Γράφει ο Γιώργος Κουλούρης
Το φαινόμενο της φτώχειας απασχολούσε κυρίως την διεθνή κοινότητα έχοντας στον πυρήνα του τις αναπτυσσόμενες χώρες, όμως από το 2008 και το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης έχει επηρεάσει δραστικά το επίπεδο διαβίωσης και στην Ε.Ε.
Τα μέτρα λιτότητας και η κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας την περίοδο της οικονομικής ύφεσης επιδείνωσαν την κατάσταση με αποτέλεσμα να απασχολεί ιδιαίτερα το φαινόμενο της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο κίνδυνος φτώχειας αφορούσε 78 εκ πολίτες πριν την κρίση ενώ το 2017 ο αριθμός αυτός ανέρχεται στα 118,7εκ, ήτοι ¼ πολίτες, ενώ η ανεργία από το 7% , πλέον σε φθίνουσα πορεία, βρίσκεται στο 9%. Η Ελλάδα διαθέτει το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στην Ε.Ε με 21,7% , ενώ στους νέους 15-24 ετών είναι 44% με 18,7% στην Ε.Ε. Δεύτερη είναι η Ισπανία με 17% ανεργία και 36% στους νέους.
Εν αντιθέσει με την ακραία φτώχεια στον αναπτυσσόμενο Νότο , στην Ε.Ε εξετάζεται η σχετική φτώχεια στα πλαίσια του βιοτικού επιπέδου της εκάστοτε κοινωνίας, ο δείκτης AROPE (At Risk of Poverty or Social Exclusion) είναι το βασικό εργαλείο αξιολόγησης της φτώχειας. Οι χώρες που αντιμετωπίζουν τα μεγαλύτερα προβλήματα βρίσκονται στον ευρωπαϊκό Νότο , στην Βαλτική και στις Βαλκανικές χώρες, με την κατηγορία των νέων ανθρώπων να επωμίζονται το μεγαλύτερο βάρος.
Εξίσου σημαντική είναι και η έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού, που εισήχθη στην Ε.Ε στα μέσα της δεκαετίας του 80’ από τον Ζακ Ντελόρ, και αφορά την σχέση του ατόμου με την υπόλοιπη κοινωνία. Ο κοινωνικός αποκλεισμός αποτελεί μία ευρύτερη έννοια από την φτώχεια, λειτουργώντας ως συνέπεια της, ενώ είναι σε άμεση συνάρτηση με την απασχόληση.
Ποια είναι η κατάσταση;
Το 22,4% του πληθυσμού βρίσκεται σε κατάσταση φτώχειας , με την πλειοψηφία να είναι σε αγροτικές ή απομακρυσμένες περιοχές. Από την κρίση και μετά 14 χώρες βρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση από αυτή του 2008, με την Ελλάδα να βρίσκεται στην 3η θέση καθώς από το 28,1% πλέον το 36% του πληθυσμού μαστίζεται από τον κίνδυνο της φτώχειας. Οι χώρες του ευρωπαϊκού Βορά βρίσκονται σε καλύτερη θέση κάτω από το μέσο όρο της Ε.Ε, με αποτέλεσμα να διευρύνεται το χάσμα μεταξύ Βορά-Νότου. Ο δείκτης AROPE λαμβάνει υπόψη 3 διαστάσεις, το εισόδημα, την εργασιακή συχνότητα και την υλική στέρηση, δίνοντας μίας συνολική εκτίμηση της φτώχειας στην Ε.Ε.
Η εισοδηματική διάσταση έχει ως κατώτατο κριτήριο το 60% του εθνικού διάμεσου ισοδύναμου εισοδήματος, αφαιρώντας τις κοινωνικές μεταβιβάσεις. Στον συνολικό πληθυσμό της Ε.Ε το 17,3% βρίσκεται κάτω από το συγκεκριμένο όριο. Οι υψηλότεροι δείκτες εισοδηματικής φτώχειας καταγράφονται στον ευρωπαϊκό Νότο , με την Ελλάδα να έχει το 21,3% του πληθυσμού της κάτω από το ευρωπαϊκό μέσο όρο ενώ συνολικά αφορά 86,7εκ πολίτες της Ε.Ε.
Δεύτερη διάσταση είναι η υλική στέρηση που εξετάζει 9 μεταβλητές όπως η αδυναμία να πληρωθούν εγκαίρως οι λογαριασμοί, να διατηρηθεί το σπίτι ζεστό, να αντιμετωπισθούν απροσδόκητα έξοδα, να φάνε ψάρι, κρέας, λαχανικά κάθε 2η μέρα, να πάνε διακοπές 1 εβδομάδα μακριά από το σπίτι, να έχουν 1 αυτοκίνητο, 1 μηχανή πλυντηρίου, 1 έγχρωμη τηλεόραση, 1 τηλέφωνο συμπεριλαμβανομένου κινητού. Σε δυσμενή θέση είναι όσοι βρίσκονται σε τουλάχιστον 3 από αυτές τις κατηγορίες. Το 9% του πληθυσμού της Ε.Ε , περίπου 40,3 εκ, βιώνει αυτή την κατάσταση που σημαίνει ότι έχουν περιορισμένες συνθήκες διαβίωσης λόγω έλλειψης οικονομικών πόρων. Η Ελλάδα βρίσκεται αρκετά πάνω από το μέσο όρο με 21,5%, ενώ Γαλλία , Αυστρία, Σουηδία καταγράφουν τα χαμηλότερα ποσοστά.
Η τρίτη διάσταση του AROPE αφορά την εργασιακή συχνότητα των δυνητικά εργαζομένων κατοίκων στην Ε.Ε και σχετίζεται με τα νοικοκυριά που τα μέλη τους εργάζονται λιγότερα από το 20% του ετήσιου χρόνου. Οι ηλικίες που αφορούν ιδιαίτερα την συγκεκριμένη διάσταση είναι 18 έως 64 ετών. To ποσοστό του πληθυσμού έχει αυξηθεί από το 8% το 2008 στο 11% το 2015, το 16% ξεπερνούν Ισπανία και Ελλάδα.
2 νέα φαινόμενα: Working Poor και NEETs
Απόρροια της οικονομικής ύφεσης στην Ε.Ε , άμεσα συνδεδεμένη με την φτώχεια, είναι η εμφάνιση του όρου «working poor». Αυτός ο όρος αναφέρεται στους εργαζόμενους που αμείβονται κάτω από το 60% του διάμεσου εθνικού εισοδήματος και εργάζονται σε ασταθείς δουλειές. Το 2008 το ποσοστό working poor ήταν 8%, ενώ το 2017 έχει ανέλθει στο 10% του εργατικού δυναμικού.
To να έχεις χαμηλό μισθό είναι από τις βασικότερες αιτίες φτώχειας. Ο κίνδυνος φτώχειας είναι μεγαλύτερος για ένα νοικοκυριό εάν εργάζεται ένα άτομο στο σπίτι, καθώς θα υπάρχουν μικρότερες αποδοχές. Εάν ο εργαζόμενος είναι ο δεύτερος εργαζόμενος σε ένα σπίτι και έχει συμπληρωματικό εισόδημα τότε μειώνονται οι πιθανότητες φτώχειας για το νοικοκυριό.
Σημαντικό ρόλο κατέχει και το επίπεδο εκπαίδευσης, καθώς όσο πιο χαμηλό είναι τόσο μειώνονται οι πιθανότητες ανεύρεσης εργασίας αλλά και αυξάνονται οι πιθανότητες εργασιακής φτώχειας. Επίσης ο τύπος εργασίας επηρεάζει αρκετά καθώς το 5% των εργαζομένων σε πλήρη απασχόληση συγκαταλέγεται στην κατηγορία working poor , ενώ στην μερική απασχόληση αυτό το ποσοστό είναι 15%.
Όσον αφορά την κατηγορία NEETs (Not in Education, Employment and Training) κυρίως αφορά τους νέους και την αποφυγή περιθωριοποίησής τους. Οι νέοι αποτελώντας το μέλλον κάθε κοινωνίας όταν βρίσκονται σε δυσμενή θέση και αντιμετωπίζουν προβλήματα τόσο οικονομικά όσο και κοινωνικά είναι πιθανό να παραμείνουν σε αυτό το επίπεδο κατά την πάροδο της ζωής τους, για αυτό χρειάζεται ιδιαίτερη μέριμνα.
Στην Ε.Ε παρατηρείται ότι 7εκ νέοι άνθρωποι παραμένουν εκτός απασχόλησης, εκπαίδευσης και κατάρτισης. To 2015 το 12% των νέων ανθρώπων ήταν στην κατηγορία NEET, με αποκορύφωμα το 2013 που ανήλθε στο 13%. Προτού αρχίσει η οικονομική κρίση το 2008 το ποσοστό ήταν στο 10%. Οι χώρες του Βορά έχουν μικρότερο ποσοστό πληθυσμού ως NEET , με το χαμηλότερο να το έχει η Ολλανδία ενώ οι χώρες του Νότου αντιμετωπίζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα. Η Ιταλία και Ελλάδα έχουν το μεγαλύτερο ποσοστό NEETs που ξεπερνά το 23%.
Το 48% εξ αυτών έχει φθάσει μέχρι ένα σημείο της ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και το 43% έως ένα σημείο της κατώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Επίσης μετά την οικονομική κρίση εμφανής είναι η συμμετοχή και των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε αυτή την ομάδα. Το ευρωπαϊκό μέσο όρο είναι 12% , ενώ στην Ελλάδα αντιστοιχούσε σε 43% όσων είχαν τελειώσει τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Τι προβλέπεται;
Όπως έχει αναφέρει ο Μαχάτμα Γκάντι «η φτώχεια είναι η ύψιστη μορφή βίας», για αυτό τον λόγο χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή και μέριμνα να περιοριστεί αυτό το φαινόμενο. Τα υψηλά ποσοστά ανεργίας αλλά και το φαινόμενο working poor επιδεινώνουν την κατάσταση στην Ε.Ε καθώς ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού δεν μπορεί να ανταποκριθεί στο ελάχιστο βιοτικό επίπεδο της εκάστοτε κοινωνίας. Αυτό έχει ως συνέπεια τον σταδιακό αποκλεισμό του από τις υπόλοιπες δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα ως αποτέλεσμα της δεινής οικονομικής θέσης
Ιδιαίτερα, η κατηγορία των νέων ανθρώπων βρίσκεται στην πιο δύσκολη κατάσταση είτε λόγω της υψηλής ανεργίας, είτε λόγω της μη συμμετοχής τους στην εκπαίδευση ή κατάρτιση. Με αυτό τον τρόπο μειώνονται οι πιθανότητες σύνδεσής τους με την αγορά εργασίας ενώ ελλείψει προϋπηρεσίας καθίστανται μη ανταγωνιστικοί. Συνεπώς αυξάνονται οι πιθανότητες κοινωνικού αποκλεισμού, πρέπει να σημειωθεί ότι το 28% δεν ενδιαφέρεται για την πολιτική κατάσταση έναντι του 40% των non-NEET , ενώ έχουν μικρή εμπιστοσύνη στους θεσμούς. Η νέα γενιά αποτελεί το μέλλον για αυτό τον λόγο χρειάζονται εύστοχες και αποτελεσματικές λύσεις αναλόγως με τα προβλήματα και τις ιδιαιτερότητες της κάθε περίπτωσης.
Σε αυτό το πλαίσιο η Ε.Ε έχει θέσει ως στόχο έως το 2020 να μειωθεί ο αριθμός των φτωχών κατά 20εκ, ενώ δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στον τομέα της απασχόλησης, της εκπαίδευσης και κατάρτισης. Τόσο μέσω του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου όσο και από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων επιδιώκεται η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και η επανένταξη νέων είτε σε προγράμματα εκπαίδευσης είτε κατάρτισης. Ειδικότερα για τους νέους υπάρχει και το Youth Guarantee που εστιάζει στην μαθητεία, στην απόκτηση εργασιακής εμπειρίας για τους νέους ώστε να ενισχυθεί η δυνατότητα ανεύρεσης εργασίας στο μέλλον.
Συμπέρασμα
Όπως έχει σημειωθεί, η φτώχεια πλήττει ένα ευρύ ποσοστό του πληθυσμού στην ΕΕ από το 2008. Για το λόγο αυτό, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να εστιάσει την πολιτική της όχι μόνο στην αντιμετώπιση του φαινομένου αλλά και στην βελτίωση του επιπέδου διαβίωσης των πολιτών. Η στρατηγική Ευρώπη 2020 είναι ένας φιλόδοξος στόχος και ο στόχος για μείωση του αριθμού των φτωχών δεν είναι εφικτός, σύμφωνα με τα έως τώρα αποτελέσματα. Απαιτείται μια αποτελεσματική λύση για τους ανέργους, τους NEET και τους εργαζόμενους-φτωχούς. Η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας δεν αποτελεί την μόνη πανάκεια, πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην ποιοτική εκπαίδευση και κατάρτιση, σε ποιοτικές θέσεις εργασίας και σε ισχυρό και αποτελεσματικό σύστημα κοινωνικής προστασίας, προκειμένου να εξαλειφθεί η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός.