Από μηχανής Θεός… Όταν το τραγούδι γίνεται καημός με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση




Του Πόλυ Κυριάκου

Βρίσκομαι στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας-Λεμεσού. Έχει ήδη σουρουπώσει. Η πόλη ξεχύνεται σιγά-σιγά… Μια υπέροχη αίσθηση φθινοπώρου, με τους ανθρώπους να φεύγουν ένας-ένας, να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Βάζω το ραδιόφωνο. Ένα πολύ ευαίσθητο τραγούδι μιλάει για την πατρίδα. Να μπορούσα να κλείσω τα μάτια, να χαθώ μέσα στα λόγια του ποιητή… Με τι καρδιά, με τι πνοή, τι πόθους και τι πάθος πήραμε τη ζωή μας• λάθος! κι αλλάξαμε ζωή…

Kι όπως φεύγουν τα χιλιόμετρα, το τραγούδι γίνεται καημός με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Ο Μίκης Θεοδωράκης τόσα χρόνια πριν, πώς μπόρεσε να φορέσει μια τέτοια μουσική στην ποίηση του Σεφέρη. Και πώς κατάφερε, δεκαετίες αργότερα αυτό το άκουσμα, η κάθε λέξη, η κάθε συλλαβή να είναι γραμμένη για σήμερα. Πώς γίνεται…

Ο δρόμος γίνεται ουρανός. Ο δρόμος ανακατεύεται μέσα στα σύννεφα. Κάθε σύννεφο και χιλιόμετρο. Κάθε χιλιόμετρο και κόμπος στον λαιμό για τούτη τη μικρή, την κουρασμένη πατρίδα…

Τελειώνει το τραγούδι. Κλείνω το ραδιόφωνο. Ησυχία. Μπαίνω στα βάθη του μυαλού, αναρωτιέμαι για όσα η ζωή μάς κληρονόμησε. Για όσα τα χρόνια μάς φόρτωσαν στις αδύναμες πλάτες μας. Κι όπως πατάω το γκάζι γίνομαι σφαίρα και πάω ακόμα πιο ψηλά, μέσα στα πιο γκρίζα σύννεφα, εκεί που μάτι ανθρώπου δεν μπορεί να ταξιδέψει…

Κι όπως απλώνω το βλέμμα μου μπροστά μου, αντικρίζω γιγαντοαφίσες… Γιγαντοαφίσες που μιλάνε για προεδρικές εκλογές. Μέσα σε αυτές τις πανύψηλες και άπιαστες εικόνες διαβάζω την αγωνία. Την ανθρώπινη αγωνία που σκοπό έχει να εκφράσει όλα όσα θα ήθελαν να πραγματοποιήσουν για το καλό της πατρίδας.

Μέσα στα λόγια τής τεράστιας αφίσας διαβάζω τις λέξεις. Στις μέρες μας τις λένε σλόγκαν… Ίσως αυτές οι λέξεις να καταγράφουν όσα αληθινά θέλουν να εκφράσουν, ίσως όμως να μην το καταφέρνουν… Γιατί, κανένας, κανένας δεν μπορεί να σηκώσει το φορτίο αυτής της ευθύνης. Γιατί, αυτή η ευθύνη έχει πολλούς προβολείς. Τους προβολείς των προγόνων μας, τους προβολείς των αδικοσκοτωμένων, τους προβολείς των αγνοουμένων, τους προβολείς της πληγής που ακόμα είναι ανοιχτή, τους προβολείς των παιδιών μας, που παρακολουθούν μπας κι ένα μαγικό ραβδί μάς ντύσει στα γιορτινά μας. Έτσι, όπως ονειρευόμαστε…

Προχωρεί το αμάξι. Κι άλλες αφίσες, κι άλλα σλόγκαν. Ο αυτοκινητόδρομος στολίζεται με ελπίδες. Με υποσχέσεις. Απ’ όλους όσοι υπόσχονται μια καλύτερη ζωή, μια σίγουρη λύση στον γόρδιο δεσμό μας. Υπάρχει καλύτερη ζωή; Υπάρχει πιθανότητα μιας καλύτερης λύσης, όταν το θεριό επιμένει να ουρλιάζει, ακόμα, μέρα νύχτα από τον Πενταδάχτυλο; Ποιος κοινός θνητός μπορεί να ξεγελάσει το άγριο βλέμμα που χρόνια σαράντα τέσσερα μουγκρίζει δίπλα μας;

Τελείωσε η διαδρομή. Τελείωσε, όπως και το τραγούδι. Πέρασαν οι εικόνες μπρος απ’ τα μάτια μας. Παρέλασαν οι ελπίδες και οι υποσχέσεις. Μέσα από τις μεγάλες αφίσες πάμε ν’ αγκαλιάσουμε τα μικρά μας όνειρα. Αυτά που είναι χειροπιαστά. Δίχως μεγάλα λόγια. Πάμε να δούμε την αλήθεια μας. Πάμε να σκύψουμε στις πληγές μας και να δούμε έναν-έναν τους επιδέσμους μας.

Γιατί, κανένας «από μηχανής Θεός» δεν περίσσεψε. Θα ξυπνήσουμε ένα πρωί, θα δούμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη και θα βάλουμε στην κάλπη αυτό που αισθανόμαστε ότι έχει μέσα του ειλικρίνεια. Και, όπως κάθε μέρα, θα ελπίζουμε. Όσο μπορούμε κι όσο αντέχουμε. Αλλά, «από μηχανής Θεός» δεν υπάρχει. Ούτε στα παραμύθια…

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: