Του Σταύρου Τζίμα
Στις 12 Ιουλίου του 2011 ο παιδοψυχίατρος Μάριος Μαρκοβίτης, που ζει στη Θεσσαλονίκη, έλαβε ένα e-mail, μεταφρασμένο από τα ρωσικά σε αγγλικά του Google. Μεταξύ άλλων έγραφε:
«Αγαπητέ Μάριε, ο παππούς μου λεγόταν Μαρκοβίτης. Αναζητώ πληροφορίες για την οικογένειά του. Δεν γνωρίζω το πραγματικό του όνομα. Στην ΕΣΣΔ είχε το όνομα Ατσάλις Κονσταντίν. Τον Απρίλιο του 1931 είχε αποδράσει από τη φυλακή και κατέφυγε στην ΕΣΣΔ σαν πολιτικός πρόσφυγας. Παντρεύτηκε στη Μόσχα και απόκτησε το 1933 μια κόρη, τη Στέλλα. Το 1938 εκτελέστηκε για άδικους λόγους. Αποκαταστάθηκε το 1957. Το μόνο που έχω από τον παππού μου είναι μια φωτογραφία του 1938».
Αποστολέας: Ντμίτρι Αρακελιάν (Dmitri Arakelyants).
Το μήνυμα έπεσε σαν «κεραυνός» στην οικογένεια Μαρκοβίτη, που επί 90 χρόνια έψαχνε να μάθει τι απέγινε ο Μάρκος, τα ίχνη του οποίου είχαν χαθεί από το 1931, όταν απέδρασε μαζί με άλλους συντρόφους του από τις φυλακές Συγγρού και διέφυγε στη «μεγάλη πατρίδα του σοσιαλισμού», τη Σοβιετική Ένωση.
Τώρα είχε πιάσει την άκρη του νήματος, που θα οδηγούσε στην εξιχνίαση του μυστηρίου σχετικά με τους λόγους για τους οποίους ο Μάρκος, ένα από τα εννιά παιδιά της οικογένειας, είχε γίνει «κόκκινος κρίνος» στο τοίχο κάποιου γκούλαγκ του Ιωσήφ Στάλιν, την περίοδο της «μεγάλης τρομοκρατίας», με την κατηγορία ότι ήταν «εχθρός του λαού». Μαζί θα έρχονταν στο φως στοιχεία για την εξόντωση των Ελλήνων της τότε Σοβιετικής Ένωσης.
Ο Μάριος Μαρκοβίτης επικοινώνησε με τον Ντμίτρι Αρακελιάν, εγγονό (από την κόρη) του θείου του και επιβεβαίωσε ότι όντως ο Μάρκος ήταν μέλος της οικογένειας Μαρκοβίτη. Μαζί άρχισαν να ερευνούν τη διαδρομή του από τη Νάουσα ίσαμε τη Μόσχα και κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Σιβηρία, όπου έκλεισε πρόωρα και βίαια ο κύκλος της ζωής του.
«Ο πατέρας μου και οι άλλοι συγγενείς νόμιζαν ότι ήταν μεγάλος και τρανός, ενώ το 1938 είχε εκτελεστεί ως “εχθρός του λαού”» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Μάριος Μαρκοβίτης, ο οποίος με τα στοιχεία που βρέθηκαν στον φάκελο του Μάρκου, τον οποίο ανέσυρε από τα κρατικά αρχεία της Σοβιετικής Ένωσης με την κατάρρευση, συνέγραψε ένα συγκλονιστικό βιβλίο με τίτλο «Όχι, δεν είμαι εχθρός του λαού», που πρόκειται να κυκλοφορήσει τον επόμενο μήνα από τις εκδόσεις “Επίκεντρο”..
Στο βιβλίο παρατίθενται και δύο γράμματα του έγκλειστου στο γκούλαγκ Έλληνα κομμουνιστή προς τον Ιωσήφ Στάλιν, στα οποία ο Μάρκος Μαρκοβίτης, ή Κωνσταντίν Ατσάλις, όπως ήταν το όνομα που του είχαν δώσει οι Σοβιετικοί, υπερασπίζεται -τουλάχιστον έτσι νόμιζε- τον εαυτό του και δήλωνε την «αφοσίωσή» του στον σοβιετικό ηγέτη και τη «μεγάλη χώρα του σοσιαλισμού».
«Από ψιθύρους από κάποιους πολιτικούς πρόσφυγες που επέστρεψαν μετά τη χούντα μάθαμε ότι μπορεί να έχει εκτελεσθεί. Δεν ξέραμε ούτε ότι έχει σκοτωθεί, ούτε ότι αποκαταστάθηκε το 1957 επί Χρουστσόφ. Αυτά τα μάθαμε μετά το ΄89-΄90, όταν χαλάρωσαν τα πράγματα επί Γκορμπατσώφ. Ο ένας θείος μου και αδερφός του Μάρκου, Νίκος, έστειλε τότε επιστολή στο ΚΚΣΕ και πήρε απάντηση από την ΚΕ ότι εκτελέστηκε ως «εχθρός του λαού» «λανθασμένα» και ότι αποκαταστάθηκε. Το τι ακριβώς συνέβη το μάθαμε, όταν ο εγγονός του βρήκε τον φάκελό του και ήρθε σε επαφή μαζί μας. Ο Μάρκος δεν κρατούσε αρχείο και όλα τα έγγραφα βρέθηκαν στα αρχεία του κράτους» σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Μαρκοβίτης.
Παιδί εύπορης οικογένειας από τη Νάουσα ο Μάρκος μυήθηκε στα ιδεώδη του κομμουνισμού για τα οποία διώχθηκε και φυλακίστηκε αρχικά στο Καλπάκι Ιωαννίνων και ακολούθως στις φυλακές «υψίστης ασφαλείας», στη Συγγρού, στην Αθήνα, απ΄ όπου στα μέσα Απριλίου του 1931 θα αποδράσει με μια εντυπωσιακή επιχείρηση μαζί με άλλους οκτώ συντρόφους του και όλοι μαζί θα διαφύγουν με ρωσικό καράβι στη Σοβιετική Ένωση. Εκεί με το νέο του όνομα Κονσταντίν Ατσάλις, θα ξεκινήσει μια «δεύτερη ζωή», η οποία θα τελειώσει με τραγικό τρόπο εφτά χρόνια αργότερα.
Ο Μαρκοβίτης θα γίνει μέλος του μπολσεβικικού κόμματος, θα αναγνωρισθεί ως πολιτικός πρόσφυγας και θα του χορηγηθεί άδεια παραμονής, η οποία ουσιαστικά αποτελεί ένα εσωτερικό διαβατήριο. Ταυτόχρονα θα ενταχθεί στο κομματικό πανεπιστήμιο KOUNNZ, όπου φοιτούν κεντρωευρωπαίοι κομμουνιστές.
Από τα φρικτά κρατητήρια των ελληνικών φυλακών θα βρεθεί στη Μόσχα, «την πρωτεύουσα, την πόλη του Λένιν, του Στάλιν, την έδρα της Τρίτης Διεθνούς!» και μάλιστα από τον Ιανουάριο του 1932 ως μέλος του κόμματος των μπολσεβίκων με αριθμό κομματικής ταυτότητας 2233226, προνόμιο που απολάμβαναν ελάχιστοι Έλληνες κομμουνιστές. Τι άλλο να λαχταρούσε ο φλογερός 25χρονος επαναστάτης; Το ότι οι σοβιετικές Αρχές δεν του έδωσαν την υπηκοότητα και το σοβιετικό διαβατήριο, ήταν για τον Μαρκο μια λεπτομέρεια, που αποδόθηκε σε παρέμβαση της ηγεσίας του ΚΚΕ για να μπορεί να τον στείλει για κομματική δουλειά στην Ελλάδα.
Καθώς τα σύννεφα του «μεγάλου τρόμου», όπως έχει χαρακτηριστεί η περίοδος των σταλινικών διώξεων, είχαν αρχίσει να συσσωρεύονται στην Ισπανία, ο Μαρκοβίτης ζήτησε από το κόμμα να στον στείλει στην Ισπανία για να πολεμήσει μέσα από τις γραμμές των Διεθνών Ταξιαρχιών εναντίον του Φράνκο, ή να επιστρέψει στην Ελλάδα. Αντί αυτών, στάλθηκε με ειδική αποστολή μαζί και με τους άλλους Έλληνες στον νότο της Ρωσίας, στο Κρασνοντάρ. Ποια ήταν αυτή η αποστολή, όπως προκύπτει από τα έγγραφα που βρέθηκαν στον φάκελό του; Να εκκαθαρίσει από «αντικομματικά και αντεπαναστατικά στοιχεία» έναν μεγάλο εκτυπωτικό οργανισμό που εξέδιδε εφημερίδες, περιοδικά και σχολικά βιβλία» για τους χιλιάδες Έλληνες, που ζούσαν στα σοβιετικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας.
«Βγαλμένος από τη νέα σκληρή γενιά ορθόδοξων κομμουνιστών, πιστός στους 21 όρους της Κομμουνιστικής Διεθνούς, απόλυτα και ανεπιφύλακτα αφοσιωμένος στο κόμμα των μπολσεβίκων και στον μεγάλο ηγέτη Στάλιν, ο Μάρκος Μαρκοβίτης πίστευε ακράδαντα ότι εχθροί της ΕΣΣΔ υπήρχαν παντού. Δεν ήταν μόνο οι καπιταλιστές και οι φασίστες που προετοίμαζαν τον πόλεμο. Υπήρχαν και μέσα στη χώρα, κρύβονταν και δρούσαν ύπουλα» διηγείται ο Μάριος Μαρκοβίτης και συμπληρώνει: «Καθήκον του στην αποστολή που του ανατέθηκε ήταν να τους ανακαλύψει και να προστατέψει το Κόμμα και την Επανάσταση. Ο ίδιος φαίνεται πως θεωρούσε τον εαυτό του μακράν αλώβητο από τέτοιες σκέψεις και φόβους. Ήταν ένα απολύτως καθαρό, τίμιο, πιστό κομματικό στέλεχος, χωρίς ούτε μία μομφή σε όλη του τη διαδρομή. Τα περιγράφει με σπαραγμό στα γράμματα προς τον Στάλιν, τα σημειώνει σε όλα τα απογραφικά δελτία που είχε μέχρι τότε συμπληρώσει. Αυτά τουλάχιστον, μέχρι το Μάιο του 1937. Δεν είχε, λοιπόν, να φοβάται τίποτα».
Και ενώ εκείνος «κάρφωνε» Έλληνες συντρόφους του στον χώρο δουλειάς -αναφέρεται, μεταξύ άλλων, μια έκθεσή του για έναν Ιορδανίδη που εργαζόταν ως διορθωτής κειμένων, ότι μέσω των διορθώσεων γραμματικών λαθών περνούσε «αντισοβιετικά» και εθνικιστικά μηνύματα- άλλοι σύντροφοί του «κάρφωναν» τον ίδιο, με «κατηγορίες» του τύπου «ήταν τσιφλικάς στην Ελλάδα», «η απόδραση ήταν ?μαϊμού? για να μεταβεί στην Σοβιετική Ένωση σε ρόλο πράκτορα των μυστικών υπηρεσιών» κ.α.
Στο μεταξύ, από τις αρχές του 1937 η Λαϊκή Επιτροπή Εσωτερικής Ασφάλειας, η γνωστή NKVD είχε θέσει σε εφαρμογή το σχέδιο διωγμού των ξένων εθνοτήτων αρχής γεννημένης από τους Γερμανούς της Σοβιετικής Ένωσης. Οι συνθήκες θα αλλάξουν δραματικά και για τον Μαρκοβίτη καθώς πρώτα θα διαγράφει από το μπολσεβίκικο κόμμα «διότι δεν είχε σοβιετικό διαβατήριο», ή «διότι έκρυψε την κοινωνική του προέλευση» και αργότερα, στις αρχές Αυγούστου, θα απολυθεί από τον εκδοτικό οίκο, με την αιτιολογία ότι «… σε κάποιο έγγραφο αναφερόταν ότι το επάγγελμά μου είναι εργάτης υποδημάτων?».
Στις 11 Δεκεμβρίου 1937 θα εκδοθεί το διάταγμα του επικεφαλής της NKVD Νικολαϊ Γεζόφ με το οποίο τέθηκε σε εφαρμογή επιχείρηση, γνωστή ως «Ελληνική Επιχείρηση», ο διωγμός δηλαδή του ελληνικού στοιχείου.
«Στις 3 Ιανουαρίου του 1938, όταν η NKVD συνέλαβε τον Ochalis-Μάρκο, βαθιά μεσάνυχτα, στις δύο η ώρα. Έτσι γίνονταν όλες οι συλλήψεις. «?ξαφνικά κατά τη μία τη νύχτα αντήχησε ένα αφόρητα εκφραστικό χτύπημα στην πόρτα. “Ήρθαν για τον Όσια” είπα και πήγα ν? ανοίξω. Επρόκειτο για μια “νυχτερινή επιχείρηση”, στη γλώσσα των ανδρών της Ασφάλειας, την οποία έκανε μια τριάδα ατόμων, η γνωστή ως τρόικα. Ένας από τη NKVD, ένας από το Κόμμα και ο τρίτος από την εισαγγελία» αναφέρεται στο βιβλίο.
Οι σταλινικές εκκαθαρίσεις είχαν φτάσει την εποχή εκείνη στην κορύφωσή τους. Ξεκίνησαν αρχικά με τη δίωξη όλων των Γερμανών, μη εξαιρουμένων ούτε των κομμουνιστών που βρίσκονταν τότε στη Ρωσία. Η σειρά των Ελλήνων ήρθε τυπικά με την οδηγία Νο 50215 της NKVD, της 11ης Δεκεμβρίου του 1937. Οι συλλήψεις είχαν αρχίσει ήδη και από τις «ανακρίσεις» των πρώτων συλληφθέντων προέκυψαν τα «στοιχεία» για την «αντισοβιετική δράση των Ελλήνων».
Στον φάκελο του Μαρκοβίτη βρέθηκε και αντίγραφο της οδηγίας Γιεζόφ για τους Έλληνες. Λέει μεταξύ άλλων: «…Με στοιχεία από ανακρίσεις, διαπιστώνεται ότι η ελληνική αντικατασκοπία διενεργεί έντονη κατασκοπευτική, υπονομευτική και εξεγερτική δουλειά στην ΕΣΣΔ, εκπληρώνοντας τα καθήκοντα της αγγλικής, γερμανικής και ιαπωνικής αντικατασκοπίας. Η δράση αυτή αναπτύσσεται στις ελληνικές περιοχές Ραστοβ-να-ντον και Κρασναντάρσκι του βόρειου Καυκάσου, αλλά και σε περιοχές του Ντανιέσκ, της Οδησσού, σε περιοχές της Ουκρανίας, στην Απχαζία και σε άλλες δημοκρατίες της Υπερκαυκασίας, στην Κριμαία, αλλά και σε ομάδες Ελλήνων που είναι διασκορπισμένοι σε διάφορες περιοχές και πόλεις της ΕΣΣΔ.
Μαζί με την κατασκοπευτική-υπονομευτική δουλειά για το συμφέρον των Γερμανών και Ιαπώνων, η ελληνική αντικατασκοπία αναπτύσσει έντονη εθνικιστική αντεπαναστατική δραστηριότητα, βασισμένη στο πλατύ αντισοβιετικό στρώμα (κουλάκοι, καπνοπαραγωγοί, πρώην έμποροι, μαυραγορίτες, λαθρέμποροι συναλλάγματος) που υπάρχει ανάμεσα στον ελληνικό πληθυσμό της ΕΣΣΔ.
Για να ανακοπεί η αντικατασκοπευτική ελληνική δραστηριότητα ΔΙΝΩ ΕΝΤΟΛΗ:
Στις 15 Δεκεμβρίου, σε όλες τις δημοκρατίες, τις επαρχίες, τις περιοχές να συλληφθούν όλοι οι Έλληνες για τους οποίους υπάρχει υπόνοια κατασκοπευτικής, αντεπαναστατικής, εξεγερτικής, αντισοβιετικής δουλειάς.
Πρέπει να συλληφθούν όλοι οι Έλληνες (Έλληνες υπήκοοι ή υπήκοοι Σοβιετικής Ένωσης) των εξής κατηγοριών: α) όσοι βρίσκονται υπό παρακολούθηση β) πρώην έμποροι, μαυραγορίτες, λαθρέμποροι, έμποροι συναλλάγματος γ) Έλληνες που κάνουν δραστήρια εθνικιστική, αντισοβιετική δουλειά, και πρώτα απ? όλα κουλάκοι που κρύβονται δ) πολιτικοί κρατούμενοι και Έλληνες που έφτασαν παράνομα στην ΕΣΣΔ, ανεξάρτητα από ποια χώρα έφτασαν και ε) όλοι οι τακτοποιημένοι στην ΕΣΣΔ Έλληνες, οι λεγόμενοι πράκτορες του INO NKVD και της διεύθυνσης αντικατασκοπίας του Κόκκινου Στρατού».
Ο Μαρκοβίτης θα μεταφερθεί στις φυλακές Μπουτίρκα, απ΄ όπου θα γράψει το πρώτο γράμμα προς τον Ιωσήφ Στάλιν.
«Αγαπητέ σύντροφε Στάλιν
… αλλά ξαφνικά, στις 2:00 τη νύχτα στις 3 Ιανουαρίου 1938 συνελήφθηκα και άρχισε η τραγωδία μου. Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω πώς θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο, και στην αρχή σκεφτόμουν ότι ίσως με καλούν για ανάκριση σχετικά με τα θέματα του Εκδοτικού, για τα οποία είχα γράψει. Μπορεί, σκέφτηκα, να θέλουν να με χρησιμοποιήσουν σε κάποιο πολύ υπεύθυνο έργο, και να θέλουν έτσι να μάθουν περισσότερα για μένα και να με ελέγξουν. Αλλά δεν φαντάζεστε τη μεγάλη μου έκπληξη όταν ο ανακριτής, ο σύντροφος Γκορντέεφ (6ο Γραφείο του Τρίτου Τμήματος του NKVD), μου είπε ότι συνελήφθηκα ως “πράκτορας” της ελληνικής κατασκοπίας. Δεν μπορώ να περιγράψω την ψυχική κατάσταση, στην οποία βρίσκομαι από τότε. Δεν θυμάμαι ποτέ μου να έχω κλάψει, όμως εδώ έκλαψα. Έκλαψα σαν μικρό παιδί. Θα προτιμούσα χίλιες φορές να είχα πεθάνει (ήμουν πάντα έτοιμος για κάτι τέτοιο εάν το απαιτούσε το συμφέρον της εργατικής τάξης), παρά να ακούσω αυτά τα λόγια από τον σοβιετικό ανακριτή. Ποτέ δεν ένιωσα τέτοιο πόνο στο παρελθόν. Από τα σχολικά μου, ακόμα, χρόνια στο Κόμμα, ήμουν πάντα και παραμένω ακλόνητος και πιστός προς τη μεγάλη υπόθεση της εργατικής τάξης. Ονειρευόμουν και αγωνιζόμουν ενεργά σε ολόκληρη την ενήλικη ζωή μου για να εφαρμοστούν οι μεγάλες ιδέες του κομμουνισμού, και γι αυτόν τον λόγο έκοψα όλους τους δεσμούς μου με την παλιά μου οικογένεια, αρνήθηκα την κοινωνική μου τάξη και ήμουν πάντα έτοιμος να θυσιαστώ. Πώς μπορούν να με αποκαλούν “εχθρό του έθνους”, αυτού του έθνους που τόσο βαθιά αγάπησα, ή “προδότη της πατρίδας”, της οποίας ήμουν ένθερμος πατριώτης. Τι έκανα; Τι έγκλημα έχω διαπράξει; Βασάνισα πολύ τον εαυτό μου να σκεφτεί έστω και ένα βλαβερό λάθος που μπορεί να είχα διαπράξει, οποιεσδήποτε ασυνείδητες πράξεις ή, έστω, κάποια ατυχή έκφραση. Τίποτα, απολύτως τίποτα δεν βρήκα. Όλη μου η δουλειά (κομματική, κοινωνική, καθημερινή) ήταν απολύτως καθαρή και μέσα στα πλαίσια της κομματικότητας. Πάνω από όλα έβαζα πάντα όχι τα προσωπικά, ιδιοτελή μου συμφέροντα, αλλά τα συμφέροντα του λαού. Στην κομματική ζωή μου δεν είχα λάβει ούτε μία μομφή ή παρατήρηση. Ήμουν ευτυχισμένος που ζούσα και εργαζόμουν σε μια φανταστική χώρα, όπου όλα αυτά τα χρόνια, υπό την ηγεσία Σας, κτίσθηκε το υπέροχο οικοδόμημα του Σοσιαλισμού. Και τώρα βρίσκομαι εδώ, μαζί με τους εχθρούς του λαού! Ποιος, εγώ; Ποτέ δεν είχα αμφιβολίες ότι στη Σοβιετική Ένωση η αλήθεια πάντα επιβάλλεται και εάν κάποιο άτομο αποδειχθεί κάθαρμα, θα πρέπει να συντριβεί ανελέητα, όποιο και να ήταν το ένδοξο παρελθόν του. Είμαι βέβαιος ότι η περίπτωσή μου θα διαλευκανθεί και θα είμαι και πάλι ελεύθερος να επιστρέψω στη δουλειά που θα με διατάξει να κάνω το Κόμμα. Σας παρακαλώ, αγαπητέ Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς, να συμβάλετε στην επιτάχυνση της διερεύνησης του προβλήματος μου και την αποκατάστασή μου στο Κόμμα.
11 Ιανουαρίου 1938
Με κομμουνιστικούς χαιρετισμούς
Ochalis K.V. (Ατσάλις Κ.Β.)»
Το γράμμα, όπως και το «δεύτερο που “απέστειλε”, φυσικά δεν θα φτάσει ποτέ στον Στάλιν. Η παραίνεση των ανακριτών προς τους ανακρινόμενος να γράφουν στον Μεγάλο Ηγέτη, απλώς εξυπηρετούσε το έργο τους και συντηρούσε για τον Σοβιετικό ηγέτη την εικόνα του δικαίου, του προστάτη όλων, προσφέροντας στους κατηγορούμενους την ψευδαίσθηση της ύστατης, ανώτερης δικαιοσύνης και δικαίωσης.
Εξάλλου, τι απάντηση να προσδοκούσε ο Μαρκοβίτης, όταν ο ίδιος ο πολύς Νικολάι Μπουχάριν, ενόσω ήταν στις φυλακές, έγραψε στον Στάλιν 49 φορές και δεν πήρε απάντηση σε καμία;
Στις 19 Μαρτίου του 1938 ο Μαρκοβίτης – Ochalis θα παραπεμφθεί στο Ανώτατο Στρατιωτικό Δικαστήριο με βάση το άρθρο 58, παράγραφοι 6, 8 και 11 του Ποινικού κώδικα περί κατασκοπίας, υλοποίηση τρομοκρατικών πράξεων και οργανωμένη δράση, κατηγορίες που τιμωρούνταν με «το ανώτατο μέτρο κοινωνικής άμυνας: εκτέλεση…».
Το κατηγορητήριο δεν άφηνε καμία επιλογή πλην εκείνης του θανάτου.
«… Ο ΑΤΣΑΛΙΣ Κονσταντίν Βασίλιεβιτς ή ΜΑΡΚΟΒΙΤΗΣ γεννημένος το 1905 στην Ελλάδα, σε αστική οικογένεια, ελληνικής εθνικότητας, πολίτης της ΕΣΣΔ, έφτασε στην ΕΣΣΔ το 1931 ως πολιτικός πρόσφυγας, μέλος του ΚΚΕ από το 1928, μέλος του ΠΚΚ (μπ.) από το 1931, είχε διαγραφεί από το Κόμμα το 1937, ακόμα μέχρι τη σύλληψή του ελεγκτής της Ομάδας των Ειδικών Αποστολών των Εκδόσεων των Συνδικάτων κατηγορείται ότι:
α) Ευρισκόμενος στη φυλακή στη Αθήνα, το 1931, στρατολογήθηκε από τον πράκτορα της Ελληνικής Ασφάλειας ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ, για την κατασκοπευτική – προβoκατόρικη δουλειά στο ΚΚΕ και στη Σοβ. Ένωση.
β) Μετά τη στρατολόγηση, με την καθοδήγηση της Ελληνικής Ασφάλειας, δραπέτευσε από τη φυλακή μαζί με την ομάδα από 8 άτομα και στάλθηκε από την ΚΕ του ΚΚΕ στην ΕΣΣΔ ως πολιτικός πρόσφυγας.
γ) Ευρισκόμενος στη Σοβιετική Ένωση, έκανε κατασκοπευτική ? προβοκατόρικη δουλειά στο KUNMZ και στη ΔΛΣ και στο Ελληνικό τμήμα της Κομιντέρν, διαβιβάζοντας κατασκοπευτικά υλικά στον ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ και μετά στον ΠΑΝΟΦ και την ΠΕΤΡΟΒΑ.
δ) Δουλεύοντας στις Ελληνικές Περιοχές της επαρχίας Κρασναντάρ έκανε αντεπαναστατική εθνικιστική και ανατρεπτική δουλειά στο πολιτιστικό μέτωπο (Τύπος, λογοτεχνία).
Η Ελληνική Ασφάλεια, πριν στείλει τους πράκτορές της στην ΕΣΣΔ, βάζει μπρος τους τον στόχο να κάνουν τρομοκρατικές και υπονομευτικές ενέργειες, πράγμα που τον προσδιορίζει σαν άτομο που έχει σχέση με την τρομοκρατία, δηλ. με εγκλήματα που προβλέπονται από το άρθρο 58 παράγρ. 6, 8 και 11 του Ποινικού Κώδικα της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Με βάση τα παραπάνω ο ΑΤΣΑΛΙΣ Κονσταντίν Βασίλιεβιτς ή ΜΑΡΚΟΒΙΤΗΣ πρέπει να δικαστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης της ΕΣΣΔ σε εφαρμογή του Νόμου από την 1η Δεκεμβρίου 1934.
Ο ανακριτής του 6ου Τμήματος του 3ου Τομέα της Διοίκησης Της Κρατικής Ασφάλειας, Υπαξιωματικός Κρατικής Ασφάλειας».
Η εκτέλεση θα γίνει την ίδια μέρα σε περιοχή λίγο έξω από τη Μόσχα, γνωστή σήμερα ως Kommunarka Polygon.
Εκεί βρίσκεται ο δεύτερος μεγαλύτερος ομαδικός τάφος των θυμάτων των σταλινικών εκκαθαρίσεων. Ανάμεσά τους ο Μπουχάριν, ο Ρίκοφ, ο συγγραφέας Μπόρις Πιλνιάκ κ.α.
Για τον Ochalis, η αποκατάσταση θα έρθει με απόφαση του Στρατοδικείου του Ανωτάτου Δικαστηρίου της ΕΣΣΔ (Νο 4η-021346/56 του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στη συνεδρία της 6ης Ιουνίου 1957), η οποία, σύμφωνα με τα νέα δεδομένα για την υπόθεση, διαπίστωσε και συμπέρανε «?την αθωότητα και το αβάσιμον της καταδίκης του» και κατόπιν αυτών ακύρωσε την αρχική καταδίκη και έκλεισε την υπόθεση.
Η κόρη του Μάρκου Μαρκοβίτη ζει σήμερα στη Μόσχα σε προχωρημένη ηλικία, όπως και ο γιος της και εγγονός του που εντόπισε και ανέσυρε τον φάκελο της τραγικής διαδρομής του παππού του. Από το 2011 αποκαταστάθηκε και η επικοινωνία με τον Μάριο Μαρκοβίτη και τους λοιπούς εν Ελλάδι μακρινούς συγγενείς.
ΑΠΕ-ΜΠΕ