Η διαφθορά είναι μάστιγα: Η κοινωνία και οι θεσμοι θα στηρίξουν την καταπολέμησή της;




Του Δρα Αχιλλέα Αιμιλιανίδη

Η διαφθορά δεν είναι βέβαια πρόσφατο φαινόμενο. Δεν υπήρξε διαχρονικά κοινωνία χωρίς φαινόμενα διαφθοράς. Η προσπάθεια όμως αντιμετώπισης του φαινομένου της διαφθοράς στο σύγχρονο πλαίσιο παρουσιάζει ιδιαιτερότητες και πρόσθετες δυσχέρειες.

Τα σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα, η παγκοσμιοποίηση της αγοράς και η πολυπλοκότητα των συναλλαγών, αλλά και η υπέρμετρη εξειδίκευση των ζητημάτων που καλείται να επιλύσει ο δημόσιος τομέας, καθιστούν την αντιμετώπιση του φαινομένου της διαφθοράς ιδιαίτερα δυσχερή.

Όταν βέβαια υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις για χρηματισμό, δωροδοκία, νεποτισμό ή παρόμοιες ενέργειες, όπως γραπτά αποδεικτικά ή μεταφορά χρημάτων, η ύπαρξη διαφθοράς είναι πιο ευχερές να αποδειχθεί. Συχνά όμως τα ερωτήματα δεν είναι τόσο προφανή. Η διασύνδεση ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, πολιτικών κομμάτων και άσκησης δημόσιας εξουσίας δεν είναι ευχερές να κατηγοριοποιηθεί σε απομονωμένα κουτιά ως ακαδημαϊκή άσκηση. Στην πραγματική ζωή τα πολιτικά κόμματα και οι ομάδες συμφερόντων διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο σε κάθε έκφανση του δημόσιου βίου και το ερώτημα είναι σε ποιες περιπτώσεις και με ποιους τρόπους μπορεί να διασφαλιστεί η ανεξαρτησία των διοριζομένων από τους διορισθέντες. Οι δημόσιοι αξιωματούχοι, είτε έχουν εκλεγεί, είτε έχουν διοριστεί, οφείλουν το αξίωμα τους στη στήριξη συγκεκριμένων πολιτικών χώρων ή ομάδων συμφερόντων. Καλούνται δε να ασκήσουν συγκεκριμένη πολιτική.

Τα όρια είναι συχνά δυσδιάκριτα, ιδιαιτέρως διότι το Σύνταγμα και οι νόμοι, προκειμένου περί άσκησης δημόσιας εξουσίας, προβαίνουν σε γενικές και αφηρημένες ρυθμίσεις, προσδοκώντας στην αυτορρύθμιση. Εκείνα που συνιστούν ποινικώς κολάσιμες πράξεις διαφθοράς και συνδέονται με τη λήψη χρηματισμού είναι αρκετά συχνά σαφή – οι γκρίζες ζώνες όμως συχνότερα δεν είναι. Πολύ δε περισσότερο όταν η άσκηση της δημόσιας εξουσίας συνδέεται με άσκηση διακριτικής εξουσίας και όταν τα πραγματικά αίτια της άσκησης συγκεκριμένων επιλογών είναι δυσχερές να εντοπιστούν. Ο ρόλος της αστυνομίας, των ανεξάρτητων αρχών και οργάνων της πολιτείας, των δικαστηρίων, αλλά και των μέσων ενημέρωσης είναι καθοριστικός στην αντιμετώπιση φαινομένων διαφθοράς. Από την άλλη όμως τα μέσα ενημέρωσης ή και πάταξης της διαφθοράς δυνατόν να ταλανίζονται και τα ίδια από φαινόμενα διαφθοράς, να είναι κακόπιστα ή και απλώς να έχουν λάθος. Πολύ δε περισσότερο υπάρχει ο κίνδυνος η θεμιτή προσπάθεια αντιμετώπισης της διαφθοράς μέσω δημόσιων δηλώσεων και δημοσιότητας να οδηγήσει στην ανάπτυξη δημοσίων αισθημάτων κοινωνικής απαξίωσης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο πρόσφατα επανέλαβε ότι οι υπερβολικές δηλώσεις κρατικών αξιωματούχων και η επεμβατική δημοσιογραφία καθοδηγούν ή και δημιουργούν το λεγόμενο περί δικαίου κοινό αίσθημα με τρόπο που δεν περιποιεί τιμή σε κανένα, ιδίως όταν οι δηλώσεις πλήττουν και την προσωπικότητα και υπόληψη ενός ατόμου που είναι, απλώς, κατ’ ισχυρισμόν ύποπτος. Ως σημείωσε το Δικαστήριο: «Η αμετροέπεια είναι χαρακτηριστικό μιας φθίνουσας κοινωνίας που υποδαυλίζει η ίδια τους θεσμούς της και οδηγεί σε ηθική παρακμή. Αντίθετα, το μέτρο υποστηλώνει την κοινωνία και τους θεσμούς της και έρχεται αρωγός στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης ως θεσμού, με τα Δικαστήρια να αφήνονται να εκτελούν απερίσπαστα το πλέον δύσκολο ίσως ανθρώπινο έργο, αυτό του να είναι κάποιος κριτής του συνανθρώπου του».

Χαιρετώντας την σημαντική αυτή ημερίδα τονίζουμε πως απαιτείται διαφάνεια, άσκηση ελέγχου και ισχυρή ανεξαρτησία των θεσμών. Απαιτούνται θεσμοί και άνθρωποι που θα στηρίξουν τους θεσμούς με αποτελεσματικότητα και υπευθυνότητα. Ως πανεπιστημιακή Νομική Σχολή είμαστε ταγμένοι να στηρίξουμε τις προσπάθειες για αντιμετώπιση της διαφθοράς με τις όποιες δυνάμεις διαθέτουμε.

Κλείνω με το εξής: Επί Αγγλοκρατίας, οι Άγγλοι είχαν αποφασίσει όπως καταβάλλουν αμοιβή σε όσους παρέδιδαν στις Αρχές συγκεκριμένη ποσότητα ακριδών που είχαν αιχμαλωτίσει, σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο των ακριδών που κατέστρεφαν τις φυτείες. Λίγους μήνες μετά υποχρεώθηκαν να αποσύρουν το μέτρο διότι οι Κύπριοι είχαν στραφεί στην καλλιέργεια ακρίδας ώστε να αυξήσουν τον αριθμό των ακριδών που θα παρέδιδαν και συνεπώς τα εισοδήματά τους. Οποιαδήποτε μέτρα προϋποθέτουν μια κοινωνία και θεσμούς που να είναι κατάλληλοι και ώριμοι να τα υποστηρίξουν. Αλλιώς θα οδηγηθούν σε αποτυχία.

  • *Πρόεδρος του Τμήματος Νομικής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας – Ομιλία σε ημερίδα για τη διαφθορά που οργάνωσε το Πανεπιστήμιο Λευκωσίας

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: