Ο Ερντογάν θα κλιμακώνει την στρατηγική της έντασης όσο εκτιμά ότι την “εξαργυρώνει” πολιτικά




Του Γιώργου Σκαφιδά

Όταν οι εντάσεις με τους «έξω» μεταφράζονται σε ψήφους και επιπλέον πόντους πολιτικής ισχύος στο εσωτερικό, τότε οι προκλήσεις θα πρέπει να θεωρούνται δεδομένες. Το έργο το έχουμε ξαναδεί στην Τουρκία, που είναι σα να έχει αναγάγει εδώ και δεκαετίες τη στρατηγική της έντασης σε βασικό δόγμα εξωτερικής πολιτικής.

Και δυστυχώς, κινδυνεύουμε να το ξαναδούμε, καθώς η γείτονα χώρα οδεύει προς τις διπλές κάλπες της 24ης Ιουνίου, υπό το βάρος αρνητικών για τον Ερντογάν δημοσκοπήσεων, με πολλά ανοιχτά μέτωπα στο εξωτερικό.

Εν έτει 2018, η Άγκυρα απειλεί πλέον ανοιχτά τους γείτονες με σειρά από νέες εισβολές:

  • Με εισβολές μυστικών πρακτόρων, που έχουν την αποστολή να προχωρήσουν σε απαγωγές «εχθρών» όπως είναι οι «οχτώ» Τούρκοι στρατιωτικοί από χώρες όπως η Ελλάδα ή ο ιεροκήρυκας Φετουλάχ Γκιουλέν από τις ΗΠΑ.
  • Με εισβολές στρατιωτικών δυνάμεων, που στοχεύουν στο να δημιουργήσουν νέα προκεχωρημένα φυλάκια τουρκικού ελέγχου στα εδάφη της Συρίας καθώς και του Ιράκ.
  • Αλλά και με εισβολές… πλωτών μέσων όπως είναι το γεωτρύπανο «Fatih» («Ο πορθητής» ελληνιστί) που βάζει πλώρη για τη Μεσόγειο (αν και υποστελεχομένο) προετοιμάζοντας το έδαφος για νέες παραστάσεις αμφισβήτησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων στις ζώνες Ελλάδας και Κύπρου, ενδεχομένως ακόμη και πριν τις τουρκικές εκλογές της 24ης Ιουνίου.

Θύμα απαγωγής είχε πέσει ωστόσο και ο Οτζαλάν, ενώ στρατιωτική εισβολή είχαμε και στην Κύπρο… με σημαντικά μάλιστα πολιτικά οφέλη σε κάθε περίπτωση για την εκάστοτε τουρκική κυβέρνηση. Εάν το παρελθόν αποτελεί βάση προσανατολισμού, τότε το μέλλον διαγράφεται έμπλεο νέων προκλήσεων, καθώς η Τουρκία βάζει πλέον στο στόχαστρο το Ιράκ από τη μία, και τη Μεσόγειο από την άλλη, κρατώντας παράλληλα ανοιχτά και όλα τα άλλα μέτωπα.

Ιούλιος 1974: Η Τουρκία εισβάλλει στρατιωτικά στην Κύπρο, με πρωθυπουργό τότε τον Μπουλέντ Ετζεβίτ, ηγέτη του κεμαλικού Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP). Ο Ετζεβίτ έρχεται από μια δύσκολή νίκη στις εκλογές του 1973. Πετυχαίνει μεν να επαναφέρει το CHP στην εξουσία έπειτα από απουσία οχτώ ετών, αλλά δεν εξασφαλίζει την αυτοδυναμία. Ως εκ τούτου, αναγκάζεται να συγκυβερνήσει με το Κόμμα Εθνικής Σωτηρίας του ισλαμιστή Νετζεμετίν Ερμπακάν. Η μεταξύ τους συγκυβέρνηση δεν επρόκειτο να μακροημερεύσει. Μεσολαβεί, όμως, η τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Και στις επόμενες εκλογές του 1977, το CHP βγαίνει πρώτο κόμμα, ανεβάζοντας μάλιστα το ποσοστό του κατά εννέα ποσοστιαίες μονάδες, από 33% το 1973 σε σχεδόν 42% το 1977. Για την ιστορία, εκείνο το 42% είναι και το υψηλότερο ποσοστό που έχει λάβει το κεμαλικό CHP στα χρονικά, από την έναρξη διεξαγωγής πολυκομματικών εκλογών στην Τουρκία και μετά.

Φεβρουάριος 1999: Οι τουρκικές μυστικές υπηρεσίες «αρπάζουν» τον ηγέτη του PKK, Αμπντουλάχ Οτζαλάν, από το Ναϊρόμπι και τον στέλνουν «πακέτο» πίσω στην Τουρκία, με πρωθυπουργό τότε στη χώρα και πάλι τον Μπουλέντ Ετζεβίτ. Ο Ετζεβίτ έρχεται από μια μεγάλη ήττα στις εκλογές του 1995, όπου η παράταξή του (τότε το DSP) είχε έρθει τέταρτη. Η κυβέρνηση Ερμπακάν που ήταν ωστόσο τότε στην εξουσία ανατρέπεται με βελούδινο πραξικόπημα το 1997. Μέσα στις πολλές ανακατατάξεις που ακολουθούν, ο Ετζεβίτ χρίζεται υπηρεσιακός πρωθυπουργός – επικεφαλής μειοψηφικής κυβέρνησης, με στόχο να οδηγήσει την Τουρκία σε εκλογές… όπως και γίνεται. Στις επόμενες εκλογές, μόλις λίγους μήνες μετά, τον Απρίλιο του 1999, ο Ετζεβίτ βγαίνει πρώτο κόμμα … ας είναι καλά ο Οτζαλάν. Διόλου τυχαία, στην επόμενη κυβέρνηση θα έχει θέση εταίρου και ο εθνικιστής Ντεβλέτ Μπαχτσελί.

Ιούλιος 2015: Ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αποκηρύσσει ξαφνικά ως «αδύνατη» την ειρήνευση με τους Κούρδους (την οποία ωστόσο ο ίδιος προωθούσε δυναμικά από τα τέλη του 2012), επαναφέροντας έτσι ξανά την Τουρκία (και κυρίως τη Νοτιοανατολική Τουρκία) σε τροχιά καταστροφικών πολεμικών συγκρούσεων. «Μα γιατί η Τουρκία πολεμάει τους Κούρδους που πολεμούν το ISIS;», διερωτώνται οι New York Times τον Αύγουστο του 2015. Η απάντηση θα μπορούσε να αναζητηθεί στην κάλπη. Στις εκλογές του Ιουνίου του 2015, το κυβερνών ισλαμοσυντηρητικό Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) του Ερντογάν χάνει για πρώτη φορά στην ιστορία του την αυτοδυναμία, ενώ αντιθέτως, το φιλοκουρδικό Κόμμα Δημοκρατίας των Λαών (HDP) εισέρχεται για πρώτη φορά στο κοινοβούλιο ως αυτοδύναμη παράταξη σπάζοντας το φράγμα του 10%. Στην πορεία, ο Ερντογάν μπλοκάρει κάθε απόπειρα σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας. Στον αντίποδα μάλιστα, προσφεύγει στη βία, κηρύττοντας εκ νέου τον πόλεμο ενάντια στους Κούρδους. Και κάπως έτσι, στις επόμενες προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου του 2015, το ισλαμοσυντηριτικό AKP… καταφέρνει να ανακτήσει την αυτοδυναμία.

Αύγουστος 2016-Μάρτιος 2017: Αμέσως μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016 αλλά και αμέσως πριν το κρίσιμο δημοψήφισμα για τη σουλτανοποίηση του τουρκικού Συντάγματος τον Απρίλιο του 2017, η συγκεκριμένη περίοδος βρίσκει τον Ερντογάν να ποντάρει στη δημιουργία κλίματος τρόμου εντός και εκτός των συνόρων, για να δικαιολογήσει την κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην οποία έχει υποβάλει τη χώρα, εμφανιζόμενος παράλληλα ο ίδιος ως «ο εκλεκτός προστάτης» της τουρκικής ημισελήνου απέναντι στους ουκ ολίγους εξωτερικούς και εσωτερικούς «εχθρούς». Σε αυτό το πλαίσιο, πραγματοποιεί στρατιωτική εισβολή στη Συρία (με την επιχείρηση «Ασπίδα του Ευφράτη» από τον Αύγουστο του 2016 έως τον Φεβρουάριο του 2017). Παράλληλα, κηρύττει τον «πόλεμο» ενάντια στους «σταυροφόρους» της Ευρώπης σε Γερμανία, Αυστρία, Ολλανδία κ.α. Κι όλα αυτά, για να πείσει τους Τούρκους ψηφοφόρους ότι εκεί έξω παραμονεύουν «εχθροί», απέναντι στους οποίους μπορεί να σταθεί μόνο… ο ίδιος ο Ερντογάν. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος στην κάλπη, η συνταγή θα στεφθεί με επιτυχία, αλλά όχι στο βαθμό που θα ήθελε το καθεστώς. Οι Τούρκοι θα πουν μεν «ναι» στην αναθεώρηση του Συντάγματος, αλλά σε ποσοστό οριακό (51,4% έναντι 48.6%), με τον Ερντογάν να χάνει όλα τα μεγάλα αστικά κέντρα και τις καταγγελίες περί νοθείας να οργιάζουν.

2018: Η χρονιά ξεκινάει με μια νέα στρατιωτική εισβολή στη βορειοδυτική Συρία. Η επιχείρηση με την κωδική ονομασία «Κλάδος Ελαίας» διεξάγεται με την ανοχή της Ρωσίας από τον Ιανουάριο έως τον Απρίλιο, και ολοκληρώνεται επιτυχώς με την απομάκρυνση όλων των κουρδικών δυνάμεων από την ευρύτερη περιοχή του Αφρίν.

Το καθεστώς Ερντογάν επιμένει να προκαλεί στα ανατολικά αλλά και ευρύτερα. Απειλεί ανοιχτά τη Λευκωσία, με αιχμή τις εξελίξεις στα ενεργειακά, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να παρεμποδίσει προγραμματισμένη γεώτρηση της ιταλικής ΕΝΙ στην κυπριακή ΑΟΖ (τον Φεβρουάριο).

Ταυτόχρονα, επιμένει να “γκριζάρει” μέρος του Αιγαίου ρισκάροντας μάλιστα ακόμη και ατυχήματα (με το σκάφος του Ελληνικού Λιμενικού «Γαύδος» τον Φεβρουάριο), ενώ από το Μάρτιο και έπειτα κρατάει ως ομήρους στις τουρκικές φυλακές δύο Έλληνες στρατιωτικούς τους οποίους μάλιστα κατηγορεί για κατασκοπεία.

Παράλληλα, συνεχίζει να κοντράρεται με τις ΗΠΑ (Γκιουλέν, Μπράνσον, F35, S400, Ιντσιρλίκ, Ιερουσαλήμ), με το Ισραήλ (για το Παλαιστινιακό), αλλά και με την Ευρώπη για μια σειρά από θέματα σχετικά με το Ισλάμ αλλά και με το Κουρδικό. Χαρακτηριστικές ήταν οι επιθέσεις του Ερντογάν κυρίως ενάντια στη Γαλλία του Εμανουέλ Μακρόν που πλέον διατηρεί στρατιωτική παρουσία στα εδάφη της Συρίας υπέρ των Κούρδων, καθώς και ενάντια στην Αυστρία του Σεμπάστιαν Κουρτς που μόλις κήρυξε τον «πόλεμο» στο χρηματοδοτούμενο άμεσα από την Τουρκία «πολιτικό Ισλάμ» (με επαπειλούμενες απελάσεις ιμάμηδων και λουκέτο σε τεμένη εντός των αυστριακών συνόρων). Από την οργή του Τούρκου προέδρου δεν έχουν φυσικά γλιτώσει ούτε και οι οίκοι αξιολόγησης (Moody’s, Fitch, Standard & Poor’s) που «τολμούν» να υποβαθμίζουν την τουρκική οικονομία.

Ο κόσμος οδηγείται σε πόλεμο μεταξύ Σταυρού και Ημισελήνου, λέει ο πολεμοχαρής Ερντογάν

Η Τουρκία βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο ήδη από τις 18 Απριλίου, οπότε ο Ερντογάν προχώρησε στη σχετική ανακοίνωση-προκήρυξη εκλογών. Έκτοτε, στο δρόμο προς τις επερχόμενες βουλευτικές και προεδρικές κάλπες της 24ης Ιουνίου, οι τόνοι ανεβαίνουν, με τις δημοσκοπήσεις ωστόσο να προμηνύουν δυσάρεστα (ή τουλάχιστον όχι τόσο ευχάριστα) αποτελέσματα για τον Ερντογάν και τους συν αυτώ.

  • Ο 64χρονος ισλαμιστής ηγέτης είναι πλέον πολύ πιθανό να μην καταφέρει να συγκεντρώσει το 50% που απαιτείται για να εκλεγεί στην προεδρία από τον πρώτο γύρο, ενώ δυσοίωνες διαγράφονται και οι προβλέψεις για τους συσχετισμούς δυνάμεων στο τουρκικό κοινοβούλιο, με το δικομματικό μέτωπο ισλαμιστών-εθνικιστών (AKP-MHP) μάλλον να χάνει την αυτοδυναμία.

Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο Ερντογάν δεν έχει πλέον μεγάλα περιθώρια ελιγμών. Θα πορευθεί στη βάση στρατηγικών που έχουν δοκιμαστεί κατά τρόπο επιτυχημένο στο παρελθόν, με μπούσουλα την ακατάσχετη παροχολογία, την «επένδυση» στο θρησκευτικό αίσθημα, τα παραληρήματα νεο-οθωμανικού μεγαλείου και φυσικά… τη δημιουργία εντάσεων.

“Σωσίβιο” η στρατηγική της έντασης για τον Ερντογάν

Για τον Τούρκο ηγέτη, η στρατηγική της έντασης αποτελεί πλέον μονόδρομο αλλά και σωσίβιο προσωπικής σωτηρίας. Τα μέτωπα, άλλωστε, που έχει εκείνος ανοίξει με τους έξω είναι πολλά και αλληλοεπικαλυπτόμενα. Η στρατηγική της έντασης ίσως να είναι, μάλιστα, και το τελευταίο εναπομείναν δυνατό χαρτί (μαζί με τη νοθεία και τα ανοίγματα προς πολιτικούς άλλων παρατάξεων) που κρατάει στα χέρια του ο Ερντογάν, με δεδομένο ότι πλέον ότι η οικονομία δεν τρέχει πλέον όπως τη χρυσή περίοδο των ετών 2002-2007 που παγίωσαν το AKP στην εξουσία, αλλά με πολλά παραπάνω βαρίδια (διψήφιος πληθωρισμός, απαξίωση της λίρας κ.α.).

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο Ερντογάν προετοιμάζει πλέον το έδαφος για νέες εστίες έντασης. Διαμηνύει ότι Τούρκοι πράκτορες πρόκειται να απαγάγουν όλους τους «εχθρούς» της Τουρκίας από το εξωτερικό και να τους οδηγήσουν σιδηροδέσμιους πίσω στη χώρα, σε μια κίνηση που θυμίζει… Οτζαλάν. Παράλληλα, εμφανίζεται να προωθεί μια νέα τουρκική στρατιωτική εισβολή, αυτήν τη φορά στα εδάφη του βορείου Ιράκ, κοντά στα σύνορα με το Ιράν. Εάν πιστέψουμε, μάλιστα, όσα γράφονται στον Τύπο της γείτονος, τότε οι τουρκικές δυνάμεις βρίσκονται ήδη 30 χλμ. εντός των ιρακινών συνόρων και 50 χλμ. με 80 χλμ. μακριά από τα «κεντρικά» του PKK στα Βουνά Καντίλ.

Σύσσωμη η τουρκική ηγεσία (ο πρόεδρος Ερντογάν, ο πρωθυπουργός Γιλντιρίμ, ο ΥΠΕΞ Μ. Τσαβούσογλου, ο ΥΠΕΣ Σοϊλού, ο αντιπρόεδρος Μποζντάγ, ο Α/ΓΕΕΘΑ Ακάρ κ.α.) έχει διαμηνύσει το τελευταίο διάστημα ότι επίκειται μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση της Τουρκίας στο βόρειο Ιράκ. Η τουρκική αντιπολίτευση στο εσωτερικό κατηγορεί την κυβέρνηση ότι έτσι ενημερώνει τον «εχθρό» για τις επόμενες κινήσεις της, αποκλείοντας το ενδεχόμενο αιφνιδιασμού. Για το καθεστώς Ερντογάν, ωστόσο, στόχος δεν είναι ο αιφνιδιασμός. Είναι η δημιουργία ψηφοθηρικών εντυπώσεων από τη μία, και νέων τελεσμένων στο έδαφος από την άλλη.

Η Άγκυρα γνωρίζει ότι δεν μπορεί στην πραγματικότητα να νικήσει τους Κούρδους στο Καντίλ. Το βόρειο Ιράκ δεν είναι Συρία, για λόγους που έχουν να κάνουν με τη μορφολογία του εδάφους, με τη γεωγραφική θέση κοντά στο Ιράν και φυσικά με την κατάσταση των δυνάμεων στο έδαφος. Ήταν, μάλιστα, η απέλαση του Οτζαλάν από τη Συρία το 1998, που είχε οδηγήσει τότε τους αντάρτες του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK) πιο «βαθιά» στο βουνά Καντίλ, όπου άλλωστε διατηρούσαν στρατιωτική παρουσία ήδη από τη δεκαετία του 1980. Πίσω στο παρόν, το καλύτερο στο οποίο μπορεί να ελπίζει η Άγκυρα είναι να κόψει κάποιες από τις γραμμές ανεφοδιασμού του PKK… και φυσικά να εξαργυρώσει την όποια «επιτυχία» της με ψήφους στο εσωτερικό. Οι πολίτες εμφανίζονται, άλλωστε, σε ποσοστό 55,7% να στηρίζουν τις τουρκικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, σύμφωνα με δημοσκόπηση του Κέντρου Τουρκικών Σπουδών του πανεπιστημίου Kadir Has της Κων/πολης.

  • Τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν απαραίτητα τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

 

Νέος άξονας των ΗΠΑ στη Μεσόγειο: Ασκήσεις επί χάρτου με φόντο την Ελλάδα και την Κύπρο

 

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: