Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ
Η πρόσφατη πραγματοποίηση της τριμερούς διάσκεψης μεταξύ Κύπρου, Ελλάδος και Αιγύπτου έφερε στην επιφάνεια το περιπεπλεγμένο πολιτικό και διπλωματικό τοπίο της Ανατολικής Μεσογείου. θέμα αυτό υπομιμνήσκει ότι πέραν των ελληνοτουρκικών διαφορών που επισκιάζουν το θέμα ανακήρυξης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) εκ μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας, υπάρχουν και οι μακρές αραβοϊσραηλινές διαφορές, που εισήλθαν, έστω και έμμεσα στο πεδίο της κυπριακής διπλωματίας.
Μία παράμετρος που έχει να κάνει με την Κύπρο είναι η μη επικύρωση εκ μέρους της Βουλής του Λιβάνου της συμφωνίας οριοθέτησης ΑΟΖ που υπέγραψαν τα δύο κράτη το 2007. Η απροθυμία του Λιβάνου να επικυρώσει τη συμφωνία οριοθέτησης Αποκλειστικής Ζώνης με την Κυπριακή Δημοκρατία, πέραν του ότι αποτελεί, θεωρητικώς τουλάχιστον, αρνητική εξέλιξη στην προσπάθεια επέκτασης του πεδίου έρευνας για ανεύρεση υποθαλασσίου πλούτου, εμπλέκει εμμέσως την Κύπρο στο μανιχαϊστικό πλαίσιο του Μεσανατολικού ζητήματος.
Τα θαλάσσια σύνορα της Συρίας, του Λιβάνου και της Παλαιστίνης καθορίστηκαν μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, δηλαδή μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πιο συγκεκριμένα, το 1920, αφού η Συρία και ο Λίβανος περιήλθαν υπό την κυριότητα της Γαλλίας καθώς επίσης η Παλαιστίνη και η Μεσοποταμία (Υπεριορδανία, Ιράκ) υπό την κυριότητα της Μ. Βρετανίας, με τη μορφή της Εντολής (mandate) της Κοινωνίας των Εθνών, οι δύο αποικιοκρατικές δυνάμεις υπέγραψαν στο Παρίσι τη Γαλλο-Βρετανική Συμφωνία Συνόρων, η οποία αποτελείται από 9 άρθρα (Franco-British Convention on Certain Points Connected with the Mandates for Syria and the Lebanon, Palestine and Mesopotamia). Η Συμφωνία προνοούσε τη δημιουργία μιας γαλλοβρετανικής επιτροπής εμπειρογνωμόνων με σκοπό να καθορίσει με ακρίβεια λεπτομέρειες στον προσδιορισμό των συνόρων. Η συγκεκριμένη επιτροπή υπέβαλε την τελική της έκθεση τον Φεβρουάριο του 1922 και η έκθεση, τελικώς, επεκυρώθη με κάποιες μικρές αλλαγές από αμφότερες τις πλευρές, το Μάρτιο του 1923.
Όταν η κυβέρνηση του Λιβάνου προχώρησε σε συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ με την Κυπριακή Δημοκρατία, το 2007, δεν ηγέρθη οποιαδήποτε ένσταση. Απ’ εκεί και πέρα, η λιβανική κυβέρνηση, εντός δύο μηνών, όφειλε να προχωρήσει σε επικύρωση της συμφωνίας από το κοινοβούλιό της. Αντ’ αυτού, παρατηρήθηκε καθυστέρηση και το 2011, μετά τη Συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ, μεταξύ Κύπρου και Ισραήλ, η λιβανική διπλωματική αντιπροσωπεία στον ΟΗΕ κυκλοφόρησε εγκύκλιο, σύμφωνα με την οποία προειδοποιούσε τον διεθνή οργανισμό ότι η βόρεια γραμμή της ΑΟΖ του Ισραήλ, όπως καθορίστηκε κατά την οριοθέτηση με την Κυπριακή Δημοκρατία, «απειλεί την ειρήνη και την ασφάλεια, παραβιάζοντας τα δικαιώματα του Λιβάνου». Ο Λίβανος θεωρεί ότι με βάση τη γαλλο-βρετανική συμφωνία του 1923, το Ισραήλ, με τη γραμμή που χάραξε, του υποκλέπτει θαλάσσια περιοχή περίπου 860 τετραγωνικών χιλιομέτρων, και κατ’ επέκταση πιθανό θαλάσσιο πλούτο.
Σε σχέση μόνο με την Κυπριακή Δημοκρατία, αν αναλύσουμε τη διπλωματική συμπεριφορά της κυβέρνησης του Λιβάνου, μπορούμε να εξαγάγουμε κάποια συμπεράσματα: α) ο Λίβανος δεν αμφισβητεί τίποτα από την ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά από αυτήν του Ισραήλ, β) από τη στιγμή που δεν υπάρχει σήμερα τριεθνές σημείο στο οποίο να συναντώνται οι ΑΟΖ της Κύπρου, του Ισραήλ και του Λιβάνου, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν επηρεάζεται από τη διαφορά μεταξύ των δύο άλλων χωρών και γ) η καθυστέρηση εκ μέρους του Λιβάνου για επικύρωση της Συμφωνίας, έχει να κάνει στην ουσία με πιέσεις που άσκησε προ δεκαετίας η Τουρκία στο Λίβανο, μέσω της Χιζμπολλάχ, στην προσπάθεια της Άγκυρας να εμποδίσει την Κύπρο από του να κατοχυρώσει, με διακρατικές συμφωνίες, τα δικαιώματά της στο θαλάσσιο χώρο. Τότε όμως οι σχέσεις της Τουρκίας με τη Συρία και τη Χιζμπολλάχ ήταν εξαιρετικά καλές. Σήμερα όμως είναι εξαιρετικά κακές.
Συνεπώς, σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική, η Κυπριακή Δημοκρατία μπορεί να προχωρήσει σε έρευνες στην ΑΟΖ που καθόρισε με συμφωνία με το Λίβανο, έστω και αν ο Λίβανος δεν επικύρωσε ακόμη τη Συμφωνία του 2007, με δεδομένο πάντοτε το γεγονός ότι ο Λίβανος δεν έθεσε οτιδήποτε σε αμφισβήτηση από την ΑΟΖ της Κύπρου. Η διαφορά που προέκυψε δεν αφορά την Κύπρο αλλά, αποκλειστικώς, το Λίβανο και το Ισραήλ. Βεβαίως, το ιδεατό θα ήταν να προέκυπτε μία Συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ μεταξύ του Ισραήλ και του Λιβάνου, αλλά δεν μπορεί να υπάρξει προς το παρόν διότι ο Λίβανος δεν αναγνωρίζει το Ισραήλ ως κράτος. Επομένως, το πρόβλημα μεταξύ των δύο χωρών δεν είναι μία απλή, τεχνικής φύσεως, οριοθέτηση των θαλασσίων συνόρων αλλά στην ουσία του πολιτικό.
Εν κατακλείδι, η παρούσα κατάσταση δεν εμποδίζει την Κυπριακή Δημοκρατία να προχωρήσει σε έρευνες στην ΑΟZ που συμφώνησε με το Λίβανο και ούτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί, από καμία κυβέρνηση, ως δικαιολογία για καθυστέρηση. Επίσης, θα ήταν καλύτερα για την Κυπριακή Δημοκρατία να αποφύγει οποιαδήποτε εμπλοκή στη διαφορά Λιβάνου – Ισραήλ γιατί είναι μάταιο και ριψοκίνδυνο, αφού η ήδη υπάρχουσα συμφωνία με το Ισραήλ και η εξέλιξη των Κυπροϊσραηλινών σχέσεων τα τελευταία χρόνια μπορεί, έστω και έμμεσα να εμπλέξει την Κύπρο στο φαύλο κύκλο του Μεσανατολικού Ζητήματος.