Έφερε μαζί του στην Αμερική μια χούφτα χώμα από την αυλή του στον Άγιο Αμβρόσιο της Κερύνειας




Του Πανίκου Παναγιώτου

Η ζωή του ήταν δεμένη με το περβόλι και τα ελαιόδεντρά του. Τα μυστικά του τα ήξεραν μόνο οι πέτρες που ξαπόσταινε.  Οι νύχτες στον Άγιο Αμβρόσιο ήταν τόσο όμορφες που κανένα φεγγάρι δεν θα μπορούσε να χρωματίσει το κακό που θα ερχόταν.

Η θάλασσα της Κερύνειας και η σκιά του Πενταδάκτυλου τον συντρόφευαν στην καθημερινότητά του έως την ημέρα που μαζί με τους συγχωριανούς του πήραν τους χωματόδρομους και τα χωράφια για να γλυτώσουν από τους βάρβαρους κατακτητές.

Σ’ αυτή την αναπάντεχη φυγή, που όλοι νόμιζαν ότι θα είναι προσωρινή, δεν πρόλαβε να πάρει ούτε μια φωτογραφία ούτε και τον σταυρό βάπτισής του, που τον είχε κρυμμένο σ’ ένα σεντούκι με τα κειμήλια της οικογένειάς του.

Μετά από έναν χρόνο παραμονής στη Λεμεσό, μετανάστευσε στην Αμερική, όπου είχε ξαδέλφια από την πλευρά της μητέρας του.

Εγκαταστάθηκε στο Νιου Τζέρσεϊ και εργάστηκε σε εστιατόρια για πολλά χρόνια.

Πρόσφυγας, μετανάστης, χωρίς παιδικές φωτογραφίες και με συγγενικά-φιλικά του πρόσωπα σκορπισμένα σε διάφορα μέρη του πλανήτη.
Πριν δέκα χρόνια, θέλησε να επισκεφθεί το κατεχόμενο χωριό του. Στο σπίτι του διέμεναν έποικοι. Του άνοιξαν την πόρτα χωρίς να ξέρουν ποιος είναι. Έμεινε σιωπηλός, κοίταξε λίγο, δάκρυσε, είπε «ευχαριστώ» και έφυγε.

Πήρε μαζί του μια χούφτα χώμα από την αυλή του και ένα κλωνί ελιάς. Τα έφερε στην Αμερική και τα έχει σ’ ένα γυάλινο κουτί μέσα στο δωμάτιό του, μαζί με ξεραμένα τριαντάφυλλα από τον κήπο του Δημοτικού Σχολείου.

Εκεί μέσα φυλάσσεται ένας ολόκληρος κόσμος: πρόσωπα και εικόνες από το παρελθόν, μνήμες και αγάπες από την εποχή της αθωότητας. Κάθε χρόνο επισκέπτεται την Κύπρο, αλλά δεν θέλησε να μεταβεί ξανά στον Άγιο Αμβρόσιο.

Όλα αυτά τα χρόνια που ζει στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν έλειψε από καμία διαδήλωση, πορεία και κινητοποίηση για την ελευθερία της πατρίδας του. Δεν έχασε ποτέ την πίστη του για επιστροφή στο χωριό του.

Σε κάθε «υποταγμένη άποψη» στη δήθεν «ρεαλιστικότατα του χρόνου» συνηθίζει να απαντά με έναν αγαπημένο στίχο από την «Κυπριακή Συμφωνία» του Θοδόση Πιερίδη:

  • «Λογαριάσατε λάθος με το νου σας, εμπόροι,
    δε μετριέται πατρίδα, λευτεριά με τον πήχη!
    Κι αν μικρός είν’ ο τόπος και το θέλει και μπόρει
    τον ασήκωτο βράχο να τον φάει με το νύχι.
    Τούτη η δίψα δε σβήνει, τούτη η μάχη δεν παύει, χίλια χρόνια αν περάσουν,
    δεν πεθαίνουμε σκλάβοι!»

Όταν διάβασε τις προτάσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς στο Κραν Μοντάνα της Ελβετίας ένιωσε ξανά προδομένος.

Το 1974 οι Τούρκοι κατακτητές του έκλεψαν το σπίτι του, το χωριό του, τη ζωή του και τα όνειρά του.

Το 2017 η εκλεγμένη πολιτική ηγεσία του τόπου του, για να επιδείξει δήθεν καλή βούληση και για να μην της επιρρίψουν ευθύνες οι Γραμματείς, οι Φαρισαίοι και οι Πόντιοι Πιλάτοι, διέγραψε αυθαίρετα το δικαίωμα διεκδίκησης των νόμιμων ιδιοκτητών στις περιοχές που θα παραμείνουν υπό τουρκοκυπριακή διοίκηση σε περίπτωση λύσης του Κυπριακού, παραχωρώντας τον «πρώτο λόγο» στους παράνομους χρήστες, δηλαδή στους κλέφτες.

Δεν ξέρει πια τι να πει και πού να εναποθέσει τις ελπίδες του. Παραμένει σιωπηλός όπως την στιγμή που ο έποικος του άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του.

Αυτές τις μέρες, που συμπληρώνονται 43 χρόνια από το διπλό έγκλημα του προδοτικού πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής (κατά τη δεύτερη εισβολή -14 Αυγούστου- τα τουρκικά στρατεύματα εισήλθαν στο χωριό του), άναψε ένα καντήλι δίπλα από το γυάλινο κουτί, που είναι το δικό του εικονοστάσι.

Θυμάται και τιμά τους νεκρούς και την Ιστορία.

Μες τη σιωπή του δεν παύει όμως να κλείνει μια διαρκή αντίσταση ενάντια στη λήθη και σε όσους δικούς μας και ξένους προσπαθούν να τον πείσουν να πιστέψει πως ήταν λάθος που γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Άγιο Αμβρόσιο της Κερύνειας.

Τους θυμίζει ξανά και ξανά πως «τούτη η δίψα δε σβήνει, τούτη η μάχη δεν παύει, χίλια χρόνια αν περάσουν, δεν πεθαίνουμε σκλάβοι!»

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: