«Θύμα» και ο ίδιος των fake news, ο Σταύρος Θεοδωράκης έδωσε το πλαίσιο της εξέλιξης και της διάδοσης των ψεύτικων ειδήσεων στην Ελλάδα μιλώντας στο 3ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών. Όπως είπε στην έναρξη της ομιλίας του «τα faκe news τα γνωρίζω εκ προσωπικής πείρας πριν αποτελέσουν προϊόν μελέτης.
Kαθώς το 2014 “αποκαλύφθηκε” ότι ήμουν ανιψιός της Δάφνης Σημίτη, η οποία κατάγεται από την Άρτα – δίπλα δηλαδή από τα Χανιά – ήμουν συνεταίρος του Μπόμπολα και πολλών άλλων εργολάβων και ενεργούμενος της Μέρκελ – την εποχή βέβαια που στην Ελλάδα η Μέρκελ ήταν Μαντάμ Μέρκελ και της φώναζαν “Go back κυρία Μέρκελ”». Και πρόσθεσε πως οι φανατικοί των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ήταν ίσως η πρώτη μεγάλη οργανωμένη ομάδα στην Ευρώπη που χρησιμοποίησε κατά κόρον τα Fake News.
Αφού έκανε αναφορά στο πώς ξεκίνησαν και πώς εξελίχθηκαν οι ψεύτικες ειδήσεις πρότεινε τρόπους αντιμετώπισης του φαινομένου τονίζοντας πως πρέπει να γίνει αυτορρύθμιση, αλλά με αυστηρούς κανόνες ρύθμισης.Καθώς η Ευρώπη πρέπει να επιβάλει αυστηρούς ελέγχους και κανόνες διαφάνειας, στους πολυεθνικούς κολοσσούς των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης. Και η συμμόρφωση των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης στους κανόνες πρέπει να επιβληθεί ακόμη κι αν επιβραδυνθεί η ανάπτυξη τους.
Αναλυτικά η ομιλία του Σταύρου Θεοδωράκη
Το βιογραφικό μου λέει ότι γεννήθηκα στα Χανιά, μεγάλωσα στην Αγία Βαρβάρα και δούλεψα ως δημοσιογράφος για 30 χρόνια , αφού πρώτα δοκίμασα πολλές δουλειές του ποδαριού. Όμως το 2014 “αποκαλύφθηκε” ότι ήμουν ανιψιός της Δάφνης Σημίτη, η οποία κατάγεται από την Άρτα – δίπλα δηλαδή από τα Χανιά – ήμουν συνεταίρος του Μπόμπολα και πολλών άλλων εργολάβων και ενεργούμενος της Μέρκελ – την εποχή βέβαια που στην Ελλάδα η Μέρκελ ήταν Μαντάμ Μέρκελ και της φώναζαν “Go back κυρία Μέρκελ”.
Τα Fake News λοιπόν τα γνωρίζω εκ προσωπικής πείρας πριν αποτελέσουν προϊόν μελέτης. Οι φανατικοί των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ήταν ίσως η πρώτη μεγάλη οργανωμένη ομάδα στην Ευρώπη που χρησιμοποίησε κατά κόρον τα FakeNews. Και αυτό το εύσημο κάποια στιγμή πρέπει να αποδοθεί
Προφανώς κατά εποχές και άλλες πολιτικές δυνάμεις, που κυβέρνησαν αυτόν τον τόπο, δημιούργησαν παραπειστικές ειδήσεις και παραπλάνησαν τον κόσμο.
Όπως επίσης και σήμερα υπάρχουν πολιτικοί και κόμματα που καταφεύγουν στην τακτική των ψευδών ειδήσεων.
Όμως, μεθοδικά και σε μεγάλη κλίμακα, η Fake News προπαγάνδα, έγινε το 2013 – 2014.
Και αυτό συνέβη γιατί εκείνη τη διετία οι Έλληνες ξεπέρασαν το εμβρυικό στάδιο χρήσης των κοινωνικών δικτύων και δημιούργησαν τις πρώτες κοινότητες χρηστών.
Ταυτόχρονα είναι η χρονιά που μεγάλωσαν οι οθόνες των κινητών. Οι χρονιές δηλαδή της διάδωσης των smartphonesμε τη μορφή που τα ξέρουμε σήμερα.
Τα μέλη και οι φίλοι λοιπόν, αντί να χειροκροτούν και να αφισοκολλούν, διαγωνίζονται μεταξύ τους για το ποιος θα διασπείρει τις περισσότερες ψευδείς ειδήσεις.
Είναι η εποχή που το κάθε tweet αμοίβεται με 60 λεπτά (αποκάλυψη ενός γνωστού τρολ του καλού στρατιώτηPeterParker83).
Τα κέρδη των εμπνευστών των πολιτικών fake news ήταν προφανή.
Σαν το μακρινό 1835 που η “New York Sun” δημοσίευε λεπτομέρειες για τα όσα έβλεπε με το τηλεσκόπιο του ο αστρονόμος Τζόν Χέρσελ παρατηρώντας το φεγγάρι. Και τι έβλεπε;
Τεράστιες ανθρωπόμορφες νυχτερίδες, τεράστιες κατσίκες και ναούς φτιαγμένους από ζαφείρια.
Η εφημερίδα ξεπέρασε σε πωλήσεις και τους Τimes του Λονδίνου και έγινε η πρώτη σε κυκλοφορία εφημερίδα παγκοσμίως.
Υπάρχει λοιπόν άραγε ελπίδα;
Ίσως. Πρέπει να δημιουργηθεί μια νέα γενιά δημοσιογράφων – στις εφημερίδες, στους ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς, στα site – που θα επιστρέψουν στο ρεπορτάζ και δεν θα αναπαράγουν “αμάσητες” τις πληροφορίες των κοινωνικών δικτύων.
Fact checking (έλεγχος των πληροφοριών), αξιολόγηση, ιεράρχηση, ανάλυση και σύνδεση με την πραγματικότητα των πολιτών – νοηματοδότηση δηλαδή.
Μέχρι να γίνουν όλα αυτά πρέπει να αντιδράσουν τα κράτη. Η Ευρώπη έχει επιμέρους πολιτικές. Ας δούμε πώς αντιδρούν οι Γάλλοι και οι Γερμανοί.
Οι Γάλλοι μελέτησαν τις πρόσφατες εκλογές και τα δημοψηφίσματα, στις ΗΠΑ, στη Βρετανία και την Καταλονία και νομοθέτησαν:
Το γαλλικό ΕΣΡ θα έχει πλέον το δικαίωμα να ανακαλεί την άδεια τηλεοπτικού ή ραδιοφωνικού σταθμού καθώς και διαδυκτιακού μέσου, που μεταδίδει ψευδείς ειδήσεις ή συνδέεται με ξένο κράτος.
Στις προεκλογικές περιόδους, τα social media θα είναι υποχρεωμένα να δημοσιοποιούν ποιος έχει πληρώσει (και με τι ποσό) τα χορηγούμενα μηνύματα ενώ παράλληλα θα υπάρχει όριο στην αγορά χορηγούμενων μηνυμάτων.
Ευθύνη για τον χαρακτηρισμό μιας είδησης ως ψευδούς θα έχουν και οι δικαστές, στους οποίους κάθε πολίτης θα έχει δικαίωμα καταγγελίας για διάδοση Fake News.
Στη Γερμανία οι εταιρείες Κοινωνικής Δικτύωσης υποχρεούνται να “κατεβάζουν” μέσα σε 24 ώρες Fake News και ρατσιστικά σχόλια, διαφορετικά θα τους επιβάλλεται πρόστιμο που θα φτάνει τα 50 εκατομμύρια ευρώ. Πώς θα ασκείται όμως ο έλεγχος όταν στο Facebook μόνο, έχουμε 500.000 αναρτήσεις το λεπτό;
Πιστεύω οτι η Ευρώπη – αν θεωρούμε οτι η Ευρώπη είναι ο υπερασπιστής της ελευθεροτυπίας και στην διαδικτυακή της εκδοχή – πρέπει να επιβάλει αυστηρούς ελέγχους και κανόνες διαφάνειας, στους πολυεθνικούς κολοσσούς των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης.
Από το να φορολογούνται στις χώρες που δραστηριοποιούνται μέχρι να εφαρμόζουν με αυστηρότητα τις αρχές που διέπουν και τα παραδοσιακά ΜΜΕ.
Η συμμόρφωση των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης στους κανόνες πρέπει να επιβληθεί ακόμη κι αν επιβραδυνθεί η ανάπτυξη τους.
Αυτορρύθμιση λοιπόν, αλλά μέσα σε αυστηρούς κανόνες ρύθμισης.
Ο άλλος δρόμος είναι να παραδοθούμε στα Fake News και να περιμένουμε μετά τη μετάνοια των χρηστών.
Στην Αμερική συνέβη. Η εμπιστοσύνη του κοινού στα παραδοσιακά μέσα αυξήθηκε κατά 10% μετά απο ένα χρόνο προεδρίας του Τραμπ. Αλλά νομίζω οτι αυτός είναι ο πλέον επιζήμιος δρόμος.