Του Στέφανου Κωνσταντινίδη
Η εκλογική νίκη του Ταγίπ Ερντογάν σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής για την Τουρκία. Και ανοίγει μια νέα σελίδα, αυτή του νεο-οθωμανισμού, με υπόβαθρο τον ισλαμισμό.
Πολλοί σπεύδουν να ενταφιάσουν τον κεμαλισμό τον οποίο θεωρούν ήδη παρελθόν. Όμως παρά τους συνεχείς «θριάμβους» του Ερντογάν, παρά την εμπέδωση της προσωπικής του εξουσίας, παρά την επιβολή του νεο-οθωμανικού μοντέλου τόσο στην εξωτερική όσο και στην εσωτερική πολιτική με την ισλαμική διάστασή του, είναι ακόμη νωρίς για να μιλήσουμε για τον τελικό ενταφιασμό του κεμαλισμού. Η εξουσία του Ερντογάν και προπάντων η νίκη του νεο-οθωμανικού ισλαμισμού παραμένει ακόμη ευάλωτη.
Βεβαίως η νέα Τουρκία όπως μεταλλάσσεται αυτή τη στιγμή θα έχει μια διαφορετική κρατική δομή από αυτή που επέβαλε ο ιδρυτής της ο Μουσταφά Κεμάλ ενώ το κοσμικό κράτος θα συρρικνώνεται καθημερινά.
Διότι παραμένουν πάντα ισχυροί πόλοι αντίστασης στη νέα πορεία της χώρας. Πρώτα ο στρατός. Παρά τον έλεγχό του από τον Ερντογάν, δεν έχει πει την τελευταία του λέξη. Ο απόλυτος έλεγχος ενός στρατού όπως ο τουρκικός, με την ιστορία των παρεμβάσεών του στην πολιτική ζωή της χώρας, δεν είναι τόσο εύκολο εγχείρημα. Άλλωστε αν ο τουρκικός στρατός δεν τον ανέτρεψε τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής του είναι γιατί δεν του το επέτρεψε η Δύση που αφελώς έβλεπε στο πρόσωπο του Ερντογάν έναν συντηρητικό μεταρρυθμιστή δημοκράτη και πίστευε στην εγκατάσταση μιας δυτικόφρονης δημοκρατίας, μοντέλου για τον ισλαμικό κόσμο.
Κατά δεύτερο λόγο υπάρχει πάντα μια ισχυρή κοσμική αστική τάξη της οποίας τα συμφέροντα δεν συμπίπτουν πάντοτε με αυτά της ισλαμικής αστικής τάξης της Ανατολίας στην οποία στηρίζεται ο Ερντογάν. Υπάρχουν ακόμη και εστίες έστω και περιορισμένης αντίστασης σε διάφορους κρατικούς μηχανισμούς. Το παράδειγμα της Κεντρικής Τράπεζας της χώρας είναι χαρακτηριστικό. Υπάρχει επίσης έντονη η αντίσταση του ισλαμικού πολιτικο-θρησκευτικού δικτύου του Φετουλάχ Γκιουλέν, του άλλοτε ισχυρού συμμάχου του Ερντογάν. Υπάρχει η δυσαρέσκεια προσωπικοτήτων από τον ίδιο τον ισλαμικό χώρο, παλιών συντρόφων του Ερντογάν, στους οποίους στηρίχτηκε για την κατάληψη της εξουσίας, με πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτά των Γκιουλ και Νταβούτογλου. Υπάρχει τέλος ο παράγοντας Κούρδοι και σε μικρότερο βαθμό οι Αλεβίτες.
Αλλά εκείνο που ίσως περισσότερο θα κρίνει τη νέα πορεία της χώρας είναι η οικονομία.
Έχω γράψει δεκάδες άρθρα για την Τουρκία είτε σε ακαδημαϊκό επίπεδο είτε σε εκλαϊκευμένο δημοσιογραφικό, έχω εκδώσει επίσης ένα βιβλίο και συμμετείχα σε δύο συλλογικούς τόμους. Σε μια κάπως μακρινή εποχή, σε ανύποπτο χρόνο, το 1996, δημοσιεύτηκε στο Journal of Political and Military Sociology, Vol. 24, με τον τίτλο «Turkey: The Emergence of a New Foreign Policy, The Neo-Ottoman Imperial Model» ένα άρθρο μου που έγινε αναφορά στη διεθνή βιβλιογραφία. Τότε σχεδόν κανένας δεν μιλούσε για νεο-οθωμανισμό και ισλαμισμό. Τα γράφω όλα αυτά για να πω πως ναι μεν ο κεμαλισμός φαίνεται να έχει ηττηθεί, αλλά είναι πολύ νωρίς για να ενταφιαστεί. Η Τουρκία είναι ακόμη σε μετάβαση. Όμως ακόμη και να ανατρεπόταν ο Ερντογάν και το ημιδικτατορικό μοντέλο του, ο νεο-οθωμανισμός ήρθε για να μείνει και ο ισλαμισμός δεν θα παύσει να είναι μια αποφασιστική συνιστώσα της τουρκικής πολιτικής ζωής. Η τουρκική κοινωνία είναι βαθιά διχασμένη και σε αναζήτηση ταυτότητας.
Για την ώρα επομένως πορευόμαστε με τον Ερντογάν και τη νέα Τουρκία όπως την έχει τροχιοδρομήσει. Κι αυτή η νέα Τουρκία δεν παρουσιάζεται μόνο με φιλοδοξίες περιφερειακής δύναμης, αλλά σύμφωνα με τον Ερντογάν διεκδικεί θέση μεγάλης δύναμης, ικανής να μιλά ισότιμα με τους μεγάλους αυτού του κόσμου, όπως το έκανε κάποτε η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής τίθεται θέμα αναθεώρησης της συνθήκης της Λωζάνης που ανοίγει τον δρόμο στις τουρκικές αυτοκρατορικές επιδιώξεις.
Σε κάθε περίπτωση Ελλάδα και Κύπρος χρειάζεται να οικοδομήσουν συμμαχίες αποτρεπτικές του νεο-οθωμανικού επεκτατισμού. Η απειλή για την Κυπριακή Δημοκρατία είναι ακόμη πιο συγκεκριμένη, όσο η πολιτική της Λευκωσίας παραμένει προσκολλημένη σε μια λύση τουρκικών προδιαγραφών που θα προωθηθεί κάποια στιγμή από την Ουάσινγκτον και το ΝΑΤΟ, με τη βρετανική όπως πάντα στήριξη, στον βωμό της εξομάλυνσης των αμερικανο-τουρκικών σχέσεων, όπως έγινε και το 2004 με το σχέδιο Ανάν.
*Πανεπιστημιακός, διευθυντής του Κέντρου Ελληνικών Ερευνών Καναδά-ΚΕΕΚ και μέχρι πρόσφατα επιστημονικός συνεργάτης του ΕΔΙΑΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο Κρήτης
E-mail: [email protected]
Αφού ζουν σε μια ελεύθερη πατρίδα, χωρίς τουρκική κατοχή, γιατί δεν σβήνουν τη σημαία της ντροπής;