Του πρέσβη επί τιμή Αλέξανδρου Π. Μαλλιά*
Η οικονομία είναι ο θεμελιώδης πυλώνας της εθνικής μας ισχύος και ασφάλειας, που μας επιτρέπει να ασκούμε πειστική και αποτελεσματική εξωτερική πολιτική και ισχυρή αποτρεπτική πολιτική. Λυπούμαι αν κάποιος ή κάποιοι για λόγους εντυπωσιασμού και προσωπικών επιδιώξεων δυσκολεύονται να αντιληφθούν και να ενστερνισθούν αυτή την άβολη πραγματικότητα.
Ο κύκλος της ιστορίας στον οποίο βρισκόμαστε, επιβάλλει να συνειδητοποιήσουμε ότι κανείς –τουλάχιστον στο βαθμό που εμείς ελπίζουμε– δεν θα προστρέξει αυτόματα εις βοήθεια. Η παρατήρηση αυτή δεν αφορά μόνο στην Ελλάδα. Αφορά όμως κυρίως την Ελλάδα.
Ισχυρίζομαι ότι, ειδικά στη φάση αυτή των διεθνών σχέσεων, ανισορροπιών, απορρύθμισης συμφερόντων και επαναδιάταξης συμμαχιών, πρέπει επιτέλους να μπορέσουμε να σταθούμε όρθιοι μόνοι μας. Η σταθεροποίηση και ανόρθωση της οικονομίας και η επιστροφή της Ελλάδος στην κατηγορία των «κανονικών» χωρών είναι ο βασικός πυλώνας, η συνθήκη εκ των ων ουκ άνευ, για την προοπτική ανάκτησης του χαμένου χρόνου και χώρου και για την προαγωγή της εθνικής μας ασφάλειας.
Οι συμμαχίες και οι εταιρικές σχέσεις πάσης φύσεως και μορφής (Ευρωπαϊκή Ένωση και ΝΑΤΟ) είναι καλές, αναγκαίες και απαραίτητες. Έχουν όμως επικουρικό και μόνο χαρακτήρα σε περίπτωση στρατιωτικής απειλής που προέρχεται μάλιστα από κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ. Ας συνυπολογίσουμε επίσης ότι τουλάχιστον άνω των δεκαπέντε χωρών-μελών του ΝΑΤΟ έχουν καθημερινά διαφορετική από την Ελλάδα αίσθηση και αντίληψη της μόνιμης και διαρκούς προέλευσης της κύριας απειλής (Ρωσία) κατά της δικής τους ασφάλειας. Παρά τις θετικές κινήσεις και αναγκαίες προσπάθειες που καταβάλλει η Αθήνα, υπάρχει μια ομάδα χωρών του ΝΑΤΟ που θεωρεί ότι η Ελλάδα –προφανώς δε και άλλοι σύμμαχοι– τηρεί επαμφοτερίζουσα πολιτική ίσων αποστάσεων μεταξύ απειλουμένων και απειλής (Ρωσία). Ως γενική θέση, θα τολμούσα να υποστηρίξω ότι, πράγματι, οι περί ΝΑΤΟ διαπιστώσεις του Προέδρου κ. Ντόναλντ Τραμπ ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Για να μην χρειασθεί να επεκταθώ περισσότερο, σημειώνω μόνον ότι με τη Μεγάλη Βρετανία, τη σημερινή Ρωσία και τις ΗΠΑ ως Μόνιμα Μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, θα ήταν αφελές και ουτοπικό να πιστεύει κανείς στον αυτοματισμό των αντιδράσεων του ΟΗΕ σε θέματα που αφορούν στην Ελλάδα και στην Κύπρο.
Σήμερα, παρ’ όλες τις διαβεβαιώσεις και τις δημόσιες δηλώσεις εκπροσώπων της, η Ρωσία σταθερά προωθεί και τα δικά της συμφέροντα στην Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή σε συνεργασία στο υψηλότερο πολιτικό επίπεδο με την Τουρκία.
Τα ζωτικά εθνικά συμφέροντα των ΗΠΑ και της Ρωσίας, που διακυβεύονται στην ευρύτερη περιοχή της Ευρασίας, απαιτούν την, έστω χωρίς ενθουσιασμό αλλά λόγω ανάγκης, συνεργασία με την Τουρκία του Προέδρου Ερντογάν.
Επιστρέφω στο 1976. Μια αναγκαστική παρένθεση. Θα μπορούσε να αποτελέσει πρότυπο για τον σχεδιασμό και την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής. Η Ελλάδα, στη διαδικασία της δημοκρατικής και εθνικής ανόρθωσης, με Πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, προετοίμαζε από καιρό την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης της Χάγης. Η τουρκική απειλή, καθώς και πολιτικές εκτιμήσεις που αφορούσαν στις αντιδράσεις της κοινής γνώμης, τελικά επέβαλαν και την ταυτόχρονη προσφυγή στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Προετοιμάζοντας το έδαφος, σε ειδική συνεδρίαση της Βουλής στις 17 Απριλίου 1976, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε αναπτύξει ένα ολοκληρωμένο πλέγμα θέσεων έναντι της Τουρκίας, που περιελάμβανε και τα ακόλουθα σημεία:
Η τελευταία παράγραφος ειδικά από μόνη της αποτελεί την επιτομή μιας ολοκληρωμένης έναντι της γειτονικής Τουρκίας εθνικής θέσης.
Η κλιμάκωση από την Τουρκία σε επικίνδυνο βαθμό της κρίσης και η προσπάθεια δημιουργίας, μετά την εισβολή στην Κύπρο, «τετελεσμένων γεγονότων» και στο Αιγαίο έγινε με την έξοδο του τουρκικού ερευνητικού σκάφους «Χόρα». Οι δραστηριότητες του «Χόρα» και επί της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, όπως ακριβώς τώρα επαναλαμβάνονται, συνοδεύτηκαν από απειλητικές δηλώσεις των ιθυνόντων της Τουρκίας και συγκέντρωση στρατιωτικών δυνάμεων στις Μικρασιατικές ακτές. Τότε, όπως άλλωστε και τώρα, οι ενέργειες της Άγκυρας δημιουργούσαν κίνδυνο σύρραξης.
Οι προκλήσεις της Άγκυρας, επί Πρωθυπουργίας Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, κορυφώθηκαν τον Αύγουστο. Στις 10 Αυγούστου 1976 κατετέθη προσφυγή της Ελλάδος στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Ακολούθησαν έντονες διπλωματικές κινήσεις στη Νέα Υόρκη και την Ουάσινγκτων, τόσο της Ελλάδος όσο και της Τουρκίας.
Η Απόφαση 395/25 Αυγούστου 1976 του Συμβουλίου Ασφαλείας, που υιοθετήθηκε με βάση το σχέδιο που είχαν επεξεργασθεί αρχικά τρία ευρωπαϊκά μέλη του, δηλαδή η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία ως Μόνιμα και η Ιταλία ως μη Μόνιμο, έγινε δεκτή με ικανοποίηση από την Αθήνα.
Παρά το γεγονός ότι το Διατακτικό της –μετά από βρετανικές παρεμβάσεις οι οποίες δεν μας εκπλήσσουν– ήλθε πιο κοντά στις τουρκικές θέσεις σε σύγκριση με το αρχικό Σχέδιο Απόφασης.
Γιατί χρειάζεται να ανατρέχει κανείς τόσο πίσω; Η απάντηση είναι ότι, κατά την Πρακτική του ΟΗΕ, σε περίπτωση που χρειασθεί, αν συντρέξουν οι προϋποθέσεις και το επιβάλλουν οι εξελίξεις, το Συμβούλιο Ασφαλείας θα αποφανθεί επί μιας ενδεχόμενης προσφυγής μας ανατρέχοντας και στο Διατακτικό της Απόφασης του 1976. Παρά τις σημαντικές διαφορές τού τότε με το σήμερα.
Σε δηλώσεις του προς τους δημοσιογράφους, στις 9 Αυγούστου 1976 αμέσως μετά τη συνάντησή του με τον Πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή, είχε μεταξύ άλλων δηλώσει ότι «…Προσφυγή στο Συμβούλιο Ασφαλείας θα αποτελούσε μέγα σφάλμα, διότι το Συμβούλιο Ασφαλείας δεν πρόκειται να πάρη θέση με κανένα τρόπο πάνω στα δικαιώματα των δυο χωρών στην υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου. Το μόνο που μπορεί να κάνη το Συμβούλιο Ασφαλείας είναι να απαιτήση από τις δυο χώρες να μην υπάρξη στρατιωτική αναμέτρηση. Κάτι που θα εξασφάλιζε στην Τουρκία επιχειρήματα για την παραβίαση της ελληνικής υφαλοκρηπίδος, διότι θα δημιουργούσε αποφασιστικά τετελεσμένα γεγονότα».
Αν με τα σημερινά δεδομένα θα θέλαμε να σταθμίσουμε τα υπέρ και τα κατά της επανάληψης του περιεχομένου μιας ανάλογης Απόφασης –πράγμα που δεν είναι δεδομένο ούτε εξασφαλισμένο–, δύσκολα θα μπορούσε να αντιταχθεί κανείς με επιχειρήματα κατά της χρησιμότητάς της. Το εγχείρημα όμως απαιτεί σκληρή δουλειά, συνένωση γνώσης και δυνάμεων, πειθώ και αξιοπιστία. Υπάρχει επίσης η ανάγκη κατάλληλης προετοιμασίας της διεθνούς κοινότητας η οποία –όπως και οι άμεσα ενδιαφερόμενες και εμπλεκόμενες στην κρίση χώρες– έχει «εθισθεί» σε συγκεκριμένα αντανακλαστικά.
Με την Απόφαση 395 (1976) το Συμβούλιο Ασφαλείας:
«1. Κάνει έκκληση στις Κυβερνήσεις της Ελλάδος και της Τουρκίας να ασκήσουν μεγίστη συγκράτηση στην παρούσα κατάσταση.
Να σημειωθεί, ακόμη, ότι η Ελλάδα είχε επίσης ζητήσει τη λήψη προσωρινών μέτρων κατά της Τουρκίας, ενώ η Τουρκία επεδίωκε αναφορά των θέσεών της ως προς τα νησιά του Αιγαίου.
Κατά συνέπεια, όπως έχουμε και εμείς πικρά διαπιστώσει με αφορμή την τουρκική εισβολή και κατοχή στην Κύπρο, τα «τετελεσμένα γεγονότα» μιας στρατιωτικής επιχείρησης δύσκολα ανατρέπονται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
[1] Αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή, τόμος 9, σελ. 281.