“Θα πάει ο πρόεδρος Τραμπ σε πόλεμο με τη Βόρεια Κορέα”, ήταν η απλοϊκή ερώτηση της δημοσιογράφου…




Του ΖΑΧΑΡΙΑ ΜΙΧΑ*

Μόλις είχαν ολοκληρωθεί οι δηλώσεις του υπουργού Άμυνας των ΗΠΑ, στρατηγού εν αποστρατεία των Πεζοναυτών, Τζέιμς Μάτις μετά την ολοκλήρωση της ομάδας εθνικής ασφάλειας του Λευκού Οίκου που συναντήθηκαν για να συζητήσουν την αμερικανική απάντηση στην τελευταία πρόκληση του καθεστώτος του Κιμ Γιονγκ Ουν στο βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου, την έκτη πυρηνική δοκιμή που αφορούσε κατά τα φαινόμενα «βόμβα υδρογόνου» και η ερώτηση της δημοσιογράφου ακούστηκε τόσο αφοπλιστικά απλοϊκή, αποτυπώνοντας όμως την αγωνία του μέσου πολίτη που δεν εξοικειωμένος ιδιαίτερα με τη «γλώσσα της διπλωματίας»: Θα πάει ο πρόεδρος σε πόλεμο κύριε υπουργέ;

Ο Τζέιμς Μάτις είχε δίπλα του τον αρχηγό του μικτού επιτελείου των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων, στρατηγό Ντάνφορντ, ενώ στη σύσκεψη συμμετείχε ο σύμβουλος εθνικής ασφαλείας, αντιστράτηγος – εν ενεργεία – Μακμάστερ και ο προσωπάρχης του Λευκού Οίκου, επίσης στρατηγός εν αποστρατεία από τις τάξεις των Πεζοναυτών, Τζέιμς Κέλι.

Προφανώς, απάντηση στην ερώτηση η δημοσιογράφος δεν έλαβε, καθώς με την ολοκλήρωση των δηλώσεων οι δυο άνδρες έκαναν μεταβολή και ξεκίνησαν να συζητούν μεταξύ τους, κλασική μέθοδος αποφυγής της καταιγίδας των ερωτήσεων που είναι φυσιολογικό να έχουν οι δημοσιογράφοι.

Τι είπε όμως ο υπουργός Άμυνας; Ότι οι ΗΠΑ έχουν τον τρόπο να υπερασπίσουν τον εαυτό τους και τους συμμάχους τους, κατονομάζοντας τη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία, ενώ οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις θα δώσουν «μαζική στρατιωτική απάντηση» σε οποιαδήποτε επίθεση εναντίον των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένης της νήσου Γκουάμ στον Ινδικό ωκεανό, ή των συμμάχων τους, μια απάντηση η οποία θα είναι «τόσο αποτελεσματική όσο και σαρωτική».

Ο Μάτις πρόσθεσε ότι η Ουάσινγκτον δεν επιδιώκει την «πλήρη εξολόθρευση [σ.σ. «annihilation» ήταν ο όρος που χρησιμοποίησε] μιας χώρας, εν προκειμένω της Βόρειας Κορέας, ενώ ανέφερε ότι οι ΗΠΑ έχουν πολλαπλές στρατιωτικές επιλογές και η συνάντηση με τον πρόεδρο Τραμπ είχε σαν σκοπό να εξηγήσουν καθεμιά ξεχωριστά. Προφανώς τι θα περιλαμβάνει, το ρίσκο βορειοκορεατικής ανταπόδοσης και τη δυνητική της αποτελεσματικότητα.

Τα πέντε πρώτα συμπεράσματα…

Μια πρώτη προσπάθεια προσέγγισης των δηλώσεων του Τζέιμς Μάτις και μέσω αυτής να εικάσει κανείς ποιες θα είναι οι άμεσες επιλογές των ΗΠΑ στην κρίση με τη Βόρεια Κορέα, θα μπορούσε να καταλήξει στα ακόλουθα συμπεράσματα.

Το πρώτο θα επιχειρήσει να απαντήσει στην ερώτηση της δημοσιογράφου, όπως ακούγεται στο σχετικό βίντεο και είναι πως, όχι, οι Ηνωμένες Πολιτείες δε σκοπεύουν να πάνε σε πόλεμο για να τιμωρήσουν τη Βόρεια Κορέα για την πυρηνική δοκιμή που πραγματοποίησε.

Το δεύτερο συμπέρασμα έρχεται να τεκμηριώσει το πρώτο… Οι ΗΠΑ απείλησαν με συντριπτικά αντίποινα τη Βόρεια Κορέα σε περίπτωση που εξαπολύσει επίθεση εναντίον είτε των ΗΠΑ, του Γκουάμ συμπεριλαμβανομένου, είτε των συμμάχων τους. Αυτό εάν αναγνωστεί «αντίστροφα», σημαίνει ότι το «στρατιωτικό εργαλείο» δεν θα χρησιμοποιηθεί όσο η Βόρειος Κορέα δεν επιτίθεται στις ΗΠΑ ή τους συμμάχους της.

Το τρίτο συμπέρασμα είναι, ότι οι ΗΠΑ δεν σκοπεύουν να καταφύγουν στο πυρηνικό τους οπλοστάσιο, όσο κι αν ο εκ των προτέρων αποκλεισμός της πυρηνικής επιλογής, μοιάζει λίγο παράξενος, αφού μια επίθεση στο Γκουάμ, θα μπορούσε να γίνει με βαλλιστικούς πυραύλους που θα φέρουν συμβατικές ή μη (π.χ. πυρηνικές) κεφαλές.

Το τέταρτο συμπέρασμα, διευκρινιστικό του τρίτου, είναι ότι η αύξηση του αριθμού των χωρών που κατέχουν πυρηνικά οπλοστάσια, αυξάνει την ανάγκη ενίσχυσης του αποκαλούμενου ως «πυρηνικού ταμπού», το οποίο μεταφράζεται σε απλά ελληνικά, ότι τα όπλα τα διαθέτουμε για σκοπούς αποτροπής, ωστόσο, κάνουμε τα πάντα για να αποφύγουμε τη χρήση τους, έχοντας συναίσθηση της καταστρεπτικής τους ισχύος.

Τα πέμπτο συμπέρασμα είναι ότι οι ΗΠΑ επιχειρούν με τη δήλωση αυτή να παίξουν κι έναν «παιδευτικό ρόλο» στο διεθνές σύστημα για τον ρόλο των πυρηνικών, το αποτέλεσμα όμως αυτής της επιλογής θα μπορούσε να έχει και μια ανησυχητική για τα συμφέροντα των Αμερικανών διάσταση, καθώς διακηρύσσει εμμέσως ότι δεν σκοπεύει να χρησιμοποιήσει το πυρηνικό οπλοστάσιο και αυτό το κάνει συνειδητά, χωρίς καν να αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο, υπό προϋποθέσεις να το σκεφτεί. Αυτά όλα όμως οδηγούν και σε μια σειρά από άλλες σκέψεις…

Η ιδιαίτερη λογική του «παιγνίου» της αποτροπής…

Ισχύει η μη προσφυγή στο πυρηνικό οπλοστάσιο ακόμα κι αν δεχθεί αμερικανικό έδαφος (π.χ. η νήσος Γκουάμ) επίθεση με βαλλιστικό πύραυλο που θα φέρει πυρηνική κεφαλή (δεν υπάρχει δήλωση που να διευκρινίζει το αντίθετο); Η εντύπωση που δίνεται από τις δηλώσεις είναι πως ναι, διότι η διαβεβαίωση ότι οι ΗΠΑ δε σκοπεύουν σε «annihilation» (εξολόθρευση) της Βόρειας Κορέας, συνδέεται αυτομάτως με τα πυρηνικά, ως το μόνο μέσο που θα μπορούσε να φέρει αυτό το αποτέλεσμα.

Σύμφωνα με τα λόγια του υπουργού Άμυνας, αυτό θα το κάνει διότι «διαθέτει πληθώρα στρατιωτικών επιλογών» για να απαντήσει. Ειδικά όμως για το Γκουάμ υπάρχει και άλλη μία διάσταση. Εάν δεχόταν πυρηνικό πλήγμα το Γκουάμ, θα επέλεγαν οι ΗΠΑ πυρηνική ανταπόδοση (nuclear retaliation), εάν η Πιονγκ Γιανγκ διέθετε αξιόπιστους βαλλιστικούς πυραύλους ικανούς να πλήξουν μια αμερικανική μεγαλούπολη;

Ή μήπως θα ήταν πιο λογικό να μην καταφύγουν στο πυρηνικό τους οπλοστάσιο, σε μια προσπάθεια να περιορίσουν γεωγραφικά το πυρηνικό πλήγμα και να αποφύγουν, ή απλά να μη ρισκάρουν, «πρόσκληση» πλήγματος στο μητροπολιτικό έδαφος των Ηνωμένων Πολιτειών; Διότι αν μη τι άλλο, το καθεστώς του Κιμ Γιονγκ Ουν έχει προσπαθεί με κάθε τρόπο να «χτίσει» τη φήμη του αδίστακτου, με στόχο αν γίνονται πιστευτές οι αποτρεπτικές του απειλές και εν τέλει να υπαγορεύει την επιθυμητή συμπεριφορά ακόμα και σε πολύ ισχυρότερους – σε απόλυτες τιμές – αντιπάλους όπως οι ΗΠΑ.

Τη συμπεριφορά της Ουάσιγκτον την παρακολουθεί και η Μόσχα

Πηγαίνοντας τον συλλογισμό ένα βήμα παρακάτω, εάν εμφανιστούν οι ΗΠΑ να υποχωρούν απέναντι στο καθεστώς του Κιμ Γιονγκ Ουν, με τον τρόπο που περιγράφτηκε παραπάνω, ποιο είναι άραγε το μήνυμα που θα αποκωδικοποιήσει η Μόσχα από αυτή τη δήλωση;

Εάν δηλαδή οι Ρώσοι, που κάποτε ως Σοβιετική Ένωση θεωρούσαν ότι ένας πυρηνικός πόλεμος μπορούσε να διεξαχθεί και να κερδηθεί, κάτι που προκύπτει από τα αρχεία που διέρρευσαν στη Δύση μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ (άρα οι Σοβιετικοί τότε ελάχιστα συμμερίζονταν τη «συζήτηση» και τα συμπεράσματα περί αποτροπής [deterrence] του δυτικού κόσμου), γιατί να μη διαγνώσουν ότι η πυρηνική ισχύς και η – κατανοητή σε εμάς – διστακτικότητα ακόμα και στη διατήρηση αυτής της επιλογής, έστω σε επίπεδο ρητορικής, είναι το αδύνατο σημείο στη στρατηγική των Ηνωμένων Πολιτειών;

Για ποιον λόγο να μην οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι μια πετυχημένη ρωσική στρατηγική απόκρουσης της αμερικανικής απόπειρας περικύκλωσης και επιβολής οικονομικής ασφυξίας μέσω των κυρώσεων, οφείλει να περιλαμβάνει και την «πυρηνική διάσταση»;

Η αίσθηση του υπογράφοντος είναι, ότι η κοινότητα των στρατηγικών αναλυτών στις ΗΠΑ, είτε προερχόμενων από τις ένοπλες δυνάμεις είτε τον πανεπιστημιακό κλάδο, θα πρέπει να εμβαθύνει περισσότερο στο θέμα και θεωρώ εξαιρετικά πιθανή την έναρξη μιας επιστημονικής συζήτησης όπως η μεταπολεμική, που καθόρισε την πυρηνική στρατηγική και τα διάφορα δόγματα που αναπτύχθηκαν.

Υπάρχει άλλη επιλογή από την αποδοχή πυρηνικής Βόρειας Κορέας;

Καταλήγοντας στην ανάλυση όσων φαίνεται να προκύπτουν από τις δηλώσεις του Τζέιμς Μάτις, οι οποίες παρεμπιπτόντως ήταν γραπτές, κάτι που σημαίνει ότι η φρασεολογία ήταν προσεγμένη λέξη προς λέξη διότι ήταν το μήνυμα που ανέμεναν από τις Ηνωμένες Πολιτείες όλες οι κυβερνήσεις του κόσμου, θα μπορούσε κανείς να εικάσει, ότι οι ΗΠΑ θεωρούν ότι δεν έχουν άλλη επιλογή από το να αποδεχθούν σταδιακά την πυρηνικοποίηση της Βόρειας Κορέας.

Θα την αποδεχθούν ως δεδομένο που δεν μπορούν να το αποφύγουν, διότι στην ουσία δεν διαθέτουν στρατιωτική επιλογή χωρίς τον κίνδυνο να καταβληθεί βαρύτατο κόστος που δεν είναι άλλο από την απειλή μπαράζ πυροβολικού σε βάρος της πρωτεύουσας της Νότιας Κορέας, τη Σεούλ και μάλιστα πρόκειται για μια απόφαση που δεν μπορούν να πάρουν μονομερώς, καθώς άλλος λαός θα κληθεί να απορροφήσει τις πιθανότατα τρομακτικές απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, ενώ πιθανότατοι θα είναι και οι κλυδωνισμοί στην παγκόσμια οικονομία.

Θεωρητικά, οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις θα μπορούσαν να επιχειρήσουν με ένα μαζικό αιφνιδιαστικό πλήγμα να εξουδετερώσουν μεγάλο μέρος των προστατευμένων σε υπόγεια καταφύγια στα σύνορα Βόρειας και Νότιας Κορέας, των άνω των 10.000 στοιχείων πυροβολικού, ενδεχομένως με μαζική χρήση βομβών GBU-43B, γνωστών ως MOAB (Massive Ordnance Air Blast), με την πρόσφατη χρήση μιας εξ αυτών στο Αφγανιστάν να αποτελεί και ένα μήνυμα το οποίο στόχο είχε να ακουστεί στην Πιονγκ Γιανγκ.

Κανείς λογικός άνθρωπος όμως δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο κάποιοι να προλάβουν, ή να επιβιώσουν και να σπείρουν τον όλεθρο στη Σεούλ, ανεξαρτήτως του τι θα συνέβαινε στη συνέχεια. Κι αυτή την απόφαση δεν μπορούν να την πάρουν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Πλήγματα με βαλλιστικούς πυραύλους, οπλισμένους έστω με συμβατικές κεφαλές, θα μπορούσαν να προκαλέσουν εκατόμβη θυμάτων και στο Τόκιο, αν υποτεθεί ότι θα έβρισκαν στόχο.

Από την άλλη πλευρά όμως, εάν υποτεθεί ότι η τεχνική αρτιότητα του βαλλιστικού οπλοστασίου των Βορειοκορεατών είναι αμφισβητήσιμη, τότε εάν κάποιος πρέπει να επιλέξει την αποφασιστική στρατιωτική δράση, καλύτερα να το κάνει τώρα και όχι σε μερικά χρόνια, καθώς τότε η πρόοδος που θα έχει σημειώσει το καθεστώς του Κιμ Γιονγκ Ουν, θα έχει μεταβάλει επί το δυσμενέστερο τα δεδομένα του προβλήματος.

Το προηγούμενο Ινδίας-Πακιστάν και… σκύλος που γαβγίζει δε δαγκώνει

Προς το παρόν όμως και με βάση αυστηρά το μήνυμα του υπουργού Άμυνας των Ηνωμένων Πολιτειών, δείχνουμε να βαδίζουμε σε μια κατά τρόπον επανάληψη όσων έγιναν μετά την σχεδόν ταυτόχρονη – με δυο εβδομάδες διαφορά – πυρηνικοποίηση της Ινδίας και του Πακιστάν, το 1998. Οι Ηνωμένες Πολιτείες επέβαλαν αυτομάτως κυρώσεις, οι οποίες εν πολλοίς αποδείχθηκαν αντιπαραγωγικές, τουλάχιστον στην περίπτωση της Ινδίας, την οποία σήμερα η κυβέρνηση Τραμπ διεκδικεί ως στρατηγικό εταίρο στη Νοτιοανατολική Ασία. Δεν είχαν όμως επιλογή.

Η περίπτωση μια χώρας – διεθνούς παρία (rogue state) είναι σαφώς διαφορετική, όμως η ουσία παραμένει ίδια. Θα επιβληθούν ακόμα πιο βαριές κυρώσεις και θα επιβληθεί απομόνωση, όμως εάν δεν εξουδετερωθεί είτε το καθεστώς είτε η πυρηνική του υποδομή και το στράτευμά του, οι ΗΠΑ είναι καταδικασμένες να μάθουν να ζουν με μια χώρα σαν τη Βόρεια Κορέα που θα είναι οπλισμένη με πυρηνικά όπλα.

Οι ΗΠΑ δεν έχουν άλλη επιλογή από το να ευελπιστούν ο Κιμ Γιονγκ Ουν όχι μόνο να μην είναι «τρελός», αλλά να διαθέτει «τετράγωνη» λογική και τα πυρηνικά να τα χρειάζεται ως το μεγαλύτερο δυνατό μέσο διασφάλισης της καθεστωτικής επιβίωσης. Με δεδομένη την τύχη του Μουαμάρ Καντάφι στη Λιβύη, παρότι εγκατέλειψε το μη συμβατικό οπλοστάσιο που είχε αναπτύξει και μάλιστα άκουσε από αμερικανικά χείλη ότι αποτελούσε παράδειγμα προς μίμηση (εννοώντας προφανώς και τη Βόρεια Κορέα), αν δούμε την κατάσταση με «βορειοκορεατικά γυαλιά», ίσως και να μην είχε άλλη επιλογή.

Και να σκεφτεί κανείς, ότι η υπόθεση του λογικού αντιπάλου (rationality assumption) είναι πλέον το καλό σενάριο, καθώς θα υπάρχει ελπίδα πως θα βρεθεί με τον καιρό κώδικας «συνεννόησης» και εκατέρωθεν κατανόησης ποιες είναι οι «κόκκινες γραμμές» του καθενός. Εν ολίγοις το μήνυμα του Μάτις στέλνει μήνυμα στο καθεστώς του Κιμ, ότι οι ΗΠΑ θα δεχθούν το πυρηνικό του οπλοστάσιο αν δεχθεί να σταματήσει τις δραστηριότητες και να προσέλθει στο τραπέζι των συνομιλιών (τον καλεί από την αρχή της κρίσης υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Ρεξ Τίλερσον), κάτι το οποίο συνήθως το αποφεύγει κανείς υπό το βάρος τετελεσμένου.

Λογικά, αυτό επιθυμεί και ο Κιμ Γιονγκ Ουν, διότι εάν στόχος του είναι η προστασίας του καθεστώτος, τότε το πυρηνικό οπλοστάσιο έχει αμιγώς αποτρεπτικό ρόλο ώστε να μην δοθεί αφορμή για στρατιωτική αναμέτρηση, η οποία θα είχε ακυρώσει την αποτρεπτική χρησιμότητα του οπλοστασίου του, διότι η έναρξη πολεμικών συγκρούσεων σημαίνει, ότι η βασική αποτροπή – διότι υπάρχει αποτρεπτικό παιχνίδι και αφού έχει ξεκινήσει πόλεμος (intra-war deterrence) – έχει καταρρεύσει.

Για αρχή κάποιος πρέπει να ελέγξει το Twitter του Τραμπ

«Θα παρακολουθώ της αντιδράσεις των Ηνωμένων Πολιτειών», ανέφερε ο Κιμ Γιονγκ Ουν μετά την εκτόξευση βαλλιστικού πυραύλου που πέρασε πάνω από την Ιαπωνία στο ύψος της νήσου Χοκάιντο, στέλνοντας μήνυμα στους Αμερικανούς ότι υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να συμβάλει στην αποκλιμάκωση. Έλαβε όμως μέσω Twitter την απάντηση από τον παρορμητικό Αμερικανό πρόεδρο, ότι σε αυτή την κατάσταση δεν έχει νόημα η συζήτηση και του απάντησε με μια νέα, ακόμα χειρότερη πρόκληση, τη δοκιμή βόμβας υδρογόνου, για να τον καταστήσει ακόμα πιο αναξιόπιστο.

Οπότε, είναι πιθανό, οι συμμετέχοντες να εξήγησαν στον Ντόναλντ Τραμπ τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτή η συνήθειά του να κάνει πολιτική μέσω των κοινωνικών δικτύων και ότι κάθε φορά που γράφει και δημοσιοποιεί κάτι, η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο δύσκολη. Οι εξελίξεις τις επόμενες ημέρες, θα δείξουν εάν Ουάσιγκτον και Πιονγκ Γιανγκ μπορέσουν να σταματήσουν την κλιμάκωση, αν και είναι πιθανό το ενδεχόμενο, οι Βορειοκορεάτες να έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αποτροπή τους είναι πανίσχυρη και να αποτολμήσουν περισσότερες προκλήσεις. Μέχρι να «σπάσει το σκοινί»…

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: