Κώστα Καζάκο, δεν ήρθαμε στις ΗΠΑ για διακοπές αλλά για να σώσουμε την περηφάνεια μας!




Του Νίκου Αντωνιάδη – Νέα Υόρκη

Ιούλιος 1974 – Γιώργης Ματθαίου, 20 χρόνων: Μάνα, βάλε στη βαλίτσα δυο παντελόνια, δυο πουκάμισα και μια γαρδένια. Θα πάω για λίγο να δουλέψω στην Αμερική και θα έρθω πίσω όταν καταλαγιάσει η μπόρα.

Στο καλό γιε μου. Θα σε περιμένω.

Ιούλιος 2014 – Αναστάσιος Γεωργίου, 45 χρόνων: Μάνα, φεύγω. Κουράστηκα να ζητιανεύω για δουλειά. Όλες οι πόρτες κλειστές. Κι αυτές που “άνοιξαν” κρύβουν από πίσω εκμετάλλευση και ειρωνεία. Δεν πάει άλλο. Φεύγω, θα έρθω όταν καταλαγιάσει αυτή η μπόρα (κρίση).

Στο καλό γιε μου. Θα σε περιμένω.

Αύγουστος 2016: ο Γιώργος και ο Αναστάσης συναντιούνται στο γεφύρι του Μπρούκλιν να τα πούνε μετά από καιρό. Βγάζουνε και μια selfie, έτσι για να την στείλουν στην πατρίδα την ώρα που πίνουν τον καφέ τους και μοιράζονται τις “φοβερές” εμπειρίες “διακοπών” τους στη μαγική “πόλη που δεν κοιμάται ποτέ”, τη Νέα Υόρκη.

Γιώργης: Τι κάνεις ρε παλιόφιλε;

Αναστάσης: Τα ίδια φίλε. Στη λάντζα και στο μεροκάματο. Αλλά Δόξα τω Θεώ, βγαίνει το ψωμί. Εσύ;

Αναστάσης: Κι εγώ το ίδιο, το μεροκάματο να βγαίνει. Με 2000 δολάρια ενοίκιο το μήνα,   το παλεύουμε. (Γελάνε!). Ξέρεις πως είναι αυτά. Γυρίζω το Μανχάτταν από πόρτα σε πόρτα και από γραφείο σε γραφείο και δίνω διαφημιστικά για μια εταιρία στην 5η Λεωφόρο.

Γιώργης: Ρε μπαγάσα, εκείνη την τέλεια φωτογραφία δίπλα στο Empire Building την έβγαλες την ώρα της περιοδείας και του ποδαρόδρομου; Ούτε που το κατάλαβα. Σαν διακοπές φαινότανε!

Αναστάσης: Ναι, κάπου εκεί είναι και η εταιρεία που δουλεύω. Μακάρι να ήταν διακοπές φίλε. Εσύ ήρθες το 1974 και έμεινες στη λάντζα. Κι εγώ, ένα από τα ίδια. Α ρε φίλε, που να καταλάβουν τι περάσαμε! Βλέπουν τις φωτογραφίες μας και νομίζουν πως είμαστε στο Hollywood τρώγοντας θαλασσινά στο Hilton με τον Bratt Pitt και την Angelina Jollie.

Σκάνε κι οι δυο στα γέλια και ο Γιώργης ξεκινά ένα παραλήρημα, ως σε αρχαίο μονόλογο, ξεσπά, κι ενώ γελάει, βλέπεις αμέσως τα μάτια του να πρίζονται, να κοκκινίζουν, να βουρκώνουν:

Ρε αδερφέ, πράγματι, ποιος μπορεί να καταλάβει τι περάσαμε και περνάμε. Είπα στη μάνα μου θα λείψω για λίγο και τελικά ούτε που πρόλαβα να την αποχαιρετήσω. Έχω στο δωμάτιο φυλαγμένο το πουκάμισο που μου σιδέρωσε πριν φύγω, το έχω κρεμασμένο στην ντουλάπα, δεν το έπλυνα ποτέ, το άφησα όπως ήταν, με τον ιδρώτα της λάντζας και τη μυρωδιά της μάνας μου και της πατρίδας. Και τη γαρδένια την έχω στο άλπουμ με τις φωτογραφίες της πατρίδας. Περνώ από τον ποταμό (εκεί που είδες τη selfie που χαμογελώ) και το κλάμα μου βγάζει τη στάθμη του ποταμού δέκα εκατοστά πιο ψηλά. Περπατώ μέσα στους δρόμους του Μανχάτταν, χιόνια, υγρασία, κρύο, ζεστή αλλά ρε φίλε είμαι καλά. Ναι ρε φίλε, Δόξα τω Θεώ, είμαστε καλά κι ας μην φαίνεται στη selfie ο ιδρώτας στην πλάτη μας, ο κάλλος στο πόδι μας, τα δάκρυα κάτω από τα rayban γυαλιά του ήλιου.

Δόξα τω Θεώ φίλε. Χάρηκα που σε είδα. Καλή αντάμωση! Στείλε χαιρετίσματα στο παιδί σου στην Κύπρο όταν του μιλήσεις.

Υ.Γ. Κώστα Καζάκο κατάλαβες γιατί φεύγουν οι νέοι μας;

ΓΝΩΜΗ: Όταν η ψευτομαγκιά του Ερντογάν δεν περνά… Η σειρά της Κύπρου και της Ελλάδας να του πουν όχι

  • Σύμβουλος Πολιτικού Μάρκετινγκ και Επικοινωνίας
    (Πολιτική Ανταγωνιστικότητα και Απόδοση)
    Μέλος του Αμερικανικού Συνδέσμου Πολιτικών Συμβούλων (AAPC)
    https://www.linkedin.com/in/nicolaosantoniades/

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: