Εμπιστοσύνη στις αναπτυξιακές προοπτικές για πρώτη φορά μετά το 2014 από τον Καραμούζη της Eurobank




«Η Ελλάδα συμπληρώνει σχεδόν μια δεκαετία πρωτοφανούς σε διάρκεια και ένταση ύφεσης, με βαρύτατο κοινωνικό και οικονομικό κόστος, καθώς και οκτώ χρόνια εφαρμογής μνημονίων και προγραμμάτων προσαρμογής. Ωστόσο, μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου προγράμματος στήριξης, διαφαίνεται, για πρώτη φορά μετά το 2014, ότι οι διεθνείς αγορές αλλά και οι πολίτες της χώρας αποκτούν σταδιακά μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στις αναπτυξιακές προοπτικές της Ελλάδας και στις πιθανότητες οριστικής εξόδου από την κρίση. Αυτό άλλωστε επιβεβαιώθηκε από την πρόσφατη επιστροφή της χώρας στις διεθνείς αγορές, μετά από τρία χρόνια αποκλεισμού, με την επιτυχή έκδοση κρατικού ομολόγου πενταετούς διάρκειας».

Οι επισημάνσεις αυτές αναφέρονται σε ειδική μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης και Έρευνας Διεθνών Κεφαλαιαγορών της Eurobank με θέμα «Το κόστος της αβεβαιότητας». Τη συγγραφή της έκθεσης επιμελήθηκε ο κ. Νίκος. Καραμούζης, Πρόεδρος Eurobank Ergasias, Προεδρος Ελληνική Ένωση Τραπεζών και ο κ. Α. Κουλεϊμάνης, Group Strategy Eurobank Ergasias.

Όπως επισημαίνεται στην μελέτη «παρά το άνευ προηγουμένου κοινωνικό και οικονομικό κόστος προσαρμογής, παρά το γεγονός ότι έχει επιτευχθεί σημαντική μακροοικονομική προσαρμογή και έχουν εξαλειφθεί οι μεγάλες μακροοικονομικές ανισορροπίες που οδήγησαν στην κρίση, παρά την υλοποίηση δεκάδων μεταρρυθμίσεων, όπως πιστοποιείται και από διεθνείς δείκτες, η χώρα παραμένει για σειρά ετών σε οικονομική στασιμότητα και σε καθεστώς μνημονίων, επιτροπείας και αβεβαιότητας».

«Η ταχύτατη υποβάθμιση της πιστοληπτικής διαβάθμισης από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, κυρίως λόγω των μεγάλων μακροοικονομικών ανισορροπιών κατά την αρχική περίοδο της κρίσης διέκοψε βίαια την πρόσβαση της χώρας στις διεθνείς αγορές. Ως αποτέλεσμα της εξέλιξης αυτής, η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς κρατικού ομολόγου ανήλθε σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, ιδιαίτερα σε περιόδους αυξημένης αβεβαιότητας και κινδύνω» αναφέρεται στην μελέτη

Με βάση τα παραπάνω, οπως αναφέρουν οι συγγραφείς της μελέτης, τίθενται μία σειρά από εύλογα ερωτήματα: «Γιατί η Ελλάδα παραμένει σ’ αυτή τη μειονεκτική κατάσταση; Γιατί είχε τόσο μεγάλο κοινωνικό και οικονομικό κόστος η αναγκαία μακροοικονομική προσαρμογή; Γιατί οι διεθνείς αγορές, αλλά και οι πολίτες, οι επιχειρηματίες και οι επενδυτές προβληματίζονται για την πορεία της ελληνικής οικονομίας και τη δυνατότητά της να εξέλθει της κρίσης μετά από τόσα χρόνια, παρά την πρόοδο που έχει συντελεστεί σε βασικές μακροοικονομικές και διαθρωτικές παραμέτρους; Γιατί οι αγορές ζητούν σημαντικά υψηλότερο ασφάλιστρο κινδύνου για να μας δανείσουν; Και τέλος, γιατί, ενώ όλες οι άλλες χώρες που υποχρεώθηκαν σε καθεστώς μνημονίου έχουν επιστρέψει σε αναπτυξιακή τροχιά, η Ελλάδα εξακολουθεί να κινείται με αργούς ρυθμούς προς αυτήν την κατεύθυνση;».

«Αν αποδεχθούμε ότι, στη σημερινή συγκυρία η βιωσιμότητα του χρέους δεν είναι ο μόνος, και ίσως όχι ο κύριος, ερμηνευτικός παράγοντας του χαμηλού ακόμη βαθμού αξιοπιστίας της ελληνικής οικονομικής πολιτικής και της εμπιστοσύνης των αγορών στις προοπτικές εξόδου της χώρας από την κρίση, τότε πιστεύουμε ότι η σημερινή κατάσταση, αλλά κυρίως η πορεία της χώρας στα χρόνια της κρίσης οφείλονται σε σειρά άλλων σημαντικών αλληλοεπιδρώντων παραγόντων. Οι εν λόγω παράγοντες τροφοδότησαν διαχρονικά τη χαμηλή αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής, την αβεβαιότητα, την περιορισμένη εμπιστοσύνη των αγορών και, τέλος, την ευρύτερη διεθνή δυσπιστία όλων των εμπλεκομένων στην ελληνική υπόθεση» αναφέρουν οι συγγραφείς.

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: