από το νησί.
Το ίδιο σκηνικό, με διαφορετικές προσεγγίσεις λόγω διαφορετικών συμφερόντων, επικράτησε όλα αυτά τα χρόνια και στη Μόσχα σε σχέση με την Κύπρο.
Βέβαια, δεν σημαίνει συνάμα ότι θα πρέπει να τα βάζουμε όλα στο ίδιο καλάθι, ούτε για το χουντικό πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή του 1974, αλλά ούτε και για τα όσα ακολούθησαν μέχρι σήμερα.
Όταν το Λονδίνο και η Ουάσινγκτον επεξεργάζονταν σχέδια λύσης του Κυπριακού που οδηγούσαν στη μόνιμη εξάρτηση της Κύπρου από την Τουρκία, η Λευκωσία αναζητούσε συνεχώς την υποστήριξη της Μόσχας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Επίσης, δεν ήταν λίγες οι φορές που η Λευκωσία και η Αθήνα αναζητούσαν τον Σεργκέι Λαβρόφ, αρχικά ως μόνιμο αντιπρόσωπο της Ρωσίας στον ΟΗΕ και μετά ως υπουργό Εξωτερικών, για να του ζητήσουν τη βοήθεια και την παρέμβασή του με σκοπό να αποφευχθούν δυσάρεστες εξελίξεις όχι μόνο στο Κυπριακό, αλλά και για άλλα ελληνικά ζητήματα.
Ανεξάρτητα ποιες ήταν και είναι οι πραγματικές προθέσεις της Μόσχας, στο πλαίσιο της υπεράσπισης των δικών της συμφερόντων, και πέρα από το πώς κρίνει ο καθένας μας την πραγματικότητα και την προοπτική του Κυπριακού, τα γεγονότα είναι γεγονότα. Αν η Ελλάδα και η Τουρκία δεν ήταν μέλη του ΝΑΤΟ, τη λεγόμενη «πολιτική αρχών», που επικαλείται όλα αυτά τα χρόνια η Ρωσία, θα την ασκούσε πολύ πιθανόν η Ουάσινγκτον και οι ρόλοι θα αντιστρέφονταν.
Μέσα απ’ όλα αυτά, η Άγκυρα δεν ένιωσε ποτέ από κανένα –ούτε από Δύση ούτε από Ανατολή– κάποια μορφή πίεσης ώστε να αναλογιστεί το πιθανό κόστος που θα έχει αν συνεχίσει να κατέχει παράνομα κυπριακό έδαφος και να γεμίζει τα κατεχόμενα με έποικους.
Σε προηγούμενο κείμενό μας, σημειώναμε ότι «ο Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι μόνο απρόβλεπτος, αλλά και ο νέος πολέμιος του Ταγίπ Ερντογάν. Στη βράση κολλάει το σίδερο και τώρα προσφέρεται μια μοναδική ευκαιρία για πιθανή ανατροπή του σκηνικού στο Κυπριακό και στα ελληνοτουρκικά».
Και τέτοιες ευκαιρίες, με τα όσα εξελίσσονται μεταξύ των ΗΠΑ και της Τουρκίας, αλλά και μεταξύ του Ισραήλ και της Τουρκίας, δεν παρουσιάζονται συχνά.
Την ίδια στιγμή, ο Βλαντιμίρ Πούτιν αξιοποιεί μεθοδικά στο έπακρο τον αντιδυτικό ισλαμισμό του Ερντογάν και την υποβόσκουσα κρίση, εδώ και αρκετό καιρό, στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Ανάλογα με την τροπή των εξελίξεων στο πεδίο της σύγκρουσης της Ουάσινγκτον με την Άγκυρα, Αμερικανοί αναλυτές δεν αποκλείουν ακόμη και την πιθανότητα ο Τούρκος Πρόεδρος να οδηγήσει τη χώρα του στην έξοδο από το ΝΑΤΟ, ενώ κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν ότι η Τουρκία δεν έχει πια θέση στο ΝΑΤΟ.
Παρά τα όσα συμβαίνουν σήμερα στις σχέσεις της Ρωσίας και της Τουρκίας με τη νέα συμμαχία τους και των ΗΠΑ και της Τουρκίας με την πρωτοφανή σύγκρουσή τους, η Λευκωσία και η Αθήνα δεν πρέπει να ξεχνούν ορισμένα πράγματα, αλλά ίσως και ότι έφτασε και η ώρα για να «ξεκαθαριστούν» οι σχέσεις τους με τη Μόσχα, ειλικρινά και φιλικά.
Ακριβώς με την ίδια φιλοσοφία να αντιμετωπιστούν οι σχέσεις με τις ΗΠΑ, στο πλαίσιο της νέας πραγματικότητας και των νέων προοπτικών που διαγράφονται σε όλα τα επίπεδα (πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό). Και όπως αναφέραμε ξανά, στη διεθνή πολιτική σκακιέρα κανείς δεν αποκτά «δώρα» χωρίς διεκδικητική πολιτική, συγκροτημένη στρατηγική και ξεκάθαρους στόχους. Η Κύπρος δεν αναζητά τον Άγιο Βασίλη, αλλά την εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου, της Σύμβασης του Δικαίου της Θάλασσας, των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.
Αυτό θα είναι το «ξεκαθάρισμα» των σχέσεων με Ουάσινγκτον και Μόσχα.
Ευκαιρία για Ελλάδα και Κύπρο η κρίση ΗΠΑ-Τουρκίας: Αξιοποίηση χωρίς ψευδαισθήσεις