H διαμεσολάβηση έρχεται να αλλάξει δυναμικά τον τρόπο που λύνουμε τις διαφορές μας




Του Δημήτρη Β. Θεοχάρη

Η διαμεσολάβηση έρχεται δυναμικά στη ζωή μας από τον ερχόμενο Σεπτέμβριο. Για όσους δεν γνωρίζουν, πρόκειται για μια διαδικασία εξωδικαστικής διευθέτησης διαφορών, κατά την οποία όσοι διαφωνούν ορίζουν έναν τρίτο, το διαμεσολαβητή, ο οποίος κάνοντας χρήση κατάλληλων τεχνικών αλλά και της ίδιας της διαμεσολαβητικής διαδικασίας, τους βοηθά να καταλήξουν σε μια συμφωνία.

Ο διαμεσολαβητής δεν είναι δικαστής και δεν καταλήγει σε μια απόφαση που δεσμεύει τα εμπλεκόμενα μέρη ερήμην τους.

Αντιθέτως λειτουργεί καταλυτικά και καταφέρνει, σε ποσοστά που αγγίζουν το 50%, να οδηγεί τα μέρη σε μια συμφωνία, αμοιβαία αποδεκτή. Έχει δε αποδειχτεί ότι όταν έχουμε επιτυχή κατάληξη της διαδικασίας τελικά διατηρείται και η σχέση όσων αρχικά διαφωνούσαν, σε αντίθεση με τη δικαστική προσφυγή. Η διαμεσολάβηση δεν είναι απλή διαπραγμάτευση. Δεν είναι κάτι που «ούτως ή άλλως κάνουμε», γιατί ο νόμος την έχει προικίσει με συγκεκριμένα όπλα.

  • Συγκεκριμένα, η ίδια η διαδικασία αλλά και η τελική απόφαση των μερών, εφόσον το επιθυμούν, προστατεύεται με το πέπλο το απορρήτου, άπαντες δε οι εμπλεκόμενοι δεν μπορούν να καταθέσουν μετά ως μάρτυρες σε οποιαδήποτε δίκη, αν η διαφορά δεν διευθετηθεί. Μάλιστα η τελική συμφωνία έχει την ισχύ δικαστικής απόφασης και εκτελείται όμοια με αυτήν.

Ο θεσμός αυτός εφαρμόζεται στο εξωτερικό εδώ και δεκαετίες, γνωρίζοντας ιδιαίτερη επιτυχία ιδίως σε εμπορικές, αστικές και οικογενειακές διαφορές, ελαφρύνοντας και τον όγκο που βαρύνει τα δικαστήρια. Στην Ελλάδα ξεκίνησε να εφαρμόζεται το 2010 σε αμιγώς εθελοντική βάση, χωρίς ιδιαίτερα πρακτική επιτυχία. Έτσι ο νομοθέτης πρόσφατα υιοθέτησε το Ιταλικό μοντέλο, που λειτουργεί στη γείτονα με ιδιαίτερη επιτυχία.

Συγκεκριμένα, έχει οριστεί (με το Νόμο 4512.2018) ότι για συγκεκριμένες υποθέσεις και προ της προσφυγής στα δικαστήρια τα μέρη πρώτα πρέπει να κάθονται σε ένα τραπέζι με το δικηγόρο τους, όπου παρουσία διαμεσολαβητή θα τους δίνεται η δυνατότητα να επιλύσουν τη διαφορά τους εξωδικαστικά. Φυσικά ο κάθε ένας έχει δικαίωμα να αποχωρήσει ανά πάσα στιγμή, χωρίς κυρώσεις. Αν ωστόσο δεν εμφανιστεί καθόλου στη διαδικασία, το δικαστήριο στη συνέχεια μπορεί να του επιβάλλει σημαντικές κυρώσεις. Πρόκειται για υποθέσεις οικογενειακού δικαίου, για τροχαία ατυχήματα, για αντιδικίες γειτονικού δικαίου και μεταξύ κατοίκων πολυκατοικίας, για εμπορικές (σχετικά με σήματα, ευρεσιτεχνίες) και χρηματιστηριακές διαφορές καθώς και τα ιατρικά σφάλματα.

Το μοντέλο αυτό, όπως δοκιμάστηκε στην Ιταλία, απέδειξε ότι στο 50% των υποθέσεων, τα μέρη αποφασίζουν να προχωρήσουν σε διαμεσολάβηση και δεν αποχωρούν από την αρχή, ενώ από τις 200.000 διαμεσολαβήσεις που πραγματοποιούνται ετησίως, διαπιστώνεται τελικά ποσοστό επιτυχίας, που αγγίζει το 50%, με αποτέλεσμα μεταξύ άλλων να έχει βελτιωθεί σημαντικά ο συνολικός χρόνος απονομής δικαιοσύνης κατά περίπου 18%. Η υποχρεωτική συμμετοχή σε διαμεσολάβηση σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει υποχρεωτική συμφωνία. Τα μέρη υποχρεώνονται απλώς να εμφανιστούν στην έναρξη της διαδικασίας.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο πρόσφατα μάλιστα αποφάνθηκε ότι παρόμοια μέτρα είναι απολύτως νόμιμα και συμβατά με το κατοχυρωμένο δικαίωμα του πολίτη για πρόσβαση στο φυσικό του δικαστή, τάσσοντας κάποιες προϋποθέσεις, που ο ελληνικός νόμος φρόντισε να τηρήσει.

Στην Ελλάδα αντίστοιχο μοντέλο λειτουργεί με μεγάλη επιτυχία μέχρι σήμερα μόνο για τις διαφορές που αφορούν σε συλλογικές εργατικές διαφορές, όπου λειτουργούν μεσολαβητικά οι μεσολαβητές του Ο.ΜΕ.Δ., γεγονός που αποδεικνύει ότι παρόμοια μέτρα, εφόσον στηριχθούν θεσμικά, στην πράξη λειτουργούν περίφημα. Ο Έλληνας νομοθέτης αποφάσισε να υιοθετήσει ένα επιτυχημένο και δοκιμασμένο μοντέλο του εξωτερικού, χωρίς μάλιστα να κινείται στα πλαίσια κάποιας μνημονιακής επιταγής. Οι δε εκπαιδευμένοι διαμεσολαβητές, που υπερβαίνουν σήμερα τους 2.000 καλούνται να αποδείξουν από το Σεπτέμβριο ότι και στην Ελλάδα μπορεί να λειτουργήσει ένας θεσμός, ο οποίος, όπου έχει εισαχθεί με αυτή τη μορφή, έχει επιδείξει εξαιρετικά αποτελέσματα.

Με τον τρόπο αυτό μπορεί να βελτιωθεί και το δικαστικό σύστημα απονομής δικαιοσύνης και η χώρα μας να ξεκολλήσει από τις τελευταίες θέσεις που συνήθως καταλαμβάνει στις σχετικές διεθνείς αξιολογήσεις των δικαστικών συστημάτων. Εξάλλου, η διαμεσολάβηση όπως και τα υπόλοιπα μέσα εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών έρχονται να λειτουργήσουν επιβοηθητικά του δικαστικού συστήματος και όχι ανταγωνιστικά αυτού, προσφέροντας λύσεις, σύντομα και οικονομικά, ιδίως σε τομείς όπου η διατήρηση των σχέσεων των εμπλεκομένων πλευρών είναι σημαντική.

Δημήτρης Θεοχάρης είναι δικηγόρος, διαμεσολαβητής και εκπαιδευτής διαμεσολαβητών. Διδάσκει το δίκαιο της διαμεσολάβησης και μαθήματα εμπορικού δικαίου, ως λέκτορας στο νομικό τμήμα του Πανεπιστημίου Frederick της Κύπρου. Έχει συγγράψει το μοναδικό έως τώρα διδακτορικό πάνω στη διαμεσολάβηση, που έχει μάλιστα δημοσιευτεί καθώς και σειρά άρθρων. Απασχολείται με τη διαμεσολάβηση ήδη από το 2007 και μεταξύ άλλων συμμετείχε στην νομοπαρασκευαστική επιτροπή του ΥΔΔΑΔ, που κατέληξε στο καινούριο νόμο για τη διαμεσολάβηση. Έχει συμμετάσχει ως εισηγητής σε σειρά συνεδρίων σχετικών με τη διαμεσολάβηση και τα άλλα μέσα εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών.

  • Τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν απαραίτητα τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της. Επίσης απαγορεύεται δια νόμου η αναδημοσίευση των σχολίων χωρίς τη γραπτή έγκριση της ιστοσελίδας.

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: