Του Στέφανου Κωνσταντινίδη
Κάθε Ιούλη οι πικρές μνήμες επανέρχονται. Για κάποιους είναι μια «επετειακή» ανάγκη. Για τους πολλούς είναι η πικρή ανάμνηση όσων έζησαν το 1974. Για τους νεότερους είναι η μνήμη πως μεγάλωσαν σε συνθήκες ημικατοχής.
Είναι κι αυτοί που προσπαθούν να αναθεωρήσουν την Ιστoρία, να δικαιολογήσουν άμεσα ή έμμεσα το πραξικόπημα και την εισβολή, φορτώνοντας την ευθύνη στο θύμα. Διότι ασφαλώς τα όποια λάθη της ελληνικής πλευράς δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την εισβολή και, προπάντων, τη συνεχιζόμενη κατοχή.
Η Κυπριακή Δημοκρατία ήταν και παραμένει μια ανεξάρτητη πολιτεία και κανένας διεθνής νόμος δεν μπορεί να δικαιολογήσει την κατοχή των εδαφών της από τον εισβολέα. Γνωρίζουν οι νεοφιλελεύθεροι αναθεωρητές πως με τις πικρές εμπειρίες του παρελθόντος, με όλη την πείρα που συσσωρεύτηκε, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι μπορούν να συμβιώσουν χωρίς κανένα πρόβλημα στο πλαίσιο μάλιστα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι μάλιστα τραγικό να ακούονται γενναίες φωνές από τους Τουρκοκυπρίους που μιλούν για κατοχή και να υπάρχουν Ελληνοκύπριοι και Ελλαδίτες που άμεσα ή έμμεσα να τη δικαιολογούν. Ως πρόσφατα, μάλιστα, και θαυμαστές του Ερντογάν!
Στην ουσία η θεωρία της τελευταίας ευκαιρίας χρησιμοποιείται ως πολιτικός εκβιασμός για να υποχρεωθεί ο λαός να αποδεχθεί τα τετελεσμένα της εισβολής και της κατοχής. Δεν έχει κανείς παρά να θυμηθεί τον εκβιασμό που ασκήθηκε με το σχέδιο Ανάν και που κατά κόρον επαναλαμβανόταν ότι επρόκειτο για την τελευταία ευκαιρία επίλυσης του Κυπριακού. Και, ω του θαύματος, μάς παρουσιάσθηκε ξανά πάλι μια «τελευταία» ευκαιρία. Δεν σημαίνει φυσικά πως δεν πρέπει να αρπάξουμε την όποια ευκαιρία παρουσιαστεί και να καταβάλουμε την αναγκαία προσπάθεια για την εξεύρεση μιας βιώσιμης λύσης.
Οι γερουσιαστές πήγαν στον Ταγίπ: Η ερμηνεία της φράσης “η αποτυχία δεν είναι επιλογή”
Η Κυπριακή Δημοκρατία, παρά το κατάντημα στο οποίο την έχουν φέρει σήμερα οι ανίκανοι πολιτικοί της, οι πάσης φύσεως χωρίς όραμα ελίτ της, είναι σε θέση να επιδιώξει τη λύση εκείνη που θα διασώζει την ίδια και τα ανθρώπινα δικαιώματα των πολιτών της, όπως και τα συλλογικά δικαιώματά τους. Οι Αγγλοαμερικανοί φίλοι της Άγκυρας γνωρίζουν ότι η Κύπρος, με την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ανέτρεψε εν μέρει τις ισορροπίες που δημιούργησε η εισβολή και η κατοχή. Γνωρίζουν, όπως το γνωρίζουν και στην Άγκυρα, πως η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας περνά από τη Λευκωσία. Το έχουν εκφράσει κατ’επανάληψη όλοι οι σοβαροί πολιτικοί αναλυτές, Τούρκοι, Αμερικανοί και Άγγλοι.
Σε αυτό τον προσανατολισμό προσεχώρησαν και οι ισλαμιστές για τους δικούς τους λόγους. Ο ίδιος ο Ερντογάν, παρά τις περιπλανήσεις του στους ασύμφορους για τη χώρα του λειμώνες του ισλαμισμού, δεν εγκαταλείπει τις παραδοσιακές συμμαχίες της Τουρκίας. Τα δε συμφέροντα της Δύσης είναι τέτοια –γεωστρατηγικά, γεωπολιτικά και οικονομικά– που παρά τα μουρμουρητά ή και τις κραυγές που ακούονται σε κάποιες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες δεν πρόκειται να αφεθεί εύκολα η Τουρκία να κατρακυλήσει στην όποια διεθνή του ισλαμισμού.
Σε εμάς εναπόκειται να οριοθετήσουμε τη δική μας πολιτική στη βάση αυτών των δεδομένων και όχι στην ανιστόρητη πολιτική της «τελευταίας ευκαιρίας». Προπάντων που η γεωπολιτική αξία της Κύπρου ενισχύθηκε σημαντικά με την ανακάλυψη του φυσικού αερίου και τη μετατροπή της περιοχής σε σημαντικό ενεργειακό κόμβο.
Οι μνήμες του Ιούλη πρέπει να καθοδηγούν τα βήματά μας στην οργάνωση μιας δημοκρατικής, κοσμικής πολιτείας, με σεβασμό των δικαιωμάτων όλων των πολιτών της, όποια και να είναι η καταγωγή τους, η θρησκεία ή η γλώσσα τους. Με μια κοινή πολιτική ταυτότητα, ρεπουμπλικανική και ευρωπαϊκή, που δεν θα θέτει υπό διαπραγμάτευση την όποια εθνική ταυτότητα των πολιτών.
Το σχέδιο του Ερντογάν: Το αφήγημα μιας τουρκικής κοινοπολιτείας παραμένει “ζωντανό”