Του Δημήτρη Γ. Απόκη*
Η Νοτιοανατολική Ευρώπη, βρίσκεται σε πορεία σοβαρής ενεργειακής κρίσης, σύμφωνα με έγκυρες διεθνείς αναλύσεις. Η περιοχή έχει μη αξιόπιστες, ανεπαρκείς, και μη βιώσιμες, ενεργειακές υποδομές, ενώ την ίδια στιγμή αντιμετωπίζει την ανάγκη να μειώσει την εξάρτησή της από εξωτερικές πηγές και να εναρμονιστεί με τους κλιματικούς, και ποιότητας αέρα, κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που πιστεύουν ότι ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης της επερχόμενης ενεργειακής κρίσης για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, είναι η επένδυση στην πυρηνική ενέργεια.
Το ενεργειακό σύστημα στη ΝΑ Ευρώπη, και ειδικότερα στην Βαλκανική Χερσόνησο, υποφέρει από χρόνιο πρόβλημα, ελλιπούς επένδυσης, κυρίως από την εποχή της κατάρρευσης της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και τη διάλυσης της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Σήμερα, ένας συνδυασμός γεωπολιτικών και περιβαντολογικών παραγόντων, έχει καταστήσει απόλυτα αναγκαίο να υπάρξει άμεσος εκμοντερνισμός σε αυτόν τον τομέα.
Η μεγάλη ένταση μεταξύ της Ευρώπης και της Ρωσίας, από την προσάρτηση της Κριμαίας, τη συνεχιζόμενη σύγκρουση στο Donbass, και την νέα ένταση με αφορμή την απόπειρα δολοφονίας του πρώην Ρώσου πράκτορα στη Μεγάλη Βρετανία, έχει αυξήσει την ανησυχία γύρω από την ενεργειακή ασφάλεια και εξάρτηση. Επίσης, η ΕΕ, μετά τη συμφωνία για την κλιματική αλλαγή στο Παρίσι, έχει υιοθετήσει ένα πολύ σφικτό περιβαλλοντολογικό νομικό πλαίσιο και κανονισμούς. Η δέσμευση στις εισαγωγές αερίου, εκπροσωπεί την απόλυτη εξάρτηση από μια μικρή ομάδα κρατών.
Σαν αποτέλεσμα, η ανάγκη για μεταρρύθμιση και εκμοντερνισμό έχει αποκτήσει νέα δυναμική. Οι κυβερνήσεις στην περιοχή έχουν αρχίσει να αντιλαμβάνονται ότι το να προχωρήσουν σε αυτή την κατεύθυνση, είναι κρίσιμο όσο αφορά τη μελλοντική ανάπτυξη.
Σε μελέτη την οποία πρόκειται να δημοσιοποιήσει το The New Nuclear Watch Institute (NNWI), με τίτλο, “ Η Αγορά Ηλεκτρισμού στην Νότιο Ανατολική Ευρώπη: Η Επίδραση των Νέων Τάσεων και Πολιτικών”, η οποία θα παρουσιαστεί τον ερχόμενο μήνα στη Σόφια της Βουλγαρίας, καθιστά σαφή την αναγκαιότητα για επαναστατικές δράσεις. Στην περίπτωση που οι κυβερνήσεις, δεν καταφέρουν να διευρύνουν την ενεργειακή δυνατότητα τους στο άμεσο μέλλον, οι χώρες της ΝΑ Ευρώπης, Αλβανία, Βοσνία Ερζεγοβίνη, Βουλγαρία, Κοσσυφοπέδιο, Ελλάδα, ΦΥΡΟΜ, Ουγγαρία, Μαυροβούνιο, Ρουμανία και Σερβία, τείνουν να γίνουν καθαροί εισαγωγείς ενέργειας στις αρχές της δεκαετίας του 2030.
Ειδικά εάν η ένταξη στην ΕΕ για κάποιες από αυτές τις χώρες συνδέεται, με την κατάργηση των παλιών θερμικών εργοστασίων άνθρακα, αυτό μπορεί να συμβεί και μέχρι το 2027.
Η μεταρρύθμιση το Στάδιο 4 της EU Emissions Trading Scheme (ETS), είναι ακόμη ένας παράγοντας που θα φέρει πιο σύντομα τις ελλείψεις σε ηλεκτρική ενέργεια.
Η αναζωογόνηση του αποθεματικού σταθεροποίησης της αγοράς (MSR) σε συνδυασμό με την επιτάχυνση του ρυθμού μείωσης του συνολικού αριθμού των δικαιωμάτων εκπομπής θα προκαλέσει αύξηση της τιμής ενός ευρωπαϊκού επιτρεπόμενου ορίου εκπομπών (EUA) πάνω από το σημερινό χαμηλό επίπεδο.
Η αναμφισβήτητα επισφαλής κατάσταση επιδεινώνεται, όταν ληφθούν υπόψη οι επερχόμενες διακοπές της πλευράς της ζήτησης – όπως η επανάσταση των ηλεκτρικών οχημάτων και η ευρεία υιοθέτηση ψηφιακών τεχνολογιών (όπως το Blockchain).
Επειδή δεν υπήρχε αναγκαστική εξάλειψη του άνθρακα και αυτές οι διαταραχές που προκαλεί αύξηση της ζήτησης, το NNWI προβλέπει έλλειμμα ηλεκτρικής ενέργειας 40 TWh το 2035 και το έλλειμμα διευρύνεται σε 132 TWh, λίγο πάνω από το 40% της παρούσας κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας.
Η κάλυψη αυτού του ελλείματος με εισαγωγές θα είναι δαπανηρή. Το σενάριο αναφοράς της ΕΕ 2016 (EUR16) δείχνει ότι η τιμή ηλεκτρικής ενέργειας σε ολόκληρη την ΕΕ θα μπορούσε να φθάσει τα 165 ευρώ ανά MWh (τιμές 2013) έως το 2035, σημαντικά υψηλότερα από ότι προβλέπεται να πληρώσουν τα έθνη στις περιφέρειες (148 ευρώ και 144 ευρώ στη Ρουμανία και Βουλγαρία το 2040 αντίστοιχα).
Εισαγωγές Αερίου…
Μέχρι στιγμής, η πολιτική απάντηση των κυβερνήσεων και των Βρυξελλών ήταν η επιτάχυνση των σχεδίων διαφοροποίησης του εφοδιασμού σε φυσικό αέριο και η σημαντική επένδυση στις σχετικές υποδομές (όπως ενσωματώνονται στους στόχους της Ομάδας Εργασίας της Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης για την Ενεργειακή Συνδεσιμότητα).
Αυτές οι προσπάθειες έρχονται σε αντίθεση με την πρωταρχική ενεργειακή στρατηγική της ΕΕ σε δύο μέτωπα.
Το κόστος ενσωμάτωσης – το άθροισμα του κόστους δικτύου, εξισορρόπησης και αλληλεπίδρασης – των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας αυξάνεται καθώς το μερίδιό του στην τελική παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας διογκώνεται.
Η εξάρτηση από τα εισαγόμενα καύσιμα αντιπροσωπεύει την τελική εξάρτηση από μια περιορισμένη ομάδα εθνών. Η Νορβηγία και η Ρωσία παρείχαν το 57% των εισαγωγών φυσικού αερίου στην ΕΕ-28 το 2015 (UN Comtrade) και, ως σύνολο, οι πέντε μεγαλύτεροι εμπορικοί εταίροι του ομίλου – οι δύο μέχρι τώρα, εκτός από την Αλγερία, το Κατάρ και τη Λιβύη – Το 90% των συνολικών εισαγωγών κατά το ίδιο έτος (UN Comtrade). Τούτο φαινομενικά υπονομεύει τη δέσμευση της ΕΕ να μειώσει την εξάρτησή της από εξωτερικές, πολύ συγκεντρωμένες αγορές προμηθευτών.
Η κάλυψη του προβλεπόμενου από το NNWI συνολικού ελλείμματος με φυσικό αέριο θα συνεπαγόταν εκπομπές 1,3 δισεκατομμυρίων τόνων ισοδύναμου CO2. εκτός από το οικονομικό κόστος τέτοιων εκπομπών – 40 δισ. ευρώ στην προτεινόμενη τιμή 30 ευρώ ανά τόνο του Προέδρου Macron – μια τέτοια πολιτική θα υπονόμευε τη δέσμευση της ΕΕ για βιώσιμη κατανάλωση.
Ανανεώσιμη ενέργεια και κόστος ενσωμάτωσης…
Όπως φαίνεται από το EURS16, η συμβολή των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην παραγωγική ικανότητα του συστήματος θα συνεχίσει να αυξάνεται – εντυπωσιακά μέχρι το 2040. Η προβλεπόμενη καθαρή ανανεώσιμη παραγωγική ικανότητα (συμπεριλαμβανομένης της υδροηλεκτρικής ενέργειας) στη νοτιοανατολική Ευρώπη προβλέπεται να αυξηθεί κατά 17,115 MW μεταξύ 2020 και 2040 Το 57% της αύξησης (9.774 MW) που παρέχεται από τις προσθήκες μόνο στην αιολική δυναμικότητα.
Το 2040, περισσότερο από το ήμισυ (61%) εγκατεστημένης ισχύος και το 44% της πραγματικής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στη νοτιοανατολική Ευρώπη θα τροφοδοτούνται με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ο ενεργειακός χάρτης πορείας της ΕΕ για το 2050 προβλέπει ότι το τελευταίο ποσοστό θα αυξηθεί στο 55% έως το 2050. Αυτό πρέπει να επικροτηθεί, η ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην ΕΕ μετά το 2005 είχε ως αποτέλεσμα μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά 7% όπως διαπιστώθηκε από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος (ΕΟΠ).
Μια σταδιακή επέκταση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας – πέραν εκείνης που περιγράφεται παραπάνω – θα ήταν δαπανηρή.
Βεβαίως, το συνολικό κόστος – το επίπεδο κόστους ηλεκτρικής ενέργειας (LCOE) – της παραγωγής ανανεώσιμων πηγών ενέργειας μειώνεται (IRENA) και έχει προσεγγίσει το κόστος παραγωγής του κόστους παραγωγής ενέργειας από ορυκτά καύσιμα σε ορισμένες περιοχές του κόσμου.
Ωστόσο, η έρευνα του Ινστιτούτου Potsdam για την Έρευνα για τις Επιπτώσεις στο Κλίμα (PICIR) έδειξε ότι το κόστος ολοκλήρωσης – το άθροισμα των δικτύων, το εξισορρόπησης και το κόστος αλληλεπίδρασης – της ανανεώσιμης ενέργειας αυξάνεται καθώς το μερίδιο της στην τελική παραγωγή ηλεκτρισμού διογκώνεται.
Για παράδειγμα, η αύξηση του τελικού μεριδίου της ηλεκτρικής ενέργειας από την αιολική ενέργεια από 10% σε 30% οδηγεί σε αύξηση του κόστους συστήματος – το άθροισμα των δαπανών παραγωγής και ενσωμάτωσης – 20 € ανά MWh.
Όπως καταλήγει η έκθεση, “το σύστημα LCOE και το κόστος ενσωμάτωσης αυξάνονται σημαντικά με τη διείσδυση [μεταβλητής ανανεώσιμης ενέργειας] και έτσι μπορεί να γίνει οικονομικό εμπόδιο στην περαιτέρω ανάπτυξη της αιολικής και ηλιακής ενέργειας”.
Επιπλέον, η Διεθνής Ένωση Υδροηλεκτρικής Ενέργειας (IHA) καθιστά σαφές ότι η Νοτιοανατολική Ευρώπη πλησιάζει την τεχνική της ικανότητα υδροηλεκτρικής ενέργειας. Πολλά έθνη στην περιοχή παράγουν ένα σημαντικό ποσό ηλεκτρικής ενέργειας από τον πόρο – για παράδειγμα, η Αλβανία παράγει σχεδόν ολόκληρη την ηλεκτρική ενέργεια με αυτό τον τρόπο – αλλά η πιθανή επέκταση περιορίζεται από τη διαθεσιμότητα καθώς και από περιβαλλοντικές ανησυχίες.
Πυρηνική Ενέργεια….
Είναι σαφές, ότι πρέπει να εξεταστούν σοβαρά οι σημαντικές επενδύσεις σε νέα πυρηνική ικανότητα.
Επί του παρόντος, η πυρηνική δυνατότητα, στη Νοτιοανατολική Ευρώπη υπερβαίνει ελαφρώς τα 5.000 MW, ενώ η Βουλγαρία, η Ουγγαρία και η Ρουμανία αντιπροσωπεύουν το 36%, 37% και το 27% της περιφερειακής παραγωγικής ικανότητας αντίστοιχα. Στην περιοχή, αυτή η παραγωγική ικανότητα αντιπροσωπεύει σήμερα το 13% της συνολικής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.
Η χωρητικότητα προβλέπεται να ανέλθει σε 8.440 MW μέχρι το 2040 (EUR16), αύξηση 3.164 MW, που κατανέμεται μεταξύ της Ρουμανίας (1.414 MW) και της Ουγγαρίας (1.732 MW).
Η Ρουμανία σχεδιάζει να προσθέσει δύο νέους αντιδραστήρες 720 MW στον πυρηνικό σταθμό του Cernavoda (που θα τεθεί σε λειτουργία στις αρχές της δεκαετίας του 2020). Στην Ουγγαρία, δύο μονάδες ισχύος 1200 MW θα προστεθούν στη μονάδα Paks και θα συνδεθούν με το δίκτυο έως το 2030 (η καθαρή επέκταση της παραγωγικής ικανότητας είναι μόνο 1.732 MW λόγω της προβλεπόμενης αποχώρησης των υφιστάμενων μονάδων της Paks).
Η πυρηνική ενέργεια προσφέρει στη Νοτιοανατολική Ευρώπη ένα μέσο για τη διαφύλαξη της ασφάλειας του εφοδιασμού της με ηλεκτρική ενέργεια, την εκπλήρωση των περιβαλλοντικών δεσμεύσεών της και την υποστήριξη της μελλοντικής κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης της περιοχής
Η επέκταση της υπάρχουσας χωρητικότητας (“brownfield”) – λόγω του χαμηλότερου κόστους της σε σχέση με την ανάπτυξη των οικολογικών χώρων – φαίνεται να είναι η πιο οικονομική λύση για τα κράτη με τις υπάρχουσες πυρηνικές εγκαταστάσεις. Στη Βουλγαρία, τόσο η επέκταση του Kozloduy όσο και το προτεινόμενο εργοστάσιο στη Belene αποτελούν τέτοιες πιθανότητες. Σήμερα, η κατάσταση των δύο έργων είναι αβέβαιη, δεν είναι ακόμη υπό κατασκευή, λόγω ανησυχιών για την οικονομική τους δομή και τις ευρύτερες βιομηχανικές ανησυχίες.
Το έργο στο Bekene δεν είναι αυστηρά brownfield. Η Βουλγαρία, ανέστειλε το νέο έργο κατασκευής το 2012 – αλλά οι εργασίες προετοιμασίας του χώρου βρίσκονται σε εξέλιξη και ο εξοπλισμός είναι ήδη ιδιοκτησία της Εθνικής Ηλεκτρικής Εταιρείας (NEK) ως αποτέλεσμα συμφωνίας αποζημίωσης με τη Ρωσική εταιρεία Rosatom.
Η επέκταση της πυρηνικής ικανότητας των 4,6 GW από το 2020 έως το 2030 – που σημαίνει την έγκαιρη ολοκλήρωση όλων των νέων μονάδων κατασκευής στην Ουγγαρία και τη Ρουμανία, όπως αντικατοπτρίζεται στο EUR16, και τη δέσμευση για νέα κατασκευή τουλάχιστον 1,5 GW στη Βουλγαρία, 2027 – θα αποτρέψει το έλλειμμα ηλεκτρικής ενέργειας στη νοτιοανατολική Ευρώπη πριν από το 2030. Μια συνολική επέκταση των 10 GW έως το 2040 θα κάλυπτε το 50% του ελλείμματος που προέβλεπει το NNWI.
Η πυρηνική ενέργεια προσφέρει στη Νοτιοανατολική Ευρώπη ένα μέσο για τη διαφύλαξη της ασφάλειας του εφοδιασμού της με ηλεκτρική ενέργεια, την εκπλήρωση των περιβαλλοντικών της δεσμεύσεων και την υποστήριξη της μελλοντικής κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης της περιοχής.
Η έκθεση NNWI καθιστά σαφές πόσο επείγον είναι το ζήτημα της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και αναγνωρίζοντας έτσι το χρόνο μεταξύ του σταδίου σχεδιασμού και της ολοκλήρωσης ενός πυρηνικού έργου, είναι καιρός να δεσμευθεί πολιτικά και οικονομικά για νέες πυρηνικές κατασκευές.
Παρατηρώντας και αναλύοντας την εικόνα και τα στοιχεία της έρευνας του NNWI, αναρωτιέται κανείς κατά πόσο η Ελλάδα έχει στρατηγική αντιμετώπισης αυτών των σημαντικών εξελίξεων και σχέδιο για να ανταπεξέλθει στις επερχόμενες ενεργειακές της ανάγκες και το αυξημένο κόστος.