Γεννήθηκε στις πολιτείες της ασφάλτου και στα λασπωμένα σοκάκια των λαϊκών συνοικιών από λείψανα θρύλων, από θραύσματα λέξεων που πλάστηκαν στις αμμουδιές του Ομήρου και σε χιονισμένες βουνοκορφές, ισορρόπησε χωρίς δίχτυ με το στόμα της αβύσσου ανοιχτό κάτωθέ του περπατώντας πάνω στην τρίχα ενός πινέλου που κράτησαν ο Θεόφιλος και ο Εγγονόπουλος, «ιστορήθηκε» ψηλά στον Μυστρά από τον Κόντογλου στα μάτια της στρατιάς των αλαφροΐσκιωτων που ήταν οι τελευταίοι στρατιώτες του Κωνσταντίνου Παλαιολογου, επικεφαλής εκείνης της στρατιάς των ανωνύμων αγίων του λαού που αγιάζουν στα πάθη και στη μάχη…
Κουβαλώντας, χωρίς να το υποψιάζεται καν, την γλωσσική «μνήμη» από τον «χιώτη τον τυφλό τραγουδιστή» ως τις Ωδές του Κάλβου, αποτύπωσε τον κόσμο σχεδόν αποκλειστικά με εικόνες, αγκαλιάζοντας τον όπως είναι και μεταπλάθοντάς τον με τα όνειρα και τις πίκρες του, τις προσδοκίες του και τις διαψεύσεις του…
Έφτασε ως εδώ με την ψυχή στο στόμα, στα μάτια αντιφέγγιζε η φωτιά που έκαψε τα πάντα, πάνω στο στήθος ένα μαντήλι με λίγο χώμα από την Αιολική Γη του Βενέζη για να φυτέψει με το χέρι σημαδεμένο για πάντα με το νούμερο 31328 ένα βασιλικό, ένα γεράνι, λίγη μυρωδιά και λίγο χρώμα σε ένα γκαζοτενεκέ, μην αλλιωτέψει η ψυχή του μέσα στη μαυρίλα…
Με το σαντούρι και το βιολί του έμενε το κερί της ελπίδας αναμμένο και γινόταν τα βράδια καράβι η παράγκα ναυπηγημένο με νότες από τους ευφυείς μάστορες της προσφυγιάς…
Και όταν όλοι οι δρόμοι έκλεισαν έβαλε τα μαύρα στιβάλια τα «βαριά» και τα μαύρα ρούχα του Μάρκου και με το τρίχορδο στο χέρι αντίκριζε κάθε μέρα τον κόσμο των ξεριζωμένων, των κατατρεγμένων, των κολασμένων, των δυνατών, αλλά και των άβουλων και μοιραίων.
Μέσα σε εκείνο το καλούπι πλάστηκε κι όλα ετούτα τα ‘κανε τραγούδι, ανάγλυφο μιας τέχνης ταπεινής μέσα στην μεγαλοσύνη της γιατί ήταν όσο ακριβώς χρειαζόταν. Ήταν και οι καιροί που δεν σήκωναν φτιασιδώματα, ούτε και υπεκφυγές, οι άνθρωποι έπρεπε να ζήσουν και για να γίνει αυτό χρειάζονταν και το τραγούδι, το δικό τους τραγούδι…
Με τις νότες και τους στίχους του, από το «τη Υπερμάχω» ως τα «μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια…» έφτιαξε ανθοδέσμες και τις πρόσφερε στα κορίτσια, με τις νότες και τους στίχους του ένωσε τον κόσμο της δουλειάς γιατί «ξεκλείδωσε» την ψυχή του, «σιδερωμένο» από πάθη και παθήματα, έβγαλε τη γλώσσα στους «ατσαλάκωτους», σαν χορός σε αρχαία τραγωδία υπενθύμισε άγραφους νόμους αξιοπρέπειας, απέναντι στην μικροαστική περιέργεια καθιέρωσε την δική του μυστική «γλώσσα» τις δικές του αυστηρές τελετουργίες, απλόχερο με τους σεμνούς και αγνούς, σκληρό απέναντι στους ασεβείς…
Λοιδορήθηκε, περιφρονήθηκε, κυνηγήθηκε, κάηκε στη φωτιά των παθών, αναβάτης που προσπάθησε να καβαλικέψει το αδάμαστο άτι του Ίμερου…
Πρόλαβε όμως να σπείρει την απέθαντη γενιά του παρότι ήξερε πως θα το «αρωματίσουν», θα το μεταλλάξουν, θα το στύψουν, όπως ήξερε και ότι θα το σεβαστούν. Εξακολουθεί να επιβάλλει και να απαιτεί σεβασμό, όπως του ταιριάζει, γιατί συντρόφεψε ανθρώπους που μόχθησαν, που χόρεψαν, που έκαναν όνειρα.
Κι όχι μόνο. Επιβάλλει και απαιτεί σεβασμό γιατί εξακολουθεί κυρίως να είναι εκείνη η μυστική και μυστηριώδης σπίθα, αυτός ο πειρατής όλων των καιρών, η υπενθύμιση μιας αρχέγονης μνήμης, ο εντός μας ποταμός που αναπάντεχα βγαίνει στην επιφάνεια και ύστερα πάλι χάνεται, για μια στιγμή ίσως, αλλά αρκετή για να μαγέψει έναν Σκαλκώτα, για να το σιγοτραγουδά μια Κάλλας τόσο μόνη μες την φοβερή ερημία του πλήθους που την αποθέωνε…
Είναι αυτό που πάντα θα ξεφεύγει από τα ημερολόγια και τις μελέτες, αυτό που δεν χωράει πουθενά, που δεν αντέχει τις τσιρίδες και τα «σόου», είναι ο μάγκας που απεχθάνεται τη «μαγκιά» το τραγούδι που προτιμά να μην ακούγεται από το να ποδοπατιέται…
Μας βρίσκει εκεί που δεν το περιμένουμε, είναι η σκιά των πριν από μας, η σκιά που αφήνουμε εμείς στο πέρασμά μας και που πάνω της χωρίς να το ξέρουν ακόμα θα ακουμπήσουν οι επόμενοι…
Είναι αυτή η μυστική και μυστηριώδης σπίθα που μπορεί να «πειράξει», να αγγίξει την πιο βαθιά κρυμμένη χορδή της ψυχής, εκείνη την χορδή που ο ήχος της ακούστηκε σαν παράπονο παιδιού από τον Μάρκο: «Δεν εγεννήθηκα κακός…».
Την ήξερε καλά αυτή την χορδή, και ο ίδιος και όλοι εκείνοι οι «παίδες εν καμίνω».
Και σήμερα που θα μάθαιναν ότι αποτελούν τμήμα της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας τι θα έκαναν;
Θα έδιναν τον λόγο στον Μάρκο με τα μαύρα ρούχα του, τα μαύρα στιβάλια του και το μπουζούκι του κι ενώ θα κούρδιζαν, εκείνος θα χαιρετούσε την ανθρωπότητα με τρείς λέξεις: «Γεια σας παίδες!». Γι΄ αυτό ήταν πατριάρχης του Ρεμπέτικου…
Γιώργος Μηλιώνης, AΠΕ-ΜΠΕ