Του Πέτρου Ι. Μηλιαράκη*
Όταν γράφονται οι γραμμές αυτές το πλωτό γεωτρύπανο «WEST CAPELLA» (Drilling Ship WEST CAPELLA – IMO 9372523) εκτελεί την αποστολή του και επιτελεί το έργο του στην Κυπριακή ΑΟΖ, και ειδικότερα στο οικόπεδο 11.
Το γεγονός τούτο προκαλεί έντονο εκνευρισμό στην τουρκική πλευρά, η οποία διαπιστώνει και μια ιστορική απομόνωσή της. Αποτέλεσμα αυτού του εκνευρισμού της Άγκυρας, είναι η αντίδραση της έκδοσης NAVTEX ως προς τα οικόπεδα «4», «5», «6» και «7» της Κυπριακής ΑΟΖ.
Η εξέλιξη αυτή δεν είναι άσχετη με την αποτυχούσα διαπραγμάτευση που αφορά στη διαπραγμάτευση για την εξεύρεση λύσης ως προς το «Κυπριακό».
Και τούτο γιατί: «Η Διάσκεψη του Κραν Μοντανά της Ελβετίας, βασικά σχεδιάστηκε για να επιβάλει την αναβολή των γεωτρήσεων, αλλά όταν ετέθη εμμέσως από τους Βρετανούς και στη συνέχεια πιο επιτακτικά από τους Τούρκους, ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας έκοψε την κουβέντα, συνεπικουρούμενος και από τον υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας, Νίκο Κοτζιά» (βλ. Μιχάλης Ιγνατίου 16/7/2017)
Ως εκ τούτου το ζήτημα των υδρογονανθράκων ευρίσκεται σε αιτιώδη σύνδεσμο και με τις εξελίξεις του «Κυπριακού». Ωστόσο οι εξελίξεις αυτές, μετά την αποτυχία του Κραν Μοντανά στην παρούσα ιστορική φάση, μας επιτρέπουν τα εξής:
1) Η Τουρκία υπό το «καθεστώς Ερντογάν», πολιτεύεται σε μια «σκληρή γραμμή», η οποία επουδενί απέχει από τις πάγιες θέσεις της τουρκικής πλευράς. Άλλωστε, παγίως η τουρκική πλευρά απειλεί με Casus Belli την Ελλάδα εάν και εφόσον ήθελε από ελληνικής πλευράς τηρηθεί η νομιμότητα ως προς το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας και η Ελλάδα συμμορφούμενη προς τη διεθνή νομιμότητα ήθελε καθορίσει τα θαλάσσια σύνορά της. Ασφαλώς η Ελλάδα ουδέποτε έχει παραιτηθεί των δικαιωμάτων αυτών και η άσκησή τους αποτελεί κατά το δημόσιο δίκαιο «κυβερνητική πράξη» και ασφαλώς πολιτική απόφαση.
2) Η πρόσφατη αποτυχία της διάσκεψης για το «Κυπριακό» στο Κραν Μοντανά, χαρακτηρίστηκε για μια ακόμη φορά από τις μαξιμαλιστικές και ακραίες θέσεις της τουρκικής πλευράς, η οποία εμμένει στο να παραβιάζει τους διεθνείς κανόνες δικαίου και να προκαλεί τη διεθνή νομιμότητα.
1) Οι απολύτως εξωνομικές θέσεις της τουρκικής πλευράς ως προς τις «εγγυήσεις» που αφορούν ανεξάρτητο κράτος και μάλιστα κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προσκρούουν όχι μόνο στις πρόνοιες του άρθρου 103 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, αλλά και στις αξιώσεις του πρωτογενούς ευρωπαϊκού ενωσιακού δικαίου, που προϋποθέτουν κυρίαρχα κράτη. Ειδικότερα στον ενωσιακό πολιτικό και νομικό πολιτισμό, όπου ισχύει η αρχή της δοτής αρμοδιότητας, η Ευρωπαϊκή Ένωση ενεργεί μόνο εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που της απονέμουν τα κράτη μέλη με τις Συνθήκες (βλ. άρθρο 5 ΣΕΕ). Σε κάθε περίπτωση δε, η Ευρωπαϊκή Ένωση σέβεται την ισότητα των κρατών μελών καθώς και την εθνική τους ταυτότητα που είναι συμφυής με τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική τους δομή (βλ. άρθρο 4 ΣΕΕ). Συνεπώς:
2) «Εγγυήσεις» επί κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ανεπίτρεπτες και θα πρέπει να καταστεί γνωστό στην Τουρκία ότι ένας τέτοιος ισχυρισμός είναι εκτός ατζέντας. Εκτός ατζέντας είναι (άλλωστε εμπίπτουν στα όρια του φαιδρού) και οι απαιτήσεις της τουρκικής πλευράς, ώστε «η συμφωνία που θα προκύψει για το Κυπριακό» να αποτελέσει πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο. Επίσης προκαλούν και οι προκλητικότητες της Τουρκίας ως προς τους μονίμως εγκατεστημένους στο νησί, προκειμένου να υπάρξει ανατροπή της σχέσης από 4:1 σε 1:1. Ολοκληρώνεται δε όλο το φάσμα των προκλήσεων με τη διατήρηση στρατευμάτων κατοχής στο Βόρειο Τμήμα του νησιού. Και μόνο τα στρατεύματα αυτά που αφορούν εισβολή και κατοχή καθιστούν την Τουρκία εκτός της διεθνούς και ευρωπαϊκής έννομης τάξης.
1) Η Σύνοδος-«συνάντηση» των G20 έδωσε στον Τούρκο Πρόεδρο την ευκαιρία, ώστε χωρίς αντίλογο να αναφερθεί στο Κυπριακό. Εξέφρασε δε με ιδιαίτερη υποκριτικότητα την «απογοήτευσή του» για την κατάρρευση των συνομιλιών, την οποία όμως ο ίδιος και η Κυβέρνησή του επεδίωξαν και προκάλεσαν.
Ωστόσο η στάση αυτή των Τούρκων Αξιωματούχων είναι πάγια και ουδόλως ξενίζει. Και τούτο γιατί, ανεξαρτήτως της Διοίκησης στην Τουρκία, η στάση αυτή αποτελεί πλέον «τουρκικό έθιμο», ή άλλως «τακτική της τουρκικής διπλωματίας».
2) Ο Τούρκος Πρόεδρος στο μονόλογό του μεταξύ των άλλων δήλωσε και τα εξής: «Η Τουρκία κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια ως εγγυήτρια δύναμη για δίκαιη, περιεκτική και βιώσιμη λύση του Κυπριακού. Μαζί με την “Τουρκική Δημοκρατία Βόρειας Κύπρου”, τόσο στο Σχέδιο Ανάν όσο και στην τελευταία διαδικασία, όπως υποσχέθηκα, ήμασταν ένα βήμα μπροστά, αλλά παρά τις προσπάθειές μας η Διάσκεψη για το Κυπριακό που ξεκίνησε στις 28 Ιουνίου κατέληξε χωρίς αποτέλεσμα. Οι αφιλοκερδείς προσπάθειες, οι ειλικρινείς και μετριοπαθείς κινήσεις της Τουρκίας δεν είχαν ανταπόκριση».
3) Οι προαναφερόμενες δηλώσεις του Τούρκου Προέδρου που αναφέρθηκαν σε «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» και σε εμμονή ώστε η Τουρκία να παραμείνει εγγυήτρια δύναμη, συνδυάστηκαν με το «τουρκικό έθιμο» της «έκφρασης … οδύνης» (!) για την αποτυχία των «ειλικρινών προσπαθειών» της Τουρκίας, για την εξεύρεση λύσης…
Άλλωστε, το «ψυχικό άλγος» του Τούρκου Προέδρου επιβεβαιώθηκε και με τα εξής: «Η αλήθεια είναι ότι αισθανόμαστε μεγάλη λύπη. Η εικόνα αυτή που φτάσαμε έπειτα από τις μεγάλες προσπάθειες έχει αποκαλύψει ότι είναι αδύνατο να βρεθεί λύση στο Κυπριακό εντός των παραμέτρων του ΟΗΕ. Πλέον δεν υπάρχει νόημα να επιμένουμε σε αυτές τις παραμέτρους. Η Τουρκία ωστόσο και πάλι θα συνεχίσει να συνεχίσει να συμβάλλει στη λύση του Κυπριακού με διαφορετικές παραμέτρους. Αναμένουμε την ίδια στάση από όλες τις πλευρές. Σε περίπτωση που δεν γίνει, αναμφίβολα θα αρχίσουμε να σκεφτόμαστε το σχέδιο Β’ και το σχέδιο Γ’. Οπωσδήποτε θα γίνουν οι απαραίτητες αξιολογήσεις σε αυτό το θέμα και θα ανακοινώσουμε το αποτέλεσμα στους συνομιλητές μας και στην κοινή γνώμη».
Ασφαλώς, ο γράφων δεν μπορεί να υπεισέλθει με μεταφυσικό τρόπο στις σκέψεις και τα νοήματα του Τούρκου Προέδρου. Ωστόσο, χρήσιμα και κρίσιμα είναι τα εξής:
1) Η τουρκική διπλωματία με τις «εθιμικώς καθιερωμένες» πρακτικές της έχει αποδείξει ότι είναι άνευ σημασίας τόσο η Πενταμερής όσο και η εμμονή στο να εξευρεθεί μια καλόπιστη και βιώσιμη λύση για το Κυπριακό, στο πλαίσιο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
2) Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου στο Βόρειο και παρανόμως κατεχόμενο τμήμα αυτής, δεν ισχύει το ενωσιακό κεκτημένο. Το ανεπίτρεπτο δε «παραπέτασμα» που διαχωρίσει τη Βόρεια από τη Νότια Κύπρο αποτελεί όνειδος για το νομικό και πολιτικό πολιτισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία ανέχεται κράτος μέλος της να τελεί υπό αυτές τις συνθήκες.
3) Τούτων δοθέντων εγείρεται ως αδήριτη ανάγκη η ύπαρξη «νέου δόγματος» για το Κυπριακό. Το δόγμα δε αυτό δεν μπορεί παρά να αφορά και να εστιάζει αποκλειστικώς και μόνο στις ευθύνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στις υποχρεώσεις της σε κράτος μέλος της, το οποίο τελεί υπό το καθεστώς των απαράδεκτων αυτών συνθηκών.
4) Η ενεργοποίηση όλων των «μέσων», «εργαλείων» και κανόνων δικαίου που προνοεί και θεσπίζει η ενωσιακή έννομη τάξη, επιβάλλεται να αποκτήσουν πολιτικό περιεχόμενο και πολιτική πρακτική. Η Τουρκία «επικαλείται» τη γεωστρατηγική της θέση. Η Ελλάδα καλό θα είναι να αναδείξει το ποιά είναι και η δική της γεωπολιτική και γεωστρατηγική θέση. Τούτο θα πρέπει να αποτελεί κοινό τόπο και νέα εθνική στρατηγική.
5) Ως κατακλείδα όλων των προηγουμένων που συναρτώνται ευθέως με την καθιέρωση του «νέου δόγματος» υπ’ όψιν και η διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 42 ΣΕΕ η οποία θεσπίζει ότι: «σε περίπτωση κατά την οποία κράτος μέλος δεχθεί ένοπλη επίθεση στο έδαφός του, τα άλλα κράτη μέλη οφείλουν να του παράσχουν βοήθεια και συνδρομή με όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών»!
Η εμπειρία του Κραν Μοντανά επιβάλει το ιστορικό καθήκον της δημιουργίας του «νέου δόγματος» και της επ’ αυτού εθνικής συνεννόησης!