Tου Πέτρου Ι. Μηλιαράκη*
Οι εμμονές της τουρκικής πολιτικής που κυρίως στον παρόντα χρόνο εκφράζονται από τον Πρόεδρο της Τουρκίας και τα κυβερνητικά του στελέχη, αλλά και από την όποια λειτουργούσα αντιπολίτευση στην Τουρκία, και που επιδίδονται στις ανεπίδεκτες νομικής εκτίμησης αιτιάσεις για «επικαιροποίηση» της Συνθήκης της Λωζάννης, και εάν ακόμη υποτεθεί ότι αφορούν «στρατηγικό σχέδιο» της γείτονος, εν τούτοις το «εγχείρημα» αυτό είναι καταδικασμένο σε αποτυχία και σε απομόνωση της τουρκικής διπλωματίας ως προδήλως εσφαλμένο και εξωνομικό.
Είναι δε καταδικασμένη η όλη αυτή προσπάθεια που επιχειρείται από τουρκικής πλευράς, καθόσον:
α) η Συνθήκη της Λωζάννης αφορά Συνθήκη Ειρήνης και
β) αφορά Διεθνή Συνθήκη που έχει συνομολογηθεί μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ιαπωνίας, της Ελλάδας, της Ρουμανίας και του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων (ήτοι της Σερβίας, της Κροατίας και της Σλοβενίας) αφενός, και της Τουρκίας αφετέρου.
Ως εκ τούτου το ζήτημα δεν αφορά διμερή Σύμβαση-Συνθήκη μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας, αλλά Διεθνής Συνθήκη.
Ενταύθα πρέπει να επισημειωθεί ότι οι ιθύνοντες στην Τουρκία αποφεύγουν να διαβάσουν τη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης από το άρθρο 46 και επόμενα που αφορά στο «Δημόσιο Οθωμανικό Χρέος». Υπ’ όψιν δε των πολιτικών, διπλωματών και νομικών της Τουρκίας ότι εάν ήθελε «επικαιροποιηθεί» η υποχρέωση καταβολής του Οθωμανικού χρέους, τούτο θα σήμαινε ότι η Τουρκία αναλαμβάνοντας τις υποχρεώσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα έπρεπε να διέθετε επικαιροποιημένο το χρέος ως εξής:
Το χρέος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το έτος 1923 ήταν ιδιαιτέρως επαχθές. Μετά δε από χαριστικές απομειώσεις και περικοπές, το χρέος αυτό ανερχόταν στο εντυπωσιακό ύψος που αφορούσε στα 140.000.000 σε στερλίνες Αγγλίας. Όμως το χρέος αυτό, όλως χαριστικώς, ανέλαβαν τα συμβαλλόμενα μέρη (βλ. άρθρο 48). Επειδή δε κατ’ ουσίαν η Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης αφορά κατάργηση του status της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την ιδρυτική πράξη αναγνώρισης της Τουρκικής Δημοκρατίας, η ρύθμιση του χρέους έλαβε χώρα, ως προαναφέρθηκε, με επιβάρυνση των λοιπών συμβαλλομένων, φυσικά πλην της Τουρκίας. Η επιβάρυνση αυτή αφορούσε προδήλως και στην Ελλάδα, ασφαλώς δε και στην Ιαπωνία για της οποίας το «ρόλο», περιέργως «διερωτάται» ο Πρόεδρος της Τουρκίας κ.Ερντογάν.
Ανεξαρτήτως όμως των προαναφερομένων, επιβάλλεται να ληφθεί υπ’ όψιν, με βάση τις επιταγές της διεθνούς έννομης τάξης, και πράγματι να επικαιροποιηθεί το νομικό καθεστώς στο Αιγαίο με βάση το Δίκαιο της Θάλασσας και της κρατούσας ως Αρχής Ασφάλειας Δικαίου πρόσφατης Νομολογίας.
Επισημαίνω τις παραδοχές της εξαιρετικώς πρόσφατης νομολογίας του ad hoc Μόνιμου Διαιτητικού Δικαστηρίου με έδρα τις Κάτω Χώρες (Permanent Court of Arbitration –PCA). Αναφέρομαι στην προσφυγή της 22ας Ιανουαρίου 2013 των Φιλιππίνων κατά της Κίνας, που αφορά στο Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας. Ειδικότερα:
1) Αναφέρομαι στην υπόθεση «The Republic of Pilippines v. The People’s Republic of Chine», με Case Number: 2013-9 και Πρόεδρο τον Thomas A.Mensah. Η απόφαση δε αυτή που δημοσιεύθηκε στις 12/7/2016 αν και «δεν άπτεται» αμέσως των ελληνοτουρκικών διαφορών, εν τούτοις επιβάλλει το «σχολιασμό» της. Άλλωστε η αξιοποίηση των παραδοχών που προκύπτουν, από την πρόσφατη αυτή απόφαση συνηγορεί υπέρ των ελληνικών θέσεων.
2) Για πρώτη φορά ένα ad hoc Δικαστήριο ερμήνευσε το άρθρο 121 της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας του Μantego Bay της Ιαμαϊκής που υπογράφηκε στις 10 Δεκεμβρίου 1982. Υπ’ όψιν δε ότι η Σύμβαση αυτή ισχύει έναντι πάντων (erga omnes). Ισχύει δε και έναντι εκείνων οι οποίοι δεν την έχουν επικυρώσει διεθνώς και κυρώσει στην εσωτερική έννομη τάξη. Και τούτο γιατί στη διεθνή έννομη τάξη οι κανόνες του Δικαίου της Θάλασσας αφορούν παραδεδεγμένους κανόνες του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου.
Σύμφωνα δε με το άρθρο 121 της Σύμβασης του Μantego Bay της Ιαμαϊκής, ένα νησί έχει χωρικά ύδατα, συνορεύουσα ζώνη, υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Εξαιρούνται, όμως, οι βράχοι εφόσον δεν μπορούν να συντηρήσουν ανθρώπινη διαβίωση ή δεν μπορούν να έχουν αυτοτελώς οικονομική ζωή.
3) Το Δικαστήριο εκείνο δέχθηκε ως απόλυτο κανόνα του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου ότι όλοι οι γεωγραφικοί σχηματισμοί (ασχέτως του εάν χαρακτηρισθούν νησιά ή βράχοι και ασχέτως του μεγέθους αυτών), έχουν υποχρεωτικώς χωρικά ύδατα έκτασης 12 μιλίων. Αυτό επιβεβαιώνει ότι το ζήτημα της επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων στο Αιγαίο πέραν των 6 μιλίων στα 12 μίλια, αποτελεί κυριαρχικό δικαίωμα της Ελλάδας. Με χωρικά ύδατα 12 μιλίων, το 72% των θαλασσίων περιοχών του Αιγαίου περιέρχεται κυριαρχικώς στην Ελλάδα και το 8,5% στην Τουρκία. Το 19,5% δε που απομένει προς οριοθέτηση, μπορεί να διευθετηθεί, ως προς την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και μόνον. Η παραδοχή δε αυτή του PCA εκθέτει στην παγκόσμια κοινή γνώμη και ενώπιον του διεθνούς νομικού πολιτισμού την Τουρκία με το «περίφημο» Casus belli, εάν η Ελλάδα αποφασίσει να εφαρμόσει το Διεθνές Δίκαιο!..
4) Με την προαναφερόμενη απόφαση για πρώτη φορά ερμηνεύθηκε η «διάταξη περί βράχων» με βάση τις πρόνοιες του Δικαίου της Θάλασσας με θετικά μάλιστα συμπεράσματα ως προς τα νόμιμα δικαιώματα της Ελλάδας για τα μικρά νησιά-βράχους (βραχονησίδες). Για να αναγνωρίζονται δε σ’ ένα βράχο-νησί δικαιώματα υφαλοκρηπίδας -ΑΟΖ, απαιτείται αντικειμενική δυνατότητα μόνιμης ανθρώπινης διαβίωσης ή οικονομικής ζωής, ενώ είναι ανεπίτρεπτη η ύπαρξη εντεταλμένου προσωπικού, ώστε να γίνεται επίκληση ύπαρξης μόνιμης ανθρώπινης διαβίωσης. Επίσης ένας νησιωτικός σχηματισμός που δεν κατοικείται, κρίθηκε ότι εξ αυτού του λόγου δεν αναιρείται η δυνατότητα κατοίκησης, όταν αντικειμενικώς ο σχηματισμός αυτός μπορεί να κατοικηθεί. Επίσης κάτοικοι γειτονικών νησιών με οικονομική δραστηριότητα σε βράχο δεν απαιτείται να κατοικούν εκεί οπωσδήποτε, ώστε να εκπληρώνεται η προϋπόθεση της δυνατότητας οικονομικής ζωής επί του βράχου. Στην περίπτωση αυτή αρκεί η διαβίωση επί του βράχου να μην εξαρτάται από εξωτερική υποστήριξη. Επέμβαση δε με τεχνητά μέσα, ώστε ένας βράχος να γίνει κατοικήσιμος, αφορά εξωνομική ενέργεια που δεν παράγει έννομα αποτελέσματα. Τέλος, καταδικάστηκαν δραστηριότητες της Κίνας που αφορούσαν στη συστηματική παρενόχληση πλοίων που διεξήγαγαν έρευνες για υδρογονάνθρακες εντός της ΑΟΖ των Φιλιππίνων.
και τα τρία (3) ναυτικά μίλια
Έτσι, με τη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης εκχωρούνται όλα τα άλλα νησιά της «Ανατολικής Μεσογείου» στην Ελλάδα, με εξαίρεση μόνο όσα ρητώς δεν της παραχωρούνται. Τούτος ο αυστηρός κανόνας δικαίου αποτελεί αντιστροφή στο τουρκικό «νομικό επιχείρημα», περί δήθεν «κενών δικαίου».
Επίσης, με την αυτή Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης και με το άρθρο 16, η Τουρκία δηλώνει ευθέως ότι παραιτείται από κάθε τίτλο και οποιοδήποτε δικαίωμα επί όλων των νήσων, εκτός εκείνων που η κυριαρχία τους έχει αναγνωρισθεί με τη συγκεκριμένη Συνθήκη της Λωζάνης. Δηλαδή προδήλως βέβαιον είναι ότι με απόλυτη σαφήνεια καθορίζονται τα δικαιώματα της Τουρκίας στο Αιγαίο, χωρίς να δημιουργούνται αμφισβητήσεις ή κενά στα όρια της κυριαρχίας της.
Περαιτέρω -περί του Καστελόριζου:
Έτσι με το άρθρο 14 της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων του Φεβρουαρίου του έτους 1947, η Δωδεκάνησος παραχωρήθηκε στην Ελλάδα. Υπόψη δε ότι στη Συνθήκη αυτή των Παρισίων συμβαλλόμενο μέρος δεν είναι η Τουρκία. Η παραχώρηση αυτή, που αφορά άλλωστε ιστορικά ελληνικές νήσους, ήταν και μια δικαίωση για την προσφορά της Ελλάδας στον αγώνα κατά του φασισμού-ναζισμού κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πόλεμο, στον οποίο μάλιστα η Τουρκία δεν είχε καν εμπλακεί!
Ο Πρόεδρος της Τουρκίας κ.Ερντογάν όντας θιασώτης του θρησκευτικού και όχι του πολιτικού Ισλάμ, όταν έδωσε το όνομα του Σελίμ του Α’ στην τελευταία κατασκευασμένη γέφυρα του Βοσπόρου, το έπραξε προφανώς εκτιμώντας και σεβόμενος ιδιαιτέρως το ότι ο Σελίμ ο Α’ ήταν ο πρώτος Σουλτάνος Χαλίφης. Με το συμβολισμό δε αυτό, απονεμόταν ιδιαίτερη τιμή στο Σελίμ τον Α’.
Θα πρέπει όμως να γνωρίζει ο Πρόεδρος της Τουρκίας ότι ο Σελίμ ο Α’ ήταν ταυτοχρόνως και ο μεγάλος δωρητής της Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου, με το Χαττί Σερίφ του 1517 (Ιερό Αυτοκρατορικό Διάταγμα). Ο Πρόεδρος Ερντογάν αφού πράγματι θαυμάζει και τιμά τον Σελίμ τον Α’, ας πράξει κάτι ανάλογο αφενός αποτρέποντας στο εξής κάθε προσβολή που θα αφορά στον Ιερό Ναό της Αγίας Σοφίας και αφετέρου επιτρέποντας την επαναλειτουργία της Σχολής της Χάλκης.
Μια τέτοια συμπεριφορά θα ήταν πράγματι μια πολύ καλή γέφυρα στη σχέση Ελλάδας –Τουρκίας.