H «ολική επαναφορά» της Αμερικής του Ντόναλντ Τραμπ: Από την Γρενάδα στην Ιερουσαλήμ




Του Μιχάλη Κοντού

Άποψή μου είναι ότι το ερώτημα «σε τι αποσκοπεί η ενέργεια του Τραμπ να αναγνωρίσει την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ» δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία, όσο το ερώτημα «ποιες οι ρίζες αυτής της απόφασης». Ποιες αντιλήψεις και διαδοχικές εξελίξεις είναι δυνατό να την προκάλεσαν;

Τι ώθησε τον Πρόεδρο Τραμπ να αψηφήσει φίλους και εχθρούς, κυρίως όμως τα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, του οποίου οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούν μόνιμο μέλος; Έχει αμφισβητηθεί το κατά πόσον η απόφαση αυτή λήφθηκε στα πλαίσια μιας ευρύτερης στρατηγικής για το παλαιστινιακό ή τη Μέση Ανατολή, παρά το γεγονός ότι λίγες μέρες αργότερα ακολούθησε η ανακοίνωση και δημοσιοποίηση της νέας Στρατηγικής Εθνικής Ασφαλείας των Ηνωμένων Πολιτειών. Εν τούτοις, είναι δυνατό να αιτιολογηθεί απλώς ως αποτέλεσμα ενός καπρίτσιου, ή του απρόβλεπτου χαρακτήρα του Προέδρου; Υπάρχουν κάποιες τάσεις και ενδείξεις που θα μπορούσαν να καταγραφούν προς προβληματισμό. Προς αυτή την κατεύθυνση, αξίζει κανείς να συγκρίνει την τωρινή συγκυρία και την απόφαση για την Ιερουσαλήμ με μια ανάλογη ιστορική συγκυρία, στις αρχές της δεκαετίας του ’80.

Η εισβολή στη Γρενάδα: «Η Αμερική επέστρεψε»

Ο μεταπολεμικός παγκόσμιος ρόλος των ΗΠΑ, καθώς επίσης και ο υψηλής συχνότητας και έντασης παρεμβατισμός τους στα εσωτερικά τρίτων κρατών συνιστούσαν κυρίαρχα στοιχεία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και υψηλής στρατηγικής κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, αλλά και κατά την πρώτη μεταψυχροπολεμική περίοδο. Παραδοσιακά, ο αμερικανικός παρεμβατισμός αντιμετώπιζε ένα ζήτημα νομιμοποίησης, συνάρτηση της ανάγκης σεβασμού των αρχών και κανόνων του διεθνούς δικαίου ως πλαίσιο οργάνωσης των σχέσεων μεταξύ των δυτικών κοινωνιών. Το ζήτημα αυτό αφορούσε κυρίως τις άμεσες στρατιωτικές παρεμβάσεις, οι οποίες είθισται να υπόκεινται στη βάσανο της δημόσιας αιτιολόγησης στα πλαίσια των αρχών του πολιτισμού και του δικαίου. Το εν λόγω ζήτημα σχετίζεται κυρίως με αρχές που πηγάζουν από τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, όπως η απαγόρευση χρήσης βίας και το απαραβίαστο των εθνικών συνόρων, οι οποίες βρίσκονταν σε μια σύνθετη διαλεκτική σχέση τόσο με τα αμερικανικά ζωτικά συμφέροντα, όσο και με την αντίληψη περί παγκόσμιας υποχρέωσης που αναδυόταν ως αποτέλεσμα της αμερικανικής μεταπολεμικής ηγεσίας στο δυτικό κόσμο.

Διαμορφώθηκε λοιπόν ένα νέο πλαίσιο διεθνούς νομιμότητας, αποτέλεσμα της πικρής εμπειρίας των δύο παγκοσμίων πολέμων. Εάν η αιτιολόγηση αμερικανικών ενεργειών διεθνώς περιλάμβανε στοιχεία που έρχονταν σε ρήξη με τις προαναφερθείσες αρχές, κυρίως δε όταν απουσίαζε ξεκάθαρο και ηθικά αιτιολογίσιμο αμερικανικό συμφέρον, τότε οι εν λόγω ενέργειες δύσκολα θα απολάμβαναν επαρκούς νομιμοποίησης, τόσο στο εσωτερικό όσο και διεθνώς. Ενέργεια η οποία τελεί εντός κενού νομιμοποίησης εξυπακούεται σοβαρό πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση που θα την πραγματοποιήσει λόγω της διάστασης μεταξύ του περί δικαίου αισθήματος και της υιοθετούμενης πρακτικής.

Οι δεκαετίες 1950 και 1960 χαρακτηρίστηκαν από μεγάλη ψυχροπολεμική ένταση στις σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών με την Σοβιετική Ένωση και, γενικά, με τον κομμουνιστικό κόσμο. Στα πλαίσια αυτής της έντασης υιοθετήθηκε η στρατηγική της ανάσχεσης του κομμουνισμού, η οποία αποσκοπούσε στο να φράξει την περαιτέρω επέκταση της σοβιετικής επιρροής μέσω της ανάδυσης νέων σοσιαλιστικών καθεστώτων στον Τρίτο Κόσμο. Ο πολυετής πόλεμος στην Ινδοκίνα, η ήττα των αμερικανικών στρατευμάτων στο Βιετνάμ και η αναταραχή που προκλήθηκε στην αμερικανική κοινωνία προκάλεσαν έντονο προβληματισμό στην Ουάσιγκτον ως προς τις στρατηγικές επιλογές και τις προτεραιότητες στα πλαίσια του Ψυχρού Πολέμου, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει μία περίοδος περισυλλογής και μειωμένης στρατιωτικής δράσης διεθνώς. Η περίοδος της προεδρίας του δημοκρατικού Τζίμι Κάρτερ (1977-1981) υπήρξε χαρακτηριστική της διεθνούς υποχώρησης των Ηνωμένων Πολιτειών ως αποτέλεσμα της υπέρμετρης της αμερικανικής στρατιωτικής ισχύος στο Βιετνάμ και των αρνητικών της συνεπειών.

Η ήρεμη αυτή περίοδος θα διακοπεί απότομα λόγω της ισλαμικής επανάστασης στο Ιράν, κυρίως όμως λόγω της σοβιετικής εισβολής στο Αφγανιστάν, η οποία επανέφερε την ένταση του Ψυχρού Πολέμου σε ψηλά επίπεδα. Προς αυτή την κατεύθυνση επέδρασε και η εκλογή ενός Προέδρου, ο οποίος πίστευε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν υποχωρήσει αδικαιολόγητα από τον διεθνή ηγετικό τους ρόλο, του Ρόναλντ Ρήγκαν.

Ο Ρήγκαν δήλωνε συχνά ότι το «σύνδρομο του Βιετνάμ», δηλαδή η ενδοσκόπηση και ο αυτοκριτική που προκλήθηκε ως αποτέλεσμα εκείνης της στρατιωτικής ήττας, έπρεπε να ξεπεραστεί. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τον Οκτώβριο του 1983, αμερικανικά στρατεύματα εισέβαλαν στο νησί της Γρενάδας, ανεξάρτητο νησιωτικό κράτος στην Ανατολική Καραϊβική, κατόπιν εντολής του Προέδρου Ρόναλντ Ρήγκαν. Η εισβολή έγινε υπό το πρόσχημα της διάσωσης Αμερικανών φοιτητών που ζούσαν και σπούδαζαν στο νησί μετά από ανατρεπτική ενέργεια κατά του Προέδρου Maurice Bishop, ο οποίος ήταν μαρξιστής και διατηρούσε στενές σχέσεις με την Κούβα. Βασικό όμως κίνητρο ήταν η απομάκρυνση της κουβανικής επιρροής από τη Γρενάδα, η οποία γινόταν αντιληπτή ως ταυτόσημη με τη σοβιετική επιρροή κάτι που, εν μέσω του ανακάμψαντος τότε Ψυχρού Πολέμου, δεν γινόταν αποδεκτό από την Ουάσιγκτον.

Η δημοκρατική αντιπολίτευση στο Κογκρέσο τοποθετήθηκε κατά της εισβολής, ενώ ενόχλησε έντονα η απαγόρευση πρόσβασης στα ΜΜΕ, η οποία απασχόλησε τόσο όσο και η ίδια η εισβολή. Ο Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών καταδίκασε δημόσια την εισβολή, κατ’ ιδίαν όμως εξέφρασε υποστήριξη. Η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ εξέδωσε ψήφισμα καταδίκης της εισβολής, χαρακτηρίζοντάς την ως παραβίαση του διεθνούς δικαίου. Το ψήφισμα εγκρίθηκε με 108 υπέρ και 9 κατά, πλειοψηφία μεγαλύτερη από την προγενέστερη καταδίκη της σοβιετικής εισβολής στο Αφγανιστάν.

Αντιδρώντας στο γεγονός, ο Ρήγκαν δήλωσε ότι «δεν διασάλευσε καν το πρόγευμά του». Την εισβολή καταδίκασε με δριμύτητα και η Βρετανίδα Πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ με δηλώσεις της στο BBC World. Ας σημειωθεί ότι η Γρενάδα, πρώην Βρετανική αποικία, υπαγόταν τυπικά στο βρετανικό στέμμα. Μεταξύ άλλων, η Θάτσερ υποστήριξε ότι «αν εξαγγέλλατε ένα νέο νόμο σύμφωνα με τον οποίο όπου κυριαρχεί ο κομμουνισμός κατά της λαϊκής βούλησης, ακόμα και αν αυτό είναι καθαρά εσωτερικό ζήτημα, οι ΗΠΑ θα εισβάλλουν, τότε θα είχαμε μερικούς πραγματικά φοβερούς πολέμους στον κόσμο». Επρόκειτο συνεπώς για μία μονομερή ενέργεια, η οποία αδιαφορούσε επιδεικτικά για την ανάγκη διεθνούς νομιμοποίησης, πόσο μάλλον την ανάγκη σεβασμού του διεθνούς δικαίου.

Το αμερικανικό συμφέρον είχε τεθεί υπεράνω κάθε άλλου κριτηρίου, ως αποτέλεσμα των αντιλήψεων περί της ανάγκης επιστροφής των Ηνωμένων Πολιτειών στο παγκόσμιο προσκήνιο. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο τότε Υπουργός Εξωτερικών Τζωρτζ Σουλτζ στα απομνημονεύματά του, «σε πολλά διαφορετικά μέρη του κόσμου οι άνθρωποι άρχισαν να λαμβάνουν το μήνυμα: ο Ρόναλντ Ρήγκαν είναι ικανός να δράσει πέρα από τη ρητορική. Οι Λατινοαμερικάνοι ιδιαίτερα είδαν ότι αν μία χώρα ερχόταν πρόσωπο με πρόσωπο με το Θείο Σαμ, ο Φιντέλ Κάστρο δεν θα μπορούσε, ή δεν θα ήθελε, να σπεύσει για να τους σώσει». Όπως ο ίδιος ο Ρήγκαν δήλωνε χαρακτηριστικά μετά την εισβλή, «η Αμερική [είχε] επιστρέψει]».

Το τέλος του «συνδρόμου του Ιράκ»;

Αν λοιπόν ψάξει κανείς να εντοπίσει κοινά μεταξύ της πιο πάνω ιστορικής περίπτωσης και της αναγνώρισης της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ θα μπορούσε να εντοπίσει τα εξής:

Όπως και τότε, έτσι και σήμερα, ένοικος του Λευκού Οίκου ήταν μία αμφιλεγόμενη προσωπικότητα προερχόμενη από το Ρεπουμπλικανικό κόμμα, συντηρητικών ιδεολογικών αποχρώσεων, που όμως είχε κατορθώσει να αγγίξει τις ευαίσθητες χορδές μεγάλου μέρους των συντηρητικών μαζών της αμερικανικής κοινωνίας. Όπως ο Τραμπ εκμεταλλεύεται την ανησυχία που επικρατεί λόγω της τρομοκρατίας και της μετανάστευσης, έτσι και ο Ρήγκαν τότε είχε κεφαλαιοποιήσει την αντίδραση των συντηρητικών ψηφοφόρων στα ελεύθερα ήθη της εποχής, αλλά και τις ανησυχίες για το διεθνή ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών.

Όπως και τότε, έτσι και σήμερα, ο προκάτοχος του προέδρου ήταν Δημοκρατικός, πολέμιος της ιδέας του αμερικανικού στρατιωτικού παρεμβατισμού και μετριοπαθής ως προς τον διεθνή ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο Τζίμυ Κάρτερ είχε τότε κηρύξει το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, για να διαψευστεί αργότερα από τα γεγονότα, κυρίως τη σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν. Παρομοίως, ο Μπαράκ Ομπάμα μίλησε για την ανάγκη να δοθεί ένα «υπεύθυνο τέλος» στους δύο μακροχρόνιους πόλεμους στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, για να αντιμετωπίσει αργότερα από την άνοδο του «Ισλαμικού Κράτους» στο έδαφος του Ιράκ, από όπου είχαν αποχωρήσει μαζικά τα αμερικανικά στρατεύματα, και την δυναμική επιστροφή των Ταλιμπάν.

Όπως και τότε, έτσι και σήμερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες εξέρχονταν από μια περίοδο περισυλλογής ως αποτέλεσμα μιας ατυχούς, πολυετούς πολεμικής περιπέτειας. Οι συνέπειες του πολέμου στο Βιετνάμ δεν απέχουν πολύ από εκείνες της εισβολής και κατοχής του Ιράκ, από το 2003 μέχρι το 2011. Πολλές έμψυχες απώλειες και σημαντικό οικονομικό κόστος, κοινωνική αμφισβήτηση, διεθνής κριτική, κυρίως όμως σημαντική φθορά του διεθνούς γοήτρου της υπερδύναμης. Συνεπώς, θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει το σύνθημα του Τραμπ «να κάνουμε την Αμερική μεγάλη ξανά» ως το ιστορικό αντίστοιχο της ανάγκης «η Αμερική να επιστρέψει», του Ρήγκαν.

Ως εκ τούτου, το «σύνδρομο του Βιετνάμ», το οποίο ήταν ένα ρητορικό εφεύρημα προκειμένου να αιτιολογηθεί η επιστροφή των Ηνωμένων Πολιτειών σε πρακτικές σκληρής ισχύος και ηγεμονισμού μετά την περίοδο περισυλλογής, βρήκε το ιστορικό του αντίστοιχο σε ένα «σύνδρομο του Ιράκ» και στην ανάγκη μιας πιο δυναμικής στρατηγικής, προσανατολισμένης ακριβώς προς την αύξηση των εξοπλιστικών δαπανών και προς την δυναμική αντιμετώπιση όσων αμφισβητούν την αμερικανική πρωτοκαθεδρία.

Όπως και τότε, έτσι και σήμερα, η ενέργεια εκείνη είχε γίνει κατά παράβαση των αρχών του ΟΗΕ και, γενικότερα, του διεθνούς δικαίου. Στην περίπτωση της εισβολής στη Γρενάδα καταπατήθηκε η αρχή της απαγόρευσης της χρήσης βίας και η αρχή του απαραβίαστου των συνόρων. Στην περίπτωση της αναγνώρισης της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ αγνοήθηκαν σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Επιπλέον, και οι δύο ενέργειες προκάλεσαν την αντίδραση φίλων και αντιπάλων, με αποτέλεσμα τη διεθνή απομόνωση των Ηνωμένων Πολιτειών, χωρίς όμως αυτό να αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την απόφαση και την εκτέλεσή της.

«Ακολουθούν την πιο σωστή πολιτική όσοι απέναντι των ίσων δεν υποχωρούν»

Εάν υπάρχει μία βασική διαφορά του τότε με το σήμερα, είναι η εξής: οι δυναμικές του διεθνούς συστήματος ήταν τότε εντελώς διαφορετικές απ’ ότι σήμερα. Τότε η στρατηγική ασφαλείας των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν επικεντρωμένη στη σοβιετική απειλή και στην ανάγκη ανάσχεσης του κομμουνισμού, κυρίως σε περιοχές οι οποίες είχαν υψηλή γεωστρατηγική αξία για την Ουάσιγκτον. Η αύξηση της έντασης του Ψυχρού Πολέμου, όχι μόνο ως αποτέλεσμα της εισβολής στη Γρενάδα, αλλά και άλλων επιλογών όπως το πρόγραμμα αντιβαλλιστικής άμυνας γνωστό ως «Πόλεμος των Άστρων» και η στήριξη των Μουτζαχετίν στο Αφγανιστάν συνέβαλαν στην οπισθοχώρηση της Σοβιετικής Ένωσης και εν τέλει στη διάλυσή της και στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου.

Ήταν δε η απαρχή του μονοπολικού κόσμου της πρώτης μεταψυχροπολεμικής περιόδου, όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούσαν αδιαμφισβήτητη δύναμη παγκόσμιας πρωτοκαθεδρίας. Εν τούτοις, στις μέρες μας η ιστορία παρουσιάζει ανάποδη φορά: η παρούσα παγκόσμια κατανομή ισχύος και οι διεθνείς αναπτυξιακές δυναμικές καταδεικνύουν ότι μάλλον τελεί υπό διαμόρφωση ένα πολυπολικό, πολυπεριφερειακό διεθνές σύστημα. Συνεπώς, εάν η ένταση αυξηθεί και οι περιφερειακοί ανταγωνισμοί μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων κορυφωθούν, τότε η προοπτική περαιτέρω όξυνσης, ακόμα και πολεμικών αναμετρήσεων, δεν μπορεί να αποκλειστεί.

Όσο η αμερικανική πρωτοκαθεδρία ήταν αδιαμφισβήτητη, μια τέτοια εξέλιξη ήταν πολύ δύσκολο να συμβεί. Όχι όμως και τώρα, που τόσο η Κίνα όσο και η Ρωσία διεκδικούν αναβάθμιση του διεθνούς ρόλου τους και των δυνατοτήτων επιρροής επί του διεθνούς συστήματος. Όπως χαρακτηριστικά μεταφέρει ο Θουκυδίδης μέσω της πρεσβείας των Αθηναίων στον περίφημο Διάλογο των Μηλίων, «ακολουθούν την πιο σωστή πολιτική όσοι απέναντι των ίσων δεν υποχωρούν, απέναντι των ισχυρότερων συμπεριφέρονται με φρόνηση και απέναντι των κατωτέρων είναι μετριοπαθείς (…)». Πολύ πιθανόν οι Ηνωμένες Πολιτείες να αντιμετωπίσουν αυτή την αμείλικτη πραγματικότητα στο άμεσο μέλλον.

  • Επίκουρος Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: