Για να μην ξεχνάμε την ιστορία μας: Την 23η Απριλίου 1827 πέθανε ο Γεώργιος Καραϊσκάκης




Γράφει ο Δρ. Αυγουστίνος (Ντίνος) Αυγουστή

Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης γεννήθηκε το 1780 στο Μαυρομάτι Καρδίτσας και ήταν καρπός της σχέσης του Αρματωλού Δημήτριου Καραΐσκου και της μοναχής Ζωής Ντιμισκή, από τη Σκουληκαριά, πρώτης εξαδέλφης του οπλαρχηγού Γώγου Μπακόλα.

Το επίθετό του είναι χαϊδευτικό υποκοριστικό του Καραΐσκος, που έφερε ο πατέρας του ήρωα, Δημήτριος Ίσκος ή Καραΐσκος, Καράς επειδή ήταν μελαμψός. Πρόκειται για σύνθετη λέξη από το τουρκικό kara (μαύρος) και το παλαιότερο οικογενειακό όνομα Ίσκος.

Στην παιδική του ηλικία έλαβε το προσωνύμιο το Καραϊσκάκι δηλαδή το άτυχο Καραϊσκόπουλο, λόγω της ορφάνιας του και της παραμέλησής του από τον πατέρα και τα αδέλφια του. Ο ίδιος υπέγραφε επίσημα Καραΐσκος όπως φαίνεται και στη σφραγίδα του 1816.

Η μητέρα του, μετά τον θάνατο του Ιωάννη Μαυρομματιώτη, που ήταν ο πρώτος σύζυγός της, έγινε καλόγρια. Γράφει ο Δ. Φωτιάδης:

  • «Μετά που πέθανε ο άντρας της, θες τα λόγια του κόσμου, θες η φτώχεια, θες η συνήθεια, την έκαναν να καλογερέψει και να μπει καντηλανάφτισσα στο μοναστήρι του Άη Γιώργη, που γνώριμος ή συγγενής της ήταν ο γέρος ηγούμενος. Κάτω όμως από το μαύρο ράσο έβραζε το αίμα της. Η ζωή της γύρευε τα δικαιώματα της, που μάταια προσπάθησε να πνίξει. Εκεί στα 1780, κονάκιασε, ως φαίνεται, στο μοναστήρι ο φοβερός Δημήτρης Καραΐσκος, αρματωλός του Βάλτου. Λιμπίστηκε την ομορφιά της νιας καλογριάς, την έμπλεξε στα δίχτυα του και πλάγιασε μαζί της. Η Ελλάδα της χρεωστάει έναν από τους πιο λαμπρούς ήρωες του Εικοσιένα».

Μεγάλωσε με τους θετούς γονείς του, μια οικογένεια Σαρακατσάνων, αφού η μητέρα του τον εγκατέλειψε μη αντέχοντας το διασυρμό μιας παράνομης σχέσης και πέθανε όταν ήταν οκτώ ετών. Μεγάλωσε ανάμεσα σε ξένους τρώγοντας ξύλο και μπομπότα… Ένα κουρέλι σκέπαζε το κορμί του ό,τι καιρό και αν έκανε! Τα γυμνά του πόδια συνήθισαν στις κοφτερές πέτρες, στις τσουκνίδες και στα χιόνια. Φτώχεια και μιζέρια γύρω του. Γι’ αυτό και συμπονούσε τον αδύναμο και κατηγορούσε όσους του φέρνονταν άδικα. Συχνά όταν μεγάλωσε έλεγε: «Όποιος γίνεται αφέντης χωρίς να γίνει πριν δούλος, είναι μπάσταρδος αφέντης κι αλλοίμονο στον δούλο».

Ο Καραϊσκάκης ήταν αδύνατος, φιλάσθενος (έπασχε από φυματίωση), μέτριος το ανάστημα, ιδιαίτερα νευρικός, οξύθυμος και βωμολόχος. Αλλά είχε χαλύβδινη θέληση, δύναμη σκέψης και κριτικής και ιδιαίτερη ικανότητα στην ταχύτατη λήψης και εκτέλεσης αποφάσεων.. Ένας πραγματικός ηγέτης. Άλλο ζήτημα αν, όπως έλεγε ο ίδιος, ο χαρακτήρας του τον έκανε να είναι άλλοτε άγγελος και άλλοτε διάβολος. Κι όταν αποφάσισε να γίνει άγγελος έγινε ο τρόμος των τυράννων.

  • Μαύρα κι άραχλα στάθηκαν τα παιδικά του χρόνια. Ένα μονάχα πράγμα θάμπωνε τότε το νου του: Οι αμαρτωλοί και οι κλέφτες που περνούσαν από μπροστά του!  Κατάλαβε πως είχαν δικό τους μπαϊράκι, γεμάτοι παλληκαριά κι αξιοσύνη… Αφουγκραζόταν τα τραγούδια τους και λίγο-λίγο τα μάθαινε: «Πασά μου έχω το σπαθί, βεζίρι το ντουφέκι. Κάλλιο να ζω με τα θεριά, παρά να ζω με Τούρκους….». Όταν τα άλλα παιδιά τα νταντεύουν αυτός είχε κιόλας αρχίσει τον αγώνα. Ο Μακρυγιάννης γράφει πως από δέκα χρονών παιδί γίνηκε κλέφτης. Μάζεψε κι άλλα παιδιά κι έκανε δικό του μπαϊράκι.

Νεαρός έπεσε στα χέρια του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, του πιο αδίστακτου Τουρκαλβανού, όπου και φυλακίσθηκε για «παράνομες» πράξεις, μαζί με άλλα παλληκάρια που αργότερα έγιναν φόβος και τρόμος της Τουρκιάς. Περί το 1804 εγκαταλείπει τον Αλή Πασά κι ενώνεται με το σώμα του περίφημου κλέφτη Κατσαντώνη και γίνεται το πρωτοπαλίκαρο του. Συμμετέχει και διακρίνεται σε πολλές μάχες κατά του πρώην  «αφεντικού» του.

Κατά τους πρώτους μήνες του 1821 προσπάθησε ανεπιτυχώς να εξεγείρει σε επανάσταση κατά των Τούρκων την περιοχή της Βόνιτσας. Ύστερα, πήγε στα  Τζουμέρκα όπου εκεί ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης, που δεν άργησε να διαδοθεί στις όμορες επαρχίες και από εκεί στο Μακρυνόρος όπου και συμμετείχε ο ίδιος στις μάχες με τους Τούρκους.

Τον Μάιο οργανώνει στρατόπεδο με άλλους οπλαρχηγούς της Δυτικής Στερεάς στο Πέτα της Άρτας. Συμμετέχει στις μάχες κατά των Τούρκων στο Κομπότι (30 Μαΐου και 8 Ιουνίου), αλλά τραυματίζεται και αποσύρεται για θεραπεία.

  • Τον Σεπτέμβριο μαζί με άλλους οπλαρχηγούς καταλαμβάνει την Άρτα. Το 1822 εμπλέκεται σε διαμάχη με τον κλεφτοκαπετάνιο Γιαννάκη Ράγκο, εκλεκτό του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, για το αρματολίκι των Αγράφων. Από τότε χρονολογείται και η διένεξή του με τον φαναριώτη πολιτικό.

Στις 15 Ιανουάριου του 1823, ο Καραϊσκάκης σημειώνει την μεγαλύτερη του νίκη κατά των Τούρκων στη Μάχη του Σοβολάκου. Στα μέσα του 1823 προάγεται σε στρατηγό, αλλά η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται από τη φυματίωση και καταφεύγει για ανάπαυση στο μοναστήρι του Προυσού.

Κατά τη διάρκεια του πρώτου εμφυλίου πολέμου, ο Μαυροκορδάτος (η πιο αμφιλεγόμενη προσωπικότητα της Επανάστασης μαζί με τον Κολλέτη) τον κατηγορεί για πράξη εσχάτης προδοσίας και τον σύρει σε δίκη στο Αιτωλικό (1η Απριλίου 1824). Παρότι διαπιστώνεται η ανακρίβεια των κατηγοριών, ο Καραϊσκάκης θα αποστερηθεί όλων των αξιωμάτων του και θα αναγκασθεί να καταφύγει στο Καρπενήσι. Στα μέσα του 1824 μεταβαίνει στο Ναύπλιο, έδρα της κυβέρνησης, με σκοπό να αποδείξει την αθωότητά του.

Η επανάσταση κινδυνεύει και η κυβέρνηση αποφασίζει να στείλει τον Καραϊσκάκη στη Στερεά Ελλάδα, για να αναζωπυρώσει τις επιχειρήσεις κατά των Τούρκων. Τον Μάιο του 1825 φθάνει στο Δίστομο και αποτρέπει την κατάληψη του χωριού από τους Τούρκους της Άμφισσας.

Μετά την πτώση του Μεσολογγίου και την καταστολή της επανάστασης στη Δυτική Στερεά Ελλάδα, ο Καραϊσκάκης θα μεταβεί στο Ναύπλιο και θα ζητήσει από την κυβέρνηση οικονομική ενίσχυση για να απελευθερώσει τη Στερεά Ελλάδα.

Τον Ιούλιο του 1826 διορίζεται αρχιστράτηγος της Ρούμελης, με πλήρη δικαιοδοσία. Η πρώτη του ενέργεια ήταν να ανακουφίσει τους πολιορκημένους της Ακρόπολης της Αθήνας. Στις 6 Αυγούστου κατατροπώνει τους Τούρκους στο Χαϊδάρι και θα επαναλάβει τη νίκη του δύο ημέρες αργότερα.

Παρότι σοβαρά άρρωστος, θα επιχειρήσει εκστρατεία προς τη Δόμβραινα τον Οκτώβριο για να αποκόψει τον ανεφοδιασμό του Κιουταχή που πολιορκούσε την Ακρόπολη. Θα εκκαθαρίσει την περιοχή και στις 24 Νοεμβρίου του 1826 θα σημειώσει μεγαλειώδη νίκη επί των Τούρκων στην Αράχωβα, σε μία πολυήμερη μάχη, που θα αναδείξει τις στρατηγικές του ικανότητες. Για τους κατακτητές ήταν η δεύτερη μεγάλη καταστροφή μετά τα Δερβενάκια.

  • Μετά τη διασφάλιση της κεντρικής Στερεάς Ελλάδας επιστρέφει στην Αττική για να αντιμετωπίσει τον Κιουταχή, που συνεχίζει την πολιορκία της Ακρόπολης (28 Φεβρουαρίου 1827). Θα σημειώσει δύο σπουδαίες νίκες, στο Κερατσίνι (4 Μαρτίου) και στο μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα (13 Απριλίου).

Στις 21 Απριλίου του 1827 οι ελληνικές δυνάμεις είχαν στρατοπεδεύσει στο Φάληρο για να αντιμετωπίσουν σε μία ακόμη μάχη τον Κιουταχή. Την αρχιστρατηγία είχαν αναλάβει οι άγγλοι φιλέλληνες Ριχάρδος Τσορτς και ο Τόμας Κόχραν, με απόφαση της Γ’ Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας. Ο Καραϊσκάκης είχε διαφωνήσει με το σχέδιο της κατά μέτωπον επίθεσης και είχε αποσυρθεί στη σκηνή του άρρωστος.

Την επομένη κάποιοι Έλληνες στρατιώτες επιτέθηκαν χωρίς διαταγή κατά του στρατοπέδου του Κιουταχή. Για να μη γενικευθεί η σύγκρουση, ο Καραϊσκάκης βγήκε από τη σκηνή του και κατευθύνθηκε έφιππος προς το σημείο της συμπλοκής γύρω στις 4 το απόγευμα. Μία σφαίρα, όμως, τον βρήκε στο υπογάστριο και τον τραυμάτισε σοβαρά. Παρά τις προσπάθειες των γιατρών, ο Καραϊσκάκης άφησε την τελευταία του πνοή στις 4 το πρωί της 23ης Απριλίου 1827, ανήμερα της ονομαστικής του εορτής.

Την επομένη, οι Έλληνες με πεσμένο ηθικό και κακή στρατηγική, υπέστησαν συντριπτική ήττα στη Μάχη του Αναλάτου από τον Κιουταχή, ο οποίος πολύ γρήγορα κατέστειλε την επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα.

Να έπεσε από χέρι αδελφικό; Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο θάνατος του Καραϊσκάκη οφειλόταν σε δολοφονική ενέργεια είτε με υποκίνηση των Άγγλων, που ήθελαν τον περιορισμό της Επανάστασης στην Πελοπόννησο, είτε του μεγάλου αντιπάλου του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου.

Αυτό καταμαρτυρούν πολλοί, μεταξύ των οποίων και το πρωτοπαλίκαρο του, ο Ιωάννης Σταυριανός από την Λόφου της Λεμεσού. Ο Δημήτριος Αινιάν, γραμματέας του Καραϊσκάκη που έγραψε την βιογραφία του το 1833, αναφέρει τον τραυματισμό του αρχιστράτηγου και ότι ο Καραϊσκάκης πριν πεθάνει εμπιστεύθηκε στους Χατζηπέτρο και Γρίβα πως «… ότι επληγώθη από το μέρος των Ελλήνων, ότι εγνώριζεν τον αίτιον και ότι, αν ήθελε ζήση, ήθελε τον κάμει γνωστόν και εις το στρατόπεδον». (Δ. Αινιάν, Ο Καραϊσκάκης, σελ.185). Ποιοι όμως ήθελαν τον θάνατο του Καραϊσκάκη; Μα φυσικά αυτοί που ήθελαν τη Ελλάδα μικρή και εξαρτώμενη από την υψηλή πύλη και τις συμμαχικές της δυνάμεις.

Απ’ όλα τα χείλι βγήκε μια φωνή: Χάσαμε τον πατέρα μας! Αυτόν, που δεν γνώρισε πατέρα τώρα ένας ολόκληρος λαός τον έλεγε πατέρα. Όταν το θλιβερό μαντάτο έφτασε στη συνέλευση της Τροιζήνας ήταν σαν να τους χτύπησε αστροπελέκι. Ο ήρωας του Μοριά, ο Κολοκοτρώνης, ξεσπάει σε λυγμούς και μοιρολογάει για ώρες τον αετό της  Ρούμελης. Κι οι αγωνιστές αδειάζουν τα καριοφίλια τους στον αέρα και δάκρυα τρέχουν από τα μάτια τους. Ποτέ σ’ όλο το Εικοσιένα, δεν θρήνησαν πολεμιστές και λαός άλλοτε ήρωα όπως αυτόν…

  • Δρ. Αυγουστίνος (Ντίνος) Αυγουστή
  • Επίκουρος καθηγητής στο Τ.Ε.Ι. Λάρισας
  • Από το Μονάγρι Λεμεσού – a.[email protected]
  • Τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν απαραίτητα τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: