Συνεργασία ή μετωπική σύγκρουση; Πριν φανατιστούμε για ΗΠΑ ή Ρωσία, ας δούμε κάποιες παραμέτρους




Του Ζαχαρία Μίχα

Ζούμε σε ενδιαφέροντες καιρούς. Η υπόθεση των αμερικανορωσικών σχέσεων σχετίζεται με την απάντηση σε ένα θεμελιώδες ερώτημα και η εκτίμηση για την εξέλιξη μετά την απάντησή του: Συνεργασία ή μετωπική σύγκρουση; Και οι δυο «σχολές σκέψης» που έχουν διαμορφωθεί έχουν αμφότερες ισχυρά επιχειρήματα, ακόμα κι αν κανείς αφαιρέσει εντελώς από την εξίσωση κάθε «ανθρωπιστική – ιδεαλιστική» προσέγγιση. Ας προσεγγίσουμε το θέμα όσο πιο εκλαϊκευμένα γίνεται.

Η πρώτη σχολή σκέψης βλέπει τη λύση στη συνεργασία και στην από κοινού αντιμετώπιση – συνδιαχείριση των προβλημάτων ασφαλείας της υφηλίου. Αυτό έχει μικρότερο ρίσκο και για τους δύο, καθώς η καθεμιά πλευρά θα απόσχει σε μεγάλο βαθμό από τον πειρασμό να αξιοποιεί τη δύσκολη θέση του άλλου στα διάφορα μέτωπα για να του αυξήσει το κόστος εμπλοκής.

Η συνεργασία μπορεί να είναι αμοιβαία επωφελής οικονομικά, τόσο μέσω της συμμετοχή π.χ. σε μεγάλα προγράμματα εντοπισμού και αξιοποίησης κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, αλλά και από την εξοικονόμηση κονδυλίων από την απεμπλοκή ή απλά τη συνεργασία στα μέτωπα που είναι ανοικτά, όπως αυτό της Συρίας.

Παράλληλα, αυτή η φιλοσοφία αντιμετώπισης ταιριάζει με ένα σύγχρονο σύστημα ισορροπίας ισχύος (balance of power) σε έναν κόσμο που βαδίζει νομοτελειακά σε ένα «πολυπολικό» (multipolar) μέλλον, συνεχίζουν τη σκέψη τους σε γενικές γραμμές οι οπαδοί αυτής της προσέγγισης.

Η δεύτερη σχολή σκέψης είναι η «συγκρουσιακή». Εκκινεί τη σκέψη της από την παραδοχή ότι ΗΠΑ και Ρωσία δεν γίνεται για λόγους κυρίως γεωγραφικούς να γίνουν δυο γνήσια φιλικές χώρες και στο διηνεκές, εάν τα πράγματα παραμένουν ως έχουν, ο ένας θα αποτελεί απειλή για την ασφάλεια του άλλου.

Με αυτό ως δεδομένο, η συγκυρία της δραματικής και παρατεταμένης πτώσης των τιμών των υδρογονανθράκων σε συνδυασμό με τη ζημιά που έχουν κάνει οι κυρώσεις στη ρωσική οικονομία φέρνοντάς την σε δεινή θέση, ασχέτως εάν το Κρεμλίνο κάνει ό,τι μπορεί για να παριστάνει πως είναι ισχυρότερο από όσο πραγματικά είναι, αλλά και το δίπολο τεχνολογικής υστέρησης και συνολικότερης οικονομικής αδυναμίας της Ρωσίας, παρουσιάζει την ευκαιρία ενός ξεκαθαρίσματος των λογαριασμών ανάμεσα στη Μόσχα και την Ουάσιγκτον, επ’ ωφελεία της πρώτης.

Εκτιμάται από κύκλους οικονομολόγων, ότι η ζημιά στη ρωσική οικονομία, εάν οι κυρώσεις παραμείνουν στη σημερινή τους μορφή για ένα έτος ακόμα, θα είναι πολύ μεγάλη και αυτό θα έχει επιπτώσεις στα δυο επίπεδα, το εξωτερικό και το εσωτερικό. Για τον λόγο αυτό, η ρωσική βραχυπρόθεσμη στρατηγική αρχίζει και τελειώνει σε ένα πράγμα: Στον με κάθε δυνατό τρόπο τερματισμό των κυρώσεων που στραγγαλίζουν τη ρωσική οικονομία.

Κατά συνέπεια, ασχέτως του αν κάποιος συμπαθεί ή αντιπαθεί τους Ρώσους, οι διεθνείς σχέσεις θα συνεχίσουν να είναι ένα συγκρουσιακό περιβάλλον στο διηνεκές, όπως ήταν από την πρώτη στιγμή της εμφάνισης του κρατικού φαινομένου, από τη στιγμή που οι χώρες ανταγωνίζονται για την πρόσβαση σε πλουτοπαραγωγικούς πόρους ζωτικής σημασίας για την επιβίωσή τους, πι οποίοι όμως δεν επαρκούν.

Οπότε, θα πρέπει να πιεστεί η Ρωσία όσο περισσότερο γίνεται, καθώς δικαιολογία υπάρχει και δεν είναι άλλη από την «παλιομοδίτικη» απόσπαση και προσάρτηση της χερσονήσου της Κριμαίας από τους Ουκρανούς, άρα η πολιτική των κυρώσεων με αυτό το πρόσχημα, δεν θα αντιμετωπίζει πρόβλημα πολιτική νομιμοποίησης.

Παράλληλα, δείχνουν να πιστεύουν, ενώ το χείριστο σενάριο δεν είναι άλλο από το να κερδίσουν οι ΗΠΑ κάποια θεαματική κίνηση της Μόσχας με την οποία θα προσπαθήσει να διαπραγματευθεί την έξοδο… από το αδιέξοδο, όπως για παράδειγμα ένα καθεστώς «διεθνοποίησης» της χερσονήσου της Κριμαίας. Η διπλωματία όταν θέλει κάνει θαύματα…

Όπως αναφέρθηκε στην εισαγωγική παράγραφο, ποια θα είναι η εξέλιξη εάν επικρατήσουν αυτές οι δυο «σχολές σκέψης»; Πού θα οδηγήσει η συνεργασία; Πόσα χρόνια σχετικής ηρεμίας θα «αγοράσει» και τι μπορεί αυτό να αλλάξει στον κόσμο μας;

Είναι άραγε νομοτελειακή η επιστροφή στο ανταγωνιστικό μοντέλο εάν η Ρωσία πατήσει ξανά στα πόδια της, με αποτέλεσμα οι ΗΠΑ να έχουν να αντιμετωπίσουν στο μέλλον τον ίδιο αντίπαλο, τον οποίον θα μπορούσαν να έχουν εξουδετερώσει εάν δεν παρασύρονταν από ιδεαλιστικά περί συνεργασίας ιδεολογήματα;

Πού θα οδηγήσει η επιλογή της μετωπικής σύγκρουσης; Είναι ο μύχιος πόθος των υποστηρικτών της άποψης αυτής η διάλυση – συρρίκνωση της Ρωσικής Ομοσπονδίας, ποντάροντας σε μια νέα γεωγραφία που δεν θα έχει μέσα μια κολοσσιαία κρατική οντότητα από τα Ουράλια μέχρι τον Ειρηνικό, η υποστήριξη – υπεράσπιση της οποίας είναι τόσο δύσκολη ώστε αυτό το κράτος αφενός δεν μπορεί να κυβερνηθεί δημοκρατικά, με το νόημα που δίνει στην έννοια ο σύγχρονος δυτικός κόσμος;

Ακόμα και αν είχαμε ανάδυση ενός τέτοιου σεναρίου, πόσο βέβαιοι είμαστε ότι η επόμενη ημέρα θα είναι ευκολότερη σε σύγκριση με τη διαχείριση της κατάστασης σήμερα; Η απάντηση είναι πολύ σημαντική, αφού παρόμοια ζητήματα εσωτερικής σταθερότητας θα μπορούσε κανείς να εγείρει και για την Κίνα.

Εν κατακλείδι, πέραν της θεωρητικής κατάληξης από την υιοθέτηση των απόψεων οποιασδήποτε από τις δυο σχολές σκέψης, υπάρχει το μέγιστο ερώτημα του ενδιάμεσου διαστήματος. Διότι πρόκειται για ουτοπία να πιστεύει κανείς ότι ο μεγάλος αντίπαλος θα διαπιστώνει την ελεύθερη πτώση του και δεν θα κάνει κάτι για να το σταματήσει, ή δεν θα ακολουθήσει τη Θουκυδίδεια λογική.

Αν μακροπρόθεσμα η πρόβλεψη είναι ότι δεν μπορούμε να αποφύγουμε τη ζημιά και αυτό γίνεται με συνειδητή στρατηγική επιλογή εκ μέρους του αντιπάλου μας, τότε ο πειρασμός να αντιμετωπίσουμε μετωπικά αυτόν που επιδιώκει την καταστροφή μας είναι μια απόλυτα ορθολογική επιλογή…

Άρα ο κίνδυνος δραματικής αποσταθεροποίησης και καταφυγής ακόμα και στα μοναδικά οπλοστάσια που εξασφαλίζουν τη βεβαιότητα αμοιβαίας καταστροφής, τα πυρηνικά, δεν μπορεί να αποκλειστεί. Οπότε, πριν φανατιστούμε υπέρ του ενός ή του άλλου, ας το ξανασκεφτούμε ψύχραιμα και ορθολογικά…

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: