“Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μας”… H Μαρία Φαραντούρη για τον Μίκη Θεοδωράκη σε ένα συναρπαστικό βιβλίο




Ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο των αγώνων και της κληρονομιάς της νεότερης Ελλάδας, ο Μίκης Θεοδωράκης, περνά σαν θρύλος στις νεότερες γενιές χάρη σε πρωτοβουλίες εκπαιδευτικών στα σχολεία. Δείγμα αυτής της κινητοποίησης είναι η νέα έκδοση με τίτλο «Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μας» των εκπαιδευτηρίων «Ελληνογερμανική Αγωγή».

Στον τόμο, προσωπικότητες από τον χώρο της μουσικής, της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου αφηγούνται άγνωστες ιστορίες γεμάτες από συγκίνηση και χιούμορ, που έζησαν με τον κορυφαίο συνθέτη και παραμένουν ανεξίτηλες. Ο Βασίλης Βασιλικός, ο Κώστας Γαβράς, ο Πέτρος Πανδής, η Δήμητρα Γαλάνη, ο Μάνος Ελευθερίου είναι ανάμεσα σε αυτούς που καταθέτουν στιγμές μοναδικές κι ανεπανάληπτες και τις αφηγούνται για πρώτη φορά στον δημοσιογράφο Φώτη Απέργη. Η έκδοση τεκμηριώνεται από πλούσιο φωτογραφικό υλικό εποχής το οποίο θα παρουσιαστεί σε έκθεση, κατά την παρουσίαση του βιβλίου τη Δευτέρα 8 Μαΐου και ώρα 19:00 στην αίθουσα εκδηλώσεων των εκπαιδευτηρίων Ελληνογερμανική Αγωγή (διάρκεια έκθεσης έως τις 14 Μαΐου).

Μια πρόγευση του βιβλίου «Αν θυμηθείς τ΄ όνειρο μας» δίνει η αφήγηση της Μαρίας Φαραντούρη, που δημοσιεύει σήμερα το ΑΠΕ-ΜΠΕ. Πρέσβειρα του ελληνικού τραγουδιού και μούσα του Μίκη Θεοδωράκη γράφει για τον «πληθωρικό, ηφαιστειώδη Μίκη» που συνέπαιρνε μουσικούς και κοινό σε όλο τον πλανήτη.

«Το ξέρεις ότι έχεις γεννηθεί για να τραγουδάς τα τραγούδια μου;»

Το 1963, όταν μού έκανε αυτή την ερώτηση, μόλις με είχε ακούσει για πρώτη φορά να τραγουδώ τον «Καημό», στη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν ο ενθουσιώδης οδηγός της πολιτιστικής άνοιξης που άνθιζε, παρ’ όλα τα πολιτικά προβλήματα, στον τόπο μας. Και εγώ ήμουν μια απλή μαθήτρια. Βέβαια, από παιδί ήξερα ότι το τραγούδι θα είναι η ζωή μου. Όταν πηγαίναμε με τους γονείς μου επίσκεψη σε κάποιους συγγενείς που είχαν σταθεί πιο καλότυχοι από εμάς, άκουγα στο πικάπ τους Βέρντι. Δώδεκα χρόνων, τραγουδούσα ιταλικές και αμερικάνικες μελωδίες, που ξεσήκωνα απ’ το ραδιόφωνο. Μα, πιο πολύ, μού άρεσε ο Χατζιδάκις. Όταν άκουγα τη Νάνα Μούσχουρη να τραγουδά το «Κάπου Υπάρχει η Αγάπη Μου», ανατρίχιαζα. Κάπως έτσι, στα 16 μου βρέθηκα στη χορωδία του Συλλόγου Φίλων Ελληνικής Μουσικής, που είχαν δημιουργήσει νέοι άνθρωποι με την ελπίδα ενός καλύτερου τραγουδιού και ενός καλύτερου κόσμου.

Εκεί γνώρισα και τον Μάνο Λοΐζο, τον «κεφάλα»- έτσι τον λέγαμε τον φίλο μας, τον Μάνο. «Τι μπορείς να τραγουδήσεις;», με ρώτησε. Πρότεινα ντροπαλά το «Κάπου Υπάρχει η Αγάπη Μου» και έπειτα ένα ιταλικό. «Πήγαινε σπίτι σου να μάθεις τον “Καημό” του Θεοδωράκη και έλα ξανά», μού απάντησε. Έτσι και έγινε. Έγινα μέλος της χορωδίας, μού έδωσαν και το πρώτο μου σόλο και ξεκινήσαμε τις συναυλίες. Ήταν μαζί και ο Χρήστος Λεοντής, ο Νότης Μαυρουδής και άλλοι. Μα, εκείνο το βράδυ του 1963 στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά ήταν ιδιαίτερο, γιατί ήρθε να μας ακούσει ο Θεοδωράκης.

Στο διάλειμμα ήρθε στα παρασκήνια, που περίμενα με τη μητέρα μου, για να με δει. Στάθηκε μπροστά μου, ψηλός, λιγνός, με τα μαλλιά ανάστατα, με μια αύρα αλλιώτικη από όλων όσους γνωρίζαμε έως τότε, μια φυσιογνωμία ποιητική. «Τι ωραία που τραγούδησες», μού είπε. Και, στρεφόμενος προς τη μητέρα μου: «Κυρία Φαραντούρη, η κόρη σας είναι καταπληκτική. Να τη χαίρεστε». Έπειτα με ρώτησε αν σπουδάζω μουσική. Του απάντησα ότι σκοπεύω να σπουδάσω κλασικό τραγούδι. «Με μένα θα έρθεις!», με ξάφνιασε. «Το ξέρεις ότι έχεις γεννηθεί, για να τραγουδάς τα τραγούδια μου; Για να κάνουμε μαζί το μεγάλο ταξίδι στη μουσική;» Και τότε, άκουσα τον εαυτό μου να του απαντά: «Το ξέρω».

Ήταν και ένα άλλο νεαρό παιδί εκείνο το βράδυ στο πειραϊκό θέατρο. Το είχε φέρει ο πατέρας του, που γνώριζε τον Μίκη από τη Μακρόνησο. Ένα αγόρι λιγνό, ντροπαλό, δεν μιλούσε καθόλου. Μα, ήταν τόσο ωραία η φωνή του, όταν τραγούδησε. Ήταν ο Δημήτρης Μητροπάνος. Έγώ είχα περισσότερη αυτοπεποίθηση, ήταν μέρος της δύναμης με την οποία αντιμετώπιζα τα προβλήματα της υγείας μου. Γύρισα στο σπίτι γοητευμένη. «Είδες, Μαιρούλα; Μπράβο στον κύριο Θεοδωράκη!», έλεγε καμαρώνοντας η μητέρα μου.

Έτσι άρχισαν όλα. Εκείνο το καλοκαίρι άρχισα να τραγουδώ με το συγκρότημα του Μίκη, πλάι στον Γρηγόρη Μπιθικώτση, την Ντόρα Γιαννακοπούλου και τη Σούλα Μπιρμπίλη. Παράλληλα τραγουδούσα με τη χορωδία του συλλόγου, που είχε έναν προσανατολισμό προοδευτικό, αλλά όχι κομματικό. Ο Θεοδωράκης επέμενε σ’ αυτό. Δεν τον υποστήριζαν, άλλωστε, μόνον αριστεροί. Η Ελένη Βλάχου της «Καθημερινής» είχε εκτιμήσει πολύ ότι είχε διακόψει την καριέρα του στη συμφωνική μουσική, που είχε ήδη ξεκινήσει στο Παρίσι, για να έρθει στην Ελλάδα.

Τότε γνώρισα και τον Διονύση Σαββόπουλο, που είχε έρθει παιδί, ακόμα, από τη Θεσσαλονίκη. Στην αρχή μάλιστα κοιμόταν σ’ ένα ράντζο στα γραφεία του συλλόγου στη Σόλωνος. Δυο-τρία ακόρντα ήξερε όλα κι όλα ο Διονύσης στην κιθάρα. Μας έστελναν στις γειτονιές να τραγουδήσουμε και προβληματιζόταν: «Πώς θα σε συνοδεύσω βρε Μαρία;» «Μην ανησυχείς», τον καθησύχαζα, και λέγαμε μαζί το «Γελαστό Παιδί». Ήμαστε όλοι πολύ νέοι. Μας ξεσήκωναν οι Μπιτλς, ο Μπομπ Ντίλαν, τα μεγάλα φεστιβάλ, οι πορείες διαμαρτυρίας. Εκείνη την εποχή δεν μπορούσες να διαβάσεις ανοιχτά όχι την «Αυγή», ούτε καν «Τα Νέα». Εναλλάσσονταν κυβερνήσεις ασταθείς- από νωρίς είχαμε συνειδητοποιήσει ότι αυτή η ακυβερνησία μόνο σε μια δικτατορία θα μας οδηγούσε.

Το 1965 ο Θεοδωράκης με κάλεσε για πρώτη φορά στο στούντιο της Columbia, για να κάνω δεύτερη φωνή σ’ ένα τραγούδι που ηχογραφούσε με τον Μπιθικώτση. «Είναι γερή η μικρή», του είπε, θυμάμαι, ο Γρηγόρης. Δίπλα ηχογραφούσε ένα δικό του τραγούδι ο Στέλιος Καζαντζίδης και, όταν πλησίασε, για να μας χαιρετήσει, ο Μίκης αστειεύτηκε: «Να, έρχεται και ο γαμπρός από το άλλο σπίτι!».

Το πρώτο τραγούδι του Θεοδωράκη που ηχογραφήσαμε, ήταν το «Ματωμένο Φεγγάρι», σε ποίηση του Νίκου Γκάτσου, που κυκλοφόρησε το 1966 με το σάουντρακ της ταινίας «Το Νησί της Αφροδίτης». Ήδη, ο άρχοντας της Columbia, ο Τάκης Β. Λαμπρόπουλος, ερχόταν με την Μπουίκ του εκεί στα κατσάβραχα, που ήταν το σπίτι μας, και μού έλεγε: «Πρέπει, Μαρία, να τραγουδήσεις περισσότερο με τον Μίκη». Πράγματι, ο Θεοδωράκης έγραψε για μένα «Έξι Τραγούδια», εκείνα που αργότερα ονόμασε «Κύκλο Φαραντούρη».

Μια μέρα με κάλεσε στο σπίτι του. Έμενε, τότε, σε μια παλιά μονοκατοικία στη Νέα Σμύρνη. Άνοιξε η σύζυγός του, η Μυρτώ, που σιδέρωνε στο σαλόνι, και εκείνος με περίμενε χαμογελαστός πλάι στο πιάνο. Μού έδωσε μια παρτιτούρα και μού είπε: «Σημείωσε εδώ τη μέρα τη σημερινή, γιατί αυτό το έργο θα σού αρέσει πολύ». Ηταν η «Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν». Με το που άρχισα να διαβάζω τους στίχους, η ποίηση του Ιάκωβου Καμπανέλλη με συνεπήρε. Ο Μίκης μού ζήτησε να σιγοτραγουδώ, για να βρει τον τόνο, η Μυρτώ άφησε το σίδερο και ήρθε κοντά μας: «Μυρτούλα, τι λες;» της είπε τρυφερά. «Νομίζω ότι θα της πηγαίνουν της Μαρίας».

Ήταν χαρούμενος, γεμάτος, είχε μόλις βγει από έμπνευση. Ηχογραφήσαμε το έργο και αρχίσαμε να το παρουσιάζουμε σε συναυλίες, σε γήπεδα, σε συνοικίες. Παράλληλα, ο Μπιθικώτσης άναβε τα αίματα τραγουδώντας τη «Ρωμιοσύνη». Βγαίναμε με ορμή, παρά το κυνηγητό, παρά την αστυνομοκρατία. Τραγουδούσαμε και στην επαρχία. Μουσική και πολιτική ήταν ένα τότε για την κοινωνία. Δεν θα ξεχάσω όταν φθάναμε στη Ναύπακτο με το αυτοκίνητο του Μίκη. Μάς πλησίασε ένας άνθρωπος και του είπε απελπισμένα: «Αχ, είμαστε μεθυσμένοι από πείνα!» Τέτοια ήταν η ανέχεια, η δυστυχία του καιρού εκείνου. Όμως, ο Θεοδωράκης μάς έκανε να ξεχνάμε και τις δυσκολίες και τον φόβο. Ήταν πληθωρικός, ηφαιστειώδης, μας συνέπαιρνε. Μέχρι που, το 1967, ήρθε η δικτατορία.

Την επομένη του πραξικοπήματος, με το θράσος της νιότης, αναζήτησα χωρίς προφυλάξεις τη Μυρτώ. Μού είπε ανήσυχη ότι ο Μίκης είχε φύγει και κρυβόταν. Μού είχε αφήσει, όμως, σε ένα χαρτάκι από μαστίχα, ένα σημείωμα: Μού έγραφε να φύγω στο εξωτερικό μαζί με άλλους μουσικούς και να δημιουργήσουμε εκεί ένα συγκρότημα. Λίγους μήνες μετά, το τόλμησα. Ήμουν μόλις είκοσι χρόνων. Ενας- ένας, κατέφυγαν στη Γαλλία και οι υπόλοιποι του συγκροτήματος. Τον πρώτο καιρό μέναμε στον ξενώνα του δήμου Ιβρί, όπου υπήρχε μάλιστα και πιάνο. Σύντομα άρχισαν να έρχονται σε επαφή μαζί μας ο Μιχάλης Κακογιάννης, η Ειρήνη Παππά, ο Αντώνης Μπριλλάκης, ο Θόδωρος Πάγκαλος και άλλοι. Αργότερα πήγαμε στο Λονδίνο. Καθώς οργανωνόταν το αντιδικτατορικό κίνημα, πάντα βρισκόταν κάποιος να βοηθήσει, από το πουθενά.

Ο αρχισυντάκης των Sunday Times έστειλε έναν δημοσιογράφο στην ορεινή Ζάτουνα, όπου ο Μίκης κρατούνταν με την οικογένειά του, αφού, εν τω μεταξύ, είχε συλληφθεί. Εκείνος τον εντόπισε και τον συνάντησε, μετά από πολλές δυσκολίες. Επιστρέφοντας, έφερε χιλιοτσαλακωμένες και κρυμμένες στη φόδρα του πανωφοριού του τις παρτιτούρες από την «Κατάσταση Πολιορκίας», που είχε συνθέσει ο Μίκης σε ποίηση της Ρένας Χατζηδάκη, όταν κρατούνταν στις φυλακές Αβέρωφ. Όταν ο δημοσιογράφος έφτασε στο Λονδίνο και μετέφερε τα νέα για τις συνθήκες περιορισμού του Θεοδωράκη, έγινε μεγάλος θόρυβος, στον οποίο συνέβαλαν και η Βλάχου και ο Τάκης Λαμπρίας.

Στην Αγγλία γνώρισα και τον περίφημο κιθαρίστα Τζον Ουίλιαμς, αλλά και πολλούς Άγγλους διανοούμενους και φοιτητές. Νιώθαμε ότι συμβάλλουμε στο ίδιο όραμα. Τραγούδησα στις καταλήψεις του London School of Economics. Ένας Έλληνας φοιτητής της περίφημης σχολής, ο Θάνος Σκούρας, γνώριζε μια ηθοποιό που συμμετείχε στην παράσταση του «Hair». Κάπως έτσι βρέθηκε η χορωδία του διάσημου αμερικάνικου μιούζικαλ να συμμετέχει στην πρώτη εκτέλεση της «Κατάστασης Πολιορκίας», στο Roundhouse του Λονδίνου! Ήταν μια ιστορική συναυλία, που ο Μίκης κατόρθωσε να ακούσει από το ραδιοφωνάκι του, καθώς μεταδιδόταν από τα βραχέα. Προσωπικότητες όπως ο Τζον Γκίλγουντ, η Βανέσα Ρέντγκρεϊβ, ο Αλαν Μπέιτς και η Μελίνα Μερκούρη μάς συμπαραστέκονταν επίσης και βοήθησαν στη συναυλία που έδωσα λίγο μετά στο Royal Albert Hall. Δεν ξέραμε αν και πώς θα επιστρέψουμε στην Ελλάδα. Βρισκόμασταν στη δίνη της ελπίδας, της μουσικής και του αγώνα. Εκείνη την εποχή γνώρισα τον Τηλέμαχο (Χυτήρη), ποιητή και φοιτητή της Φιλοσοφικής στη Φλωρεντία, όπου πήγα για συναυλία, που είχαν οργανώσει οι Έλληνες φοιτητές. Έτσι άρχισε και συνεχίζεται μαζί του η σχέση μιας ζωής.

Όταν, μετά από διεθνείς πιέσεις, επιτράπηκε στον Θεοδωράκη να φύγει από την Ελλάδα, έφτασε στο Παρίσι με υγεία κλονισμένη από την εξορία και τις φυλακίσεις. Στην αρχή φοβηθήκαμε πως θα πεθάνει. Όμως, στάθηκε και πάλι όρθιος, με σχέδια για αντιδικτατορικές συναυλίες σε όλο τον κόσμο. Το «Canto General», ο ποιητικός άθλος του Πάμπλο Νερούδα, υπήρξε ένα από τα κεντρικά έργα σε αυτές τις συναυλίες. Ο ίδιος ο Νερούδα είχε παραστεί σε μια από τις πρόβες που κάναμε σε ένα στούντιο, σε μια φτωχογειτονιά του Παρισιού.

Στη διάρκεια της περιοδείας μας, που ακολούθησε, στη Λατινική Αμερική, ήμασταν έτοιμοι να ταξιδέψουμε και στη Χιλή. Όμως, το πραξικόπημα του Πινοσέτ μάς υποχρέωσε να ματαιώσουμε τη συναυλία. Αντί για το Σαντιάγο, πήγαμε στην Αβάνα. Και αυτή ήταν η πρώτη φορά που παρουσιάσαμε το «Canto General» στην Κούβα. Η δεύτερη ήταν το 1981. Χιλιάδες Κουβανοί είχαν συγκεντρωθεί στην πλατεία του Καθεδρικού Ναού της Παναγίας της Αβάνας, και, στην πρώτη γραμμή, ο Φιντέλ Κάστρο, που είχε εμφανιστεί απρόσμενα με τη συνοδεία του. Το επόμενο βράδυ μας ξάφνιασε πάλι, όταν κατέφθασε για να γιορτάσει μαζί μας τα γενέθλια του Μίκη στον κήπο του σπιτιού, που είχε παραχωρηθεί στο συγκρότημά μας. Η συνάντησή τους ήταν πολύ θερμή. Τους παρακολουθούσαμε με δέος να συζητούν. Πρώτη φορά είδα τον Μίκη, που είναι πάντα χειμαρρώδης και στον λόγο του, να σιωπά και να ακούει κάποιον επί τόσην ώρα. Πρόσφερε στον Κάστρο ένα πούρο, μα εκείνος είπε ότι οι άνθρωποί του δεν το επιτρέπουν, ήταν ασφαλέστερο να πάρει από τα δικά του. Ο Κουβανός ηγέτης ρωτούσε για την ελληνική μουσική, άλλωστε δεν υπήρχε Κουβανός που να μην γνωρίζει τη μελωδία του «Αν θυμηθείς τ’ Ονειρό μου», η οποία είχε γίνει διάσημη χάρη στην ταινία «Honeymoon».

Ανάμεσα στους πολλούς που το τραγούδησαν και το ηχογράφησαν με αγγλικούς στίχους, ήταν και οι Μπιτλς. Είχα, μάλιστα, συναντήσει δύο από τους τέσσερις, στη διάρκεια της δικτατορίας, στο Λονδίνο και έπαιξα γι’ αυτούς τραγούδια του Θεοδωράκη. Καταλύτης αυτής της συνάντησης υπήρξε ο Αλέξης Μάρδας, που τους είχε γοητεύσει μια ορισμένη εποχή και ήταν πολύ κοντά τους. Εκείνος με κάλεσε μια μέρα στο στούντιο της Abbey Road. Πήγα με τον Κυριάκο Σφέτσα, που είχε φύγει στο Παρίσι με υποτροφία για σπουδές, αλλά τώρα συμμετείχε στο συγκρότημά μας. Εκείνη την ώρα, μόνον ο Πολ Μακ Κάρτνεϊ βρισκόταν στο στούντιο όπου οι Μπιτλς ηχογράφησαν τους ιστορικούς δίσκους τους. Αργότερα ήρθαν και ο Τζον Λένον με την Γιόκο Όνο. Ήταν πολύ ευγενικοί και πολύ φιλικοί, για προσωπικότητες με τέτοια φήμη. Ρωτούσαν για την Ελλάδα, για τη δικτατορία και, όταν μού ζήτησαν να τραγουδήσω κάτι, διάλεξα το «Ένα το Χελιδόνι», που ερμήνευσα, ενώ έπαιζε πιάνο ο Κυριάκος.

Όταν, αργότερα, αφηγήθηκα τα της συνάντησης στον Μίκη, το χάρηκε πολύ. Ήταν, άλλωστε, μια εποχή γεμάτη από συναντήσεις με προσωπικότητες, από τον Φρανσουά Μιτεράν έως την Φρανσουάζ Σαγκάν, ανθρώπους, που, παρ’ όλες τις διαφορές τους, μοιράζονταν ένα όραμα. Το ίδιο όραμα που συνέπαιρνε και εμάς.

07/05/2017 08:30
ΑΠΕ-ΜΠΕ
Αθήνα, Greece

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: