O Συρίγος, o Ροζάκης και η oριοθέτηση των Θαλασσίων Ζωνών: Ένας χρήσιμος διάλογος…




Γράφει ο Γιώργος Χατζηθεοφάνους

Παρακολουθούμε έναν εξαιρετικό και ιδιαίτερα χρήσιμο δημόσιο διάλογο μεταξύ του ομότιμου καθηγητή διεθνούς δικαίου στο ΕΚΠΑ και πρώην υφυπουργού εξωτερικών (25/09/1996 έως 03/01/1997) κ. Χρήστου Ροζάκη και του αναπληρωτή καθηγητή  διεθνούς δικαίου και εξωτερικής πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο κ. Άγγελου Συρίγου,  γύρω από το ζήτημα της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών από την Ελλάδα, στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η θέση του κ. Συρίγου, την οποία εκφράζει με άρθρο του στην «Καθημερινή» στις 26.11.2017 είναι πως η Ελλάδα πρέπει να καταθέσει στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, συντεταγμένες θαλασσίων ζωνών (Υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ) που σε συνδυασμό με αντίστοιχες ενέργειες της Κύπρου θα προσέφεραν, επιτέλους, στην Ελλάδα την πολυπόθητη οριοθέτηση των ζωνών αυτών στην Ανατολική Μεσόγειο. Πρέπει να επισημανθεί πως δεν προτείνει την επίσημη οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών με την Κύπρο, που συνιστά μια ενέργεια εντυπώσεων και μόνο, όπως ο ίδιος χαρακτηρίζει, αλλά την  κατάθεση συντεταγμένων στον ΟΗΕ που αν συνοδευτεί με αντίστοιχη ενέργεια από την Κύπρο, θα προκύψει μια έμμεση πλην σαφέστατη οριοθέτηση μεταξύ των δύο κρατών.

Η θέση αυτή προκάλεσε τη δημόσια διαφωνία του κ. Ροζάκη με ένα άρθρο του στην ίδια εφημερίδα την 03.12.2017. Ο κ. Ροζάκης επικαλούμενος τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας του 1982 (Σύμβαση Montego Bay), η οποία, όπως χαρακτηριστικά ο ίδιος λέει, απεχθάνεται μονομερείς ενέργειες σε περιπτώσεις θαλάσσιας στενότητας ήτοι περιπτώσεις που το πλάτος των θαλασσίων περιοχών είναι μικρότερο των 400 ν. μιλίων (το διπλάσιο από το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο της υφαλοκρηπίδας ή της ΑΟΖ, που κάθε παράκτιο κράτος δικαιούται να διεκδικεί). Στις περιπτώσεις αυτές, πάντα σύμφωνα με τον κ. Ροζάκη, η οριοθέτηση, έμμεση ή άμεση, πρέπει να γίνεται με συμφωνία των ενδιαφερομένων μερών καθόσον δεν ισχύει πλέον, μετά τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (1982), η αρχή της μέσης γραμμής της Σύμβασης της Γενεύης (1958) για την υφαλοκρηπίδα. Και βέβαια αρμόδιο να επιλύσει τις όποιες διαφορές είναι το Διεθνές Δικαστήριο, το οποίο έχει ήδη αποφανθεί πως η κάθε περίπτωση είναι μοναδική και δεν ισχύουν κανόνες γενικοί που την προκαθορίζουν. Στη βάση αυτής της προσέγγισης θεωρεί πως η μονομερής ενέργεια προσδιορισμού έστω εμμέσως των θαλασσίων ζωνών θα βάλει τη Χώρα σε περιπέτειες εξαιτίας της βέβαιης αντίδρασης της Τουρκίας με το ενδεχόμενο ακόμη και μιας ένοπλης ρήξης που κανένας δεν επιθυμεί και προτείνει τη συνέχιση των διερευνητικών επαφών μεταξύ των δύο χωρών για την εξεύρεση μιας λύσης.

Η θέση του κ. Ροζάκη, πίσω από την οποία βρίσκεται ο φόβος της στρατιωτικής αντίδρασης της Τουρκίας, εμπεριέχει τη φιλοσοφία αντιμετώπισης των Τουρκικών προκλήσεων στα χρόνια της μεταπολίτευσης από όλες σχεδόν τις ελληνικές Κυβερνήσεις. Η επιλογή του κατευνασμού – τον οποίο απέρριψε ο Θουκυδίδης, πατέρας του πολιτικού ρεαλισμού, πριν από είκοσι τέσσερις περίπου αιώνες απευθυνόμενος προς τους Αθηναίους με την επιχειρηματολογία πως αν υποχωρήσουν, οι Σπαρτιάτες θα προβάλουν αμέσως άλλη, μεγαλύτερη απαίτηση, γιατί θα νομίσουν ότι ενέδωσαν από φόβο- για την αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας, όχι μόνο δεν απέδωσε, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, αλλά αντίθετα οδήγησε την Τουρκία στη σταδιακή αναβάθμιση  των προκλήσεών της στο πλαίσιο επίτευξης των στόχων της σε βάρος των κυριαρχικών  μας δικαιωμάτων όπως αυτά απορρέουν από το διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς συνθήκες. Μου είναι αδύνατον να πιστέψω πως η συνέχιση των διερευνητικών επαφών, την οποία προτείνει ο κ. Ροζάκης, με μια αναθεωρητική Τουρκία που δεν έχει ίχνος μοραλισμού στην εξωτερική της πολιτική, που αναβαθμίζει συνεχώς τις διεκδικήσεις της, που προβάλλει μονίμως τη στρατιωτική της ισχύ στο πλαίσιο επίτευξης των στόχων της, που δεν διστάζει παρά τα όποια προβλήματά της να εισέλθει στον πόλεμο της Συρίας στο πλαίσιο υποστήριξης των εθνικών της συμφερόντων, θα οδηγήσει σε ένα δίκαιο, κοινά αποδεκτό, αποτέλεσμα.

Από την άλλη κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί πως η πρόταση του κ. Συρίγου, μέσω της οποίας επιδιώκεται η έμμεση οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, δεν εμπεριέχει τον κίνδυνο της στρατιωτικής αντίδρασης της Τουρκίας με ότι αυτό μπορεί να συνεπάγεται, σε μια περίοδο, που πέρα των όσων λέγονται και γράφονται, η Χώρα μας βρίσκεται με λαβωμένη την εθνική της ισχύ λόγω της μοναδικής οικονομικής κρίσης που βιώνει. Είναι πέρα από βέβαιο πως η σημερινή αναθεωρητική Τουρκία, με σημαντικές-αναβαθμισμένες διεκδικήσεις στο Αιγαίο, στη βάση των οποίων παρακολουθήσαμε πρόσφατα μια σφοδρή πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ Κυβέρνησης και αντιπολίτευσης στην Τουρκική Βουλή, δεν πρόκειται να αποδεχθεί μια μονομερή ενέργεια, έστω έμμεσης, οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών στην Ανατολική Μεσόγειο, στην περιοχή απέναντι από τα δικά της παράλια.  Αντίθετα είναι πέρα από βέβαιο πως θα αντιδράσει ακόμη και με χρήση στρατιωτικής ισχύος, έχοντας μάλιστα εξασφαλίσει εξωτερική και εσωτερική νομιμοποίηση από τη δική μας μονομερή ενέργεια, η οποία μπορεί να καταλήξει σε σύγκρουση εάν τελικά η Χώρα μας δεν υποχωρήσει για άλλη μια φορά στο πλαίσιο του προσφιλούς της κατευνασμού. Θεωρώ λοιπόν πως το αποτέλεσμα του risk management της πρότασης του κ. Συρίγου με τα σημερινά δεδομένα θα μας απομάκρυνε από τη σκέψη για μια τέτοια ενέργεια κι αυτό διότι πρωτίστως όπως τα γεγονότα μαρτυρούν ένα σημαντικό μέρος της αποτροπής έχει χαθεί.

Η πρόταση του κ. Συρίγου αφορά σε μια Ελλάδα, η οποία θα έχει φροντίσει να προσδιορίσει τα εθνικά της συμφέροντα και να εκπονήσει, μέσα από ένα μακροχρόνιο σχεδιασμό και συνέχεια, μια εθνική στρατηγική για την υποστήριξή τους, έχοντας εξασφαλίσει την απαραίτητη εθνική ισχύ.

  • Για άλλη μια φορά το συμπέρασμα είναι πως η Χώρα χρειάζεται ένα νέο θεσμικό πλαίσιο διαμόρφωσης εθνικής στρατηγικής μέσα από συγκεκριμένες, σαφώς καθορισμένες, διεργασίες-διαδικασίες και όργανα. Χρειάζεται αναβάθμιση της εθνικής ισχύος και της αποτροπής, με αλλαγή στρατηγικού σχεδιασμού, η υποστήριξη του οποίου απαιτεί μια μεγάλη δομική μεταρρύθμιση των ενόπλων δυνάμεων με τους περιορισμούς και τις προϋποθέσεις όπως προέκυψαν μέσα στην κρίση. Αναγκαία προϋπόθεση η σχετική πολιτική βούληση, που μαζί με το στρατηγικό σχεδιασμό αποτελούν τους βασικούς πολλαπλασιαστές ισχύος ενός έθνους-κράτους.

Μια Χώρα χωρίς εθνική στρατηγική δεν μπορεί να εφαρμόσει επιθετική εξωτερική πολιτική και να διαμορφώνει τις εξελίξεις. Αντίθετα, είναι υποχρεωμένη να τρέχει μονίμως ασθμαίνοντας πίσω από αυτές και να αντιμετωπίζει κρίσεις, τις οποίες δρομολογεί ο «αντίπαλος» στη βάση μιας δικής του επιθετικής εξωτερικής πολιτικής για την επίτευξη των στόχων του, οι οποίοι προκύπτουν από την εθνική του στρατηγική που φρόντισε να διαμορφώσει, όπως επισημαίνω στο βιβλίο μου «Εθνική Στρατηγική-Πρόταση για ένα νέο θεσμικό πλαίσιο», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Ι.ΣΙΔΕΡΗ», στο οποίο αναλύω όλες τις παραπάνω σκέψεις μου μέσα από μια ολοκληρωμένη, εφικτή και αποτελεσματική σχετική πολιτική πρόταση.

  • Γιώργος Χατζηθεοφάνους
    ΣΣΕ, ΣΕΘΑ, ΝΟΕ/ΑΠΘ, PMP/PMI
    Αντιπρόεδρος Συλλόγου Αποφοίτων ΑΠΘ

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: