ΟΙ ΕΞΙ ΘΑΝΑΤΟΙ ΤΟΥ ΤΖΟΡΤΖ ΠΟΛΚ
Συγγραφείς: Κώστας Παπαϊωάννου και Μιχάλης Ιγνατίου
Εκδοτικός Οίκος ΠΑΤΑΚΗ
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ: Την Κυριακή 16 Μαΐου 1948, πριν από 70 ακριβώς χρόνια, βρέθηκε από έναν βαρκάρη να πλέει στη θάλασσα του Θερμαϊκού το πτώμα του τριανταπεντάχρονου Αμερικανού δημοσιογράφου Τζωρτζ Πολκ. Είχε δολοφονηθεί, πριν μια εβδομάδα (όταν χάθηκαν τα ίχνη του), με μια σφαίρα «εξ επαφής» στο πίσω μέρος του κεφαλιού, ήταν δεμένος χειροπόδαρα και τα ψάρια είχαν φάει τα μάτια του.
Η Ελλάδα είχε αποκτήσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις Ηνωμένες Πολιτείες από την άνοιξη του 1947, λόγω της αμερικανικής βοήθειας για την ανασυγκρότηση της χώρας με το «Δόγμα Τρούμαν» και την εξαγγελία του «Σχεδίου Μάρσαλ» καθώς και του Εμφυλίου, ο οποίος έπρεπε να τερματιστεί με «την συντριβήν των κομμουνιστοσυμμοριτών».
Τον Ιανουάριο του 1947 ήρθε στην Αθήνα ο κυβερνητικός αξιωματούχος των ΗΠΑ Πολ Α. Πόρτερ, νομικός και πρώην δημοσιογράφος, επικεφαλής ενδεκαμελούς της Αμερικανικής Οικονομικής Αποστολής, με αντικείμενο και «τον προσδιορισμό του ύψους της εξωτερικής βοήθειας την οποία είχε ανάγκη η χώρα για την οικονομική ανάκαμψη και ανοικοδόμησή της».
Ο Πόρτερ επισκέφτηκε διάφορες περιοχές της χώρας, τέλειωσε την έρευνά του στις 22 Μαρτίου και, σαράντα μέρες μετά, ανακοίνωσε τα αποτελέσματά της: συνέταξε την «Έκθεση Πόρτερ», ένα σημαντικό οικονομικό και πολιτικοκοινωνικό κείμενο.
Ο Πολκ, δέκα μήνες μετά την έλευσή του, δολοφονήθηκε! Η νέα χρονιά είχε ξεκινήσει καλά: εξασφάλισε μια ετήσια δημοσιογραφική υποτροφία, την «Νίμαν» στο Χάρβαρντ και είχε ήδη κλείσει θέσεις για να επιστρέψει στις ΗΠΑ με τη σύζυγό του στις 20 Μαΐου. Λίγο πριν φύγει, αποφάσισε να επισκεφθεί για λίγες μέρες τη Βόρεια Ελλάδα.
Τώρα, ανεξάρτητα από την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, τα προβλήματα κλπ. μετά τη δολοφονία του δημοσιογράφου (στην πραγματικότητα: εκτέλεση!), έπρεπε Αμερικανοί, Έλληνες και Βρετανοί να κάνουν το παν για να ανακαλύψουν τους δολοφόνους. Έκαναν το παν για να τους συγκαλύψουν!
Αγνόησαν ό,τι στοιχεία υπήρχαν, αγνόησαν τα πραγματικά περιστατικά (εκτός από δύο που δεν άλλαζαν: ότι είχε δολοφονηθεί με μια σφαίρα στο κεφάλι και ότι το τελευταίο του φαγητό ήταν μια τεράστια ποσότητα αστακού με μπιζέλια που βρέθηκαν αμάσητα στο στομάχι του) και κατασκεύασαν μια εξ ολοκλήρου δική τους εκδοχή για τη δολοφονία, επιλέγοντας τα πρόσωπα που θα χρησιμοποιούσαν.
Ο Πολκ μπήκε σε μια βάρκα νομίζοντας ότι θα τον μεταφέρει στην απέναντι πλευρά των ανταρτών, ο Μουζενίδης όμως τον εκτέλεσε, παρουσία του Βασβανά, ενός άλλου άγνωστου κομμουνιστή και του Στακτόπουλου – μοναδικού αυτόπτη μάρτυρα που συνελήφθη, αφού οι άλλοι επέστρεψαν στο βουνό… Ο Στακτόπουλος καταδικάστηκε σε ισόβια (και έμεινε 12 χρόνια στη φυλακή – αποφυλακίσθηκε το 1960), η συγκατηγορούμενη μητέρα του αθωώθηκε, οι δύο κύριοι δράστες καταδικάσθηκαν (σε χωριστή δίκη) ερήμην σε θάνατο.
Με την πάροδο του χρόνου, αποδείχθηκε ότι ο Μουζενίδης ήταν ήδη νεκρός την ημέρα της δολοφονίας και ο Βασβανάς, αντισυνταγματάρχης του ΔΣΕ και Πολιτικός Επίτροπος της VI Μεραρχίας στην Κεντρική Μακεδονία, βρισκόταν πολύ μακριά από την πόλη. Όπως και αποδείχθηκε ότι όλα όσα «ομολόγησε» ο Στακτόπουλος δεν είχαν καμιά σχέση με την πραγματικότητα: το σενάριο ήταν βιαστικά και πρόχειρα κατασκευασμένο…
Μετά τη δικτατορία, ο Βασβανάς από τη Ρουμανία όπου ζούσε έκανε τέσσερις αιτήσεις επαναπατρισμού (για να έρθει εδώ και να δικαστεί), οι οποίες απορρίφθηκαν, και ο Στακτόπουλος τέσσερις αιτήσεις για επανάληψη της διαδικασίας στον Άρειο Πάγο (μία ο ίδιος και τρεις η σύζυγός του μετά τον θάνατό του), οι οποίες απορρίφθηκαν επίσης. Ο φάκελος της δολοφονίας του Τζορτζ Πολκ αντέχει διαχρονικά: δεν πρέπει να ανοίξει και έτσι το κατασκευασμένο σενάριο του 1948-49 για τη συγκάλυψη της δολοφονίας εξακολουθεί να παραμένει η επίσημη εκδοχή για τη δολοφονία, μέχρι σήμερα, 70 χρόνια μετά…