Του Τίτους Στάλ*
Στα τέλη της δεκαετίας του 2000 και στις αρχές του 2010, η λέξη «ελπίδα» ήταν πανταχού παρούσα στη δυτική πολιτική. Παρόλο που η χρήση του στην προεκλογική εκστρατεία του Μπαράκ Ομπάμα έχει γίνει σήμα κατατεθέν της, το σάλπισμα του συνθήματος για την ελπίδα δεν περιοριζόταν μόνον στις Ηνωμένες Πολιτείες:
Ακόμα και στην περίοδο της ακμής της, η ρητορική της ελπίδας δεν ήταν δημοφιλής σε καθολικό βαθμό. Όταν το 2010 η πρώην υποψήφια για προεδρία την προεδρία των ΗΠΑ Σάρα Πέιλιν ρωτούσε ρητορικά το ακροατήριό της: «Πώς αισθάνεστε από το ελπιδοφόρο και την αλλαγή που σας έφεραν;» έθιγε έναν ευρέως διαδεδομένο σκεπτικισμό, που θεωρεί την ελπίδα ως κάτι μη ρεαλιστικό, ακόμη και ως παραλήρημα.
Για τους φιλοσόφους αυτούς, η ελπίδα είναι ένας δευτεροβάθμιος τρόπος συσχετισμού με την πραγματικότητα, κατάλληλος μόνο όταν το υποκείμενο στερείται της απαιτούμενης γνώσης για να διαμορφώσει τις «ορθές» προσδοκίες. Ο πιο ριζοσπαστικός ίσως φιλόσοφος του Διαφωτισμού, o Μπαρούχ Σπινόζα, εκφράζει εύγλωττα τούτην την άποψη όταν γράφει πως η ελπίδα αποδεικνύει «έλλειψη γνώσης και αδυναμία του νου» και ότι «όσο περισσότερο προσπαθούμε να ζούμε καθοδηγούμενοι από τη λογική, τόσο περισσότερο πασχίζουμε ανεξαρτητοποιηθούμε από την ελπίδα καθαυτή». Σύμφωνα με την άποψη τούτη, η ελπίδα είναι ένα άκρως ακατάλληλο εργαλείο και οδηγός για την πολιτική δράση. Οι πολίτες θα πρέπει να βασίζουν τις αποφάσεις τους σε ορθολογικές προσδοκίες για το τι μπορούν να επιτύχουν οι κυβερνήσεις τους, αντί να αφήνονται να τους παρακινεί απλώς η ελπίδα.
Αυτός ο σκεπτικισμός θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη και μπορεί πράγματι να μας οδηγήσει σε μια καλύτερη κατανόηση της ανόδου και της πτώσης της ρητορικής της ελπίδας. Υπάρχει λοιπόν χώρος για ελπίδα στην πολιτική;
Πρέπει λοιπόν να είμαστε ακριβείς σχετικά με το είδος της ελπίδας στην οποία αναφερόμαστε. Εάν καλοσκεφθούμε το ποιόν των ελπίδων που τρέφουν οι άνθρωποι, οποιαδήποτε πολιτική που έχει συνέπειες στη ζωή των ανθρώπων εξαρτάται κατά κάποιο τρόπο από την ελπίδα – είτε πρόκειται για ελπίδα για την επιτυχία της πολιτικής αυτής, είτε ελπίδα για την αποτυχία της. Η δημιουργία μιας τέτοιας ελπίδας δεν είναι απαραιτήτως καλή, ή κακή: είναι απλώς ένα τμήμα της πολιτικής ζωής. Όταν όμως τα πολιτικά κινήματα υπόσχονται ότι θα φέρουν την ελπίδα, σαφώς και αναφέρονται στην ελπίδα υπό τη γενική αυτή έννοια. Αυτή η συγκεκριμένη ρητορική της ελπίδας αναφέρεται σε μια πιο ειδική, ηθικά ελκυστική και διακριτά πολιτική μορφή ελπίδας.
Ακόμη κι έτσι, το ερώτημα αν η πολιτική ελπίδα είναι κάτι πραγματικά καλό παραμένει πάντα επίκαιρο. Εάν ένα από τα καθήκοντα των κυβερνήσεων είναι να υλοποιήσουν την αρχή της κοινωνικής δικαιοσύνης, δεν θα ήταν καλύτερο να προωθούν τα πολιτικά κινήματα μία σαφώς αιτιολογημένη προσδοκία, αντί για την απλή επίκληση της ελπίδας; Μην είναι άραγε η ρητορική της ελπίδας μια όχι σιωπηρή παραδοχή ότι τα εν λόγω κινήματα δεν διαθέτουν στρατηγικές για να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη;
Η σφαίρα της πολιτικής έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, μοναδικά σε αυτήν, και τα οποία επιβάλλουν περιορισμούς αναφορικά με ό, τι μπορούμε λογικά να περιμένουμε. Ένας από αυτούς τους περιορισμούς είναι κι εκείνος που ο αμερικανός φιλόσοφος της Ηθικής Τζον Ρόουλς περιέγραψε το 1993 ως τον ανυπέρβλητο πλουραλισμό των «περιεκτικών δογμάτων (comprehensive doctrines)». Στις σύγχρονες κοινωνίες, οι άνθρωποι διαφωνούν μεταξύ τους για το ποιο είναι το απώτερο πολύτιμο αγαθό και αυτές οι διαφωνίες συχνά δεν μπορούν να επιλυθούν με λογικά επιχειρήματα. Αυτού του είδους ο πλουραλισμός καθιστά παράλογο το να αναμένουμε ότι μπορούμε να φτάσουμε ποτέ σε μια τελική συναίνεση πάνω σε αυτά τα θέματα.
Στο βαθμό που οι κυβερνήσεις δεν επιτρέπεται να επιδιώκουν σκοπούς, οι οποίοι δεν θα είναι ικανοί να αποδείξουν τον λόγο ύπαρξής τους σε όλους τους πολίτες, το περισσότερο που θα μπορούσαμε ορθολογικά να προσδοκούμε από την πολιτική είναι να επιδιώκει την υλοποίηση αυτών των αρχών δικαιοσύνης πάνω στις οποίες θα μπορούν να συμφωνήσουν όλοι οι λογικοί άνθρωποι-όπως τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, την κατάργηση των διακρίσεων και τη λήψη δημοκρατικών αποφάσεων. Έτσι, δεν μπορούμε λογικά να περιμένουμε από τις κυβερνήσεις που σέβονται την πολυφωνία μας να επιδιώκουν πιο απαιτητικά ιδεώδη της δικαιοσύνης – για παράδειγμα, μέσω φιλόδοξων αναδιανεμητικών πολιτικών, που δεν δικαιολογούνται σε σχέση με όλους, ακόμα και τις πιο ατομικιστικές αντιλήψεις περί του καλού.
Ευτυχώς, δεν χρειάζεται να αυτοπεριοριζόμαστε μόνον σε εκείνα που μπορούμε να προσμένουμε. Μολονότι δεν δικαιολογούμαστε να αναμένουμε περισσότερα από μία περιορισμένου εύρους συμφωνία για την δικαιοσύνη, μπορούμε όμως ακόμη να ελπίζουμε συλλογικά ότι στο μέλλον θα προκύψει μία συναίνεση για τα πιο απαιτητικά ιδανικά της δικαιοσύνης. Όταν οι πολίτες εγκολπωθούν συλλογικά τούτην την ελπίδα, αυτό θα εκφράζει την κοινή αντίληψη ότι κάθε μέλος της κοινωνίας αξίζει να συμπεριληφθεί σε ένα φιλόδοξο σχέδιο δικαιοσύνης, ακόμη και αν μεταξύ μας διαφωνούμε για το ποιο πρέπει να είναι αυτό το σχέδιο. Τούτη η γνώση μπορεί να συμβάλει στον αυτοσεβασμό και ως εκ τούτου αποτελεί αυτό καθαυτό ένα επιθυμητό κοινωνικό αγαθό. Ελλείψει συναίνεσης, η πολιτική ελπίδα αποτελεί ένα αναγκαίο κομμάτι της ίδιας της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Επομένως, είναι λογικό, ίσως ακόμη και αναγκαίο, να επιστρατεύουμε την έννοια της ελπίδας για τους σκοπούς της δικαιοσύνης. Και ιδού γιατί έχει εξαφανιστεί η ρητορική της ελπίδας. Μπορούμε σοβαρά να χρησιμοποιήσουμε τη ρητορική της ελπίδας μόνο όταν πιστεύουμε ότι οι πολίτες δύνανται να επιτύχουν την ανάπτυξη μίας κοινής δέσμευσης για τη διερεύνηση φιλόδοξων σχεδίων για κοινωνική δικαιοσύνη, ακόμη και όταν διαφωνούν για το περιεχόμενό τους.
Φυσικά, κάποιος θα μπορούσε, έστω και ατομικά να ελπίζει πως αυτοί που τρέφουν αυτήν την άποψη θα μπορούν να πεισθούν να την αλλάξουν. Μολαταύτα, έτσι όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, αυτή δεν είναι μία ελπίδα που μπορούν να τη συμμερισθούν όλοι.
Μήπως όλα γίνονται για το σημαντικό λιμάνι της Αλεξανδρούπολης και όχι για το Σκοπιανό;