Πρόσω ολοταχώς για να κλείσει χρόνια ανοικτά μέτωπα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στα Βαλκάνια και να προσαρμοσθεί στο αναδυόμενο γεωπολιτικό τοπίο κινείται ο υπουργός Εξωτερικών. Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται το ταξίδι του στην Τουρκία και η επίσκεψη του Ερντογάν στην Ελλάδα, πιθανότατα στο τέλος Νοεμβρίου ή αρχές Δεκεμβρίου.
Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, η επίσκεψη Κοτζιά κλείστηκε όχι μέσω Τσαβούσογλου, αλλά μέσα από κανάλι με το περιβάλλον του ίδιου του Τούρκου προέδρου.
Κατά τις ίδιες πληροφορίες, ο Ερντογάν εξέφρασε εξαρχής την επιθυμία του να επισκεφθεί την Ελλάδα. Γι’ αυτό, όταν του έγινε η πρόσκληση, όχι μόνο ανταποκρίθηκε αμέσως, αλλά και ζήτησε η επίσκεψη να γίνει το ταχύτερο δυνατόν. Είναι προφανές, πως ο ισχυρός άνδρας της Τουρκίας επιζητεί αυτή την επίσκεψη για να στείλει ένα μήνυμα πως δεν έχει μπει σε διπλωματική καραντίνα από τη Δύση.
Κύκλοι του υπουργείου Εξωτερικών, πάντως, σημείωναν με ενδιαφέρον ότι για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό τις ημέρες που ακολούθησαν την επίσκεψη Κοτζιά δεν σημειώθηκε ούτε μία παραβίαση στο Αιγαίο. Προσέθεταν, βεβαίως, πως μόνο ο χρόνος θα δείξει εάν πρόκειται για κάτι συγκυριακό, ή για μία αλλαγή στάσης εκ μέρους της Άγκυρας.
Το δόγμα του Κοτζιά είναι ότι τα προβλήματα και στις σχέσεις Αθήνας-Τιράνων και στις σχέσεις Αθήνας-Σκοπίων έχουν μεν τη σημασία τους, αλλά δεν απειλούν την εθνική ασφάλεια. Αντιθέτως, η ελληνοτουρκική διένεξη έχει γεωστρατηγικό χαρακτήρα και την απειλεί. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να επιδιωχθεί το κλείσιμο των βαλκανικών μετώπων με έντιμους συμβιβασμούς, προκειμένου να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά το τουρκικό πρόβλημα.
Τα βαλκανικά μέτωπα
Για τον σκοπό αυτό ο Κοτζιάς θα εργασθεί προσεχώς με τον Αλβανό ομόλογό του με σκοπό να επιδιώξει μία συμφωνία-πακέτο για όλες τις εκκρεμότητες στις ελληνοαλβανικές σχέσεις. Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, στις επαφές των δύο υπουργών ο Μπουσάτι εμφανίζεται μετριοπαθής και εποικοδομητικός. Στο υπουργείο Εξωτερικών, ωστόσο, κρατάνε μικρό καλάθι, επειδή υπάρχει αρνητική προϊστορία και ο πρωθυπουργός Ράμα, που κινεί τα νήματα, δεν κρίνεται αξιόπιστος.
Στο ίδιο πλαίσιο εγγράφεται και η πρόθεση του Κοτζιά να έχει λύσει το πρόβλημα της ονομασίας της FYROM μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2018. Γι’ αυτό και ξαναμπαίνει στο “γήπεδο” ο μεσολαβητής του ΟΗΕ Νίμιτς, καλώντας προσεχώς τους εκπροσώπους Αθήνας και Σκοπίων για ένα νέο κύκλο διαπραγματεύσεων. Η εκτίμηση στην Αθήνα είναι ότι η κυβέρνηση Ζάεφ θα επιδείξει ευελιξία. Δεν μπορούν, ωστόσο, να προβλέψουν από τώρα εάν θα είναι επαρκής.
Τόσο οι Αμερικανοί όσο και η Ευρωπαίοι επιδιώκουν να στηρίξουν τη νέα κυβέρνηση στα Σκόπια. Η προηγούμενη κυβέρνηση Γκρουέφσκι είχε προκαλέσει τη Δύση όχι μόνο με τον άκρατο εθνικισμό της, αλλά κυρίως για την προσέγγισή της με τη Μόσχα. Γι’ αυτό και οι Δυτικοί παροτρύνουν την ελληνική πλευρά να εξαντλήσει όλα τα περιθώρια για να βρεθεί συμβιβαστική λύση και μάλιστα γρήγορα.
Όλη αυτή η διπλωματική κινητικότητα, λοιπόν, δεν είναι συμπτωματική. Πρόθεση της κυβέρνησης είναι να “καθαρίσει το έδαφος”, ώστε η Ελλάδα να αντιμετωπίσει από πλεονεκτική θέση τις προκλήσεις που αναμένεται να προκύψουν από κυοφορούμενες γεωπολιτικές αλλαγές.
Το κουρδικό χαρτί
Είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού ότι το ρήγμα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις έχει δρομολογήσει μία αναθεώρηση ή τουλάχιστον μία προσαρμογή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Αν και αυτό το διάστημα οι δύο πλευρές καταβάλλουν προσπάθειες να γεφυρώσουν το χάσμα που τις χωρίζει, οι πιθανότητες να συμβεί αυτό είναι περιορισμένες. Ο βασικός λόγος είναι το Κουρδικό.
Ένας ισχυρός λόγος που αποτρέπει τους Αμερικανούς να εγκαταλείψουν το κουρδικό χαρτί είναι ότι επιδιώκουν μελλοντικά να το χρησιμοποιήσουν και εναντίον του Ιράν. Δεν είναι τυχαίο, βεβαίως, ότι το Ισραήλ έχει από νωρίς κάνει τη στρατηγική επιλογή του υπέρ της ίδρυσης κουρδικού κράτους.
Η συμμαχία της Ουάσιγκτον με τους Κούρδους τροφοδότησε την καχυποψία του Ερντογάν για τις προθέσεις της, γεγονός που τον εξώθησε να στραφεί προς τη Μόσχα. Η απόπειρα ανατροπής του τον Ιούλιο 2016 έπεισε τον Τούρκο πρόεδρο πως πίσω από τους πραξικοπηματίες ήταν οι ΗΠΑ. Όταν καταγγέλλει τον Γκιουλέν, στην πραγματικότητα δείχνει τη CIA. Οι συνεχείς τριβές και τα ουκ ολίγα επεισόδια που μεσολάβησαν από τότε είναι μία ισχυρή ένδειξη ότι το χάσμα έχει καταστεί αγεφύρωτο.
Θυμικές αντιδράσεις ή στρατηγική επιλογή;
Οι Αμερικανοί δεν θέλουν να χάσουν την Τουρκία, την οποία θεωρούν πολύτιμο γεωπολιτικό “οικόπεδο”. Γι’ αυτό και μέχρι τώρα έχουν αποφύγει να ωθήσουν τα πράγματα σε ανοικτή ρήξη. Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, το ερώτημα που απασχολεί το Στέητ Ντηπάρτμεντ είναι εάν οι κινήσεις απομάκρυνσης του Ερντογάν από τις ΗΠΑ πηγάζουν από τον θυμό του, ή από μία ώριμη στρατηγική επιλογή του.
Εάν πηγάζουν από τον θυμό του, στην Ουάσιγκτον θεωρούν πως το χάσμα μπορεί να γεφυρωθεί. Εάν, όμως, πεισθούν πως πρόκειται για ώριμη στρατηγική επιλογή, θα ξεγράψουν τον Ερντογάν με ό,τι αυτό σημαίνει. Σε μία τέτοια περίπτωση το ερώτημα που θέτουν οι σχεδιαστές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής είναι εάν υπάρχουν διάδοχες προσωπικότητες και δυνάμεις, οι οποίες θα ήταν πρόθυμες να αποκαταστήσουν τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις στο παραδοσιακό πλαίσιό τους. Και το ερώτημα αυτό αποκτάει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, επειδή οι Αμερικανοί έχουν πληροφορίες ότι η υγεία του Τούρκου προέδρου εμφανίζει σημάδια επιδείνωσης.
Ενδεικτικό του πόσο απασχολούν αυτά τα ερωτήματα την αμερικανική διπλωματία –και όχι μόνο– είναι ότι για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια οι Αμερικανοί ζητούν επιμόνως την άποψη συνομιλητών τους που έχουν εικόνα για την Τουρκία και ευρύτερα για την περιοχή. Το έκαναν και με τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών. Τον έχουν, μάλιστα, καλέσει να ξαναπάει στην Ουάσιγκτον για συνομιλίες τον ερχόμενο Ιανουάριο ή Φεβρουάριο.
Η κάλυψη του γεωπολιτικού κενού
Κατά τις ίδιες πληροφορίες, είναι εμφανής η ανησυχία στην Ουάσιγκτον για την απώλεια συμμάχων. Διαπιστώνουν σημάδια στρατηγικής υποχώρησης της Δύσης και ψάχνουν τρόπους για να ανασυγκροτήσουν την ηγεμονία της. Γι’ αυτό και θα κάνουν ό,τι μπορούν για να μη χάσουν την Τουρκία. Από την άλλη πλευρά, όμως, οι Αμερικανοί δεν μπορούν να κάνουν πως δεν συμβαίνει τίποτα. Γι’ αυτό, αν και δεν έχουν κόψει τις γέφυρες, προσανατολίζονται σε εναλλακτικές λύσεις και επί προεδρίας Ομπάμα και επί προεδρίας Τραμπ.
Εναλλακτική λύση μπορεί να είναι μόνο η Ελλάδα. Η απομάκρυνση της Τουρκίας από τη Δύση σπάει την παραδοσιακή αντίληψη που βλέπει την Ελλάδα και την Τουρκία σαν γεωπολιτικό πακέτο. Δημιουργεί ένα κενό, το οποίο πρέπει να καλυφθεί. Όσο οι Αμερικανοί οδηγούνται στην εκτίμηση ότι το χάσμα με την Τουρκία του Ερντογάν είναι αγεφύρωτο τόσο θα επαναξιολογούν τον ρόλο της Ελλάδας. Από γεωπολιτικής απόψεως, η Ελλάδα τείνει να μετατραπεί από χώρα δεύτερης γραμμής σε χώρα πρώτης γραμμής. Δεν είμαστε ακόμα εκεί, αλλά προς τα εκεί βαδίζουν τα πράγματα.
Στην περίπτωση πάντα που συμβεί αυτό, τα προβλήματα της Ελλάδας θα γίνουν κατά μία έννοια και ως ένα βαθμό και προβλήματα της Δύσης. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι θα διευκολυνθεί η επίλυσή τους. Δεν πρόκειται οι Αμερικανοί να στηριχθούν σε μία Ελλάδα, η οποία είναι στο όριο της κατάρρευσης. Σε αντίθεση με την ΕΕ, η οποία παραμένει σε μεγάλο βαθμό εγκλωβισμένη στον οικονομισμό, οι ΗΠΑ, ως υπερδύναμη, έχουν σφαιρική προσέγγιση.