Η αμερικανική επίθεση στην Συρία αλλάζει τα δεδομένα: Έντονη η αντίδραση της Μόσχας




Τρεις ημέρες έπειτα από μια επίθεση που φέρεται ότι πραγματοποιήθηκε με χημικά όπλα και προκάλεσε σοκ στον κόσμο, οι ΗΠΑ βομβάρδισαν αεροπορική βάση στην Συρία, προχωρώντας σε μια ενέργεια που καταγγέλθηκε έντονα από τη Ρωσία, τον κύριο σύμμαχο του συριακού καθεστώτος.

Η Μόσχα ζήτησε να συγκληθεί επειγόντως το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, μερικές ώρες μετά την πρώτη αμερικανική στρατιωτική δράση εναντιον του καθεστώτος του Μπασάρ αλ-Άσαντ.

Τη διαταγή για την επίθεση αυτή έδωσε χθες το βράδυ ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος ωστόσο τασσόταν ανέκαθεν εναντίον οποιασδήποτε άμεσης επέμβασης στη Συρία.

Γύρω στις 03:40 (τοπική ώρα και ώρα Ελλάδας) 59 πύραυλοι κρουζ Tomahawk εκτοξεύθηκαν από δύο αμερικανά πολεμικά πλοία στη Μεσόγειο εναντίον της αεροπορικής βάσης του Αλ-Σαϊράτ, που βρίσκεται κοντά στην πόλη της Χομς, στο κέντρο της Συρίας.

Αυτή η «κατάφωρη επίθεση» προκάλεσε «έξι νεκρούς, τραυματίες και σημαντικές υλικές ζημιές», ανέφερε μερικές ώρες αργότερα ο συριακός στρατός, χωρίς να διευκρινίσει αν τα θύματα ήταν στρατιωτικοί ή άμαχοι.

Το επίσημο συριακό πρακτορείο ειδήσεων SANA ανακοίνωσε τον θάνατο εννέα αμάχων σε γύρω χωριά.

Το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων ανέφερε από την πλευρά του πως σκοτώθηκαν επτά στρατιώτες και πως το αεροδρόμιο «καταστράφηκε σχεδόν πλήρως: τα αεροπλάνα, η πίστα, η αποθήκη καυσίμων και το κτίριο αντιαεροπορικής άμυνας κονιορτοποιήθηκαν».

Εννέα αεροπλάνα καταστράφηκαν, υποστήριξε η ρωσική τηλεόραση μεταδίδοντας εικόνες από τα υπόστεγα και από έναν διάδρομο ο οποίος έφερε μικρές ζημιές.

«Δεν είναι αρκετό»

Σε τηλεοπτικό του μήνυμα, ο Ντόναλντ Τραμπ εξήγησε πως τα πλήγματα αυτά «σχετιίζονται με το πρόγραμμα» χημικών όπλων της Δαμασκού και «συνδέονται άμεσα» με τα «φρικτά» γεγονότα της Τρίτης.

Εκείνη την ημέρα μια επιδρομή, που αποδίδεται στον συριακό στρατό, εναντίον του χωριού Χαν Σεϊχούν (βορειοδυτική Συρία) στοίχισε τη ζωή σε τουλάχιστον 86 ανθρώπους, μεταξύ των οποίων 27 παιδιά. Οι εικόνες ετοιμοθάνατων θυμάτων προκάλεσαν σοκ στον κόσμο.

Οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών διαπίστωσαν πως τα αεροπλάνα που πραγματοποίησαν αυτή την επίθεση είχαν απογειωθεί από τη βάση αλ-Σαϊράτ, γνωστή ως τόπος αποθήκευσης χημικών όπλων πριν από το 2013, σύμφωνα με το Πεντάγωνο.

Ο πρόεδρος Τραμπ κάλεσε τα «πολιτισμένα έθνη» να βάλουν τέλος στην αιματοχυσία στη Συρία.

Ο συνασπισμός της συριακής πολιτικής αντιπολίτευσης, ο οποίος εδώ και μήνες αντιμετωπίζει δυσκολίες στη μάχη του κατά του καθεστώτος, χειροκρότησε την αμερικανική επιχείρηση. Όμως «δεν είναι αρκετό να πληγεί ένα μόνο αεροδρόμιο (…) Ολόκληρος ο κόσμος οφείλει να βοηθήσει να σωθεί ο συριακός λαός από τα νύχια του δολοφόνου Μπασάρ (αλ-Άσαντ) και των ακολούθων του», δήλωσε ο Μοχάμαντ Αλούς, μέλος της Ανώτερης Επιτροπής Διαπραγματεύσεων.

Η συριακή κυβέρνηση δεν αντέδρασε επισήμως, όμως η κρατική τηλεόραση χαρακτήρισε τα πλήγματα «επίθεση».

Ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν δήλωσε επίσης πως πρόκειται για μια «επίθεση εναντίον ενός κυρίαρχου κράτους». «Η ενέργεια αυτή της Ουάσινγκτον προκαλεί σημαντική βλάβη στις ρωσοαμερικανικές σχέσεις, η κατάσταση των οποίων είναι ήδη αξιοθρήνητη», δήλωσε ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντίμτρι Πεσκόφ.

«Μονομερής ενέργεια»

Κατηγορώντας τη Μόσχα ότι δεν ανταποκρίθηκε στις ευθύνες της, ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας Ρεξ Τίλερσον ζήτησε χθες να αποχωρήσει ο πρόεδρος Άσαντ, ενώ πριν από μία εβδομάδα είχε φανεί να αποδέχεται την παραμονή του στην εξουσία.

Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι δεν έδωσαν ενδείξεις όσον αφορά το τι θα ακολουθήσει ούτε για ενδεχόμενα νέα πλήγματα.

Οι αβεβαιότητες αυτές για τη στρατηγική της Ουάσινγκτον καθιστούν τους ειδικούς επιφυλακτικούς.

«Η εξουδετέρωση αυτής της βάσης δεν θα ανατρέψει την ισορροπία των δυνάμεων στη σύγκρουση. Το καθεστώς διατηρεί το πλεονέκτημα, όμως δεν έχει τα ανθρώπινα μέσα για να προχωρήσει σε πολλά μέτωπα ταυτόχρονα», εκτιμά ο Τιμ Ίτον της δεξαμενής σκέψης Chatham House στο Λονδίνο.

Για τον Ριντ Φόστερ του ινστιτούτου Jane’s, η πόρτα είναι ίσως ανοικτή για μια μεγαλύτερη αμερικανική και δυτική επέμβαση με στόχο «να εξασθενήσουν οι συριακές στρατιωτικές δυνατότητες σε μια στιγμή που η δυναμική βρίσκεται στην πλευρά των συριακών δυνάμεων που υποστηρίζονται από τη Ρωσία».

Οι δυνάμεις αυτές επιδιώκουν αυτή τη στιγμή να ανακαταλάβουν τα τελευταία προπύργια των ανταρτών, ιδιαίτερα στην επαρχία Ιντλίμπ, και των διαφόρων τζιχαντιστικών οργανώσεων, μεταξύ των οποίων η οργάνωση Ισλαμικό Κράτος.

Η απόφαση του Τραμπ έγινε μάλλον θετικά δεκτή από τις άλλες χώρες που εμπλέκονται στη συριακή κρίση, όπως η Τουρκία και οι ευρωπαϊκές χώρες.

Ο γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ ανακοίνωσε πως το Παρίσι «θα αναλάβει πρωτοβουλία» για να «επανεκκινήσει τη διαδικασία της πολιτικής μετάβασης στη Συρία» μέσα «στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών, αν είναι δυνατό».

Έως τώρα καμιά διπλωματική πρωτοβουλία δεν κατάφερε να κάνει να σωπάσουν τα όπλα σε μια χώρα όπου περισσότεροι από 320.000 άνθρωποι έχουν σκοτωθεί από τον Μάρτιο 2011 ενώ εκατομμύρια άλλοι έχουν εκτοπισθεί ή γίνει πρόσφυγες.

Το 2013, ο προκάτοχος του Ντόναλντ Τραμπ, ο Μπαράκ Ομπάμα, είχε απογοητεύσει τις αραβικές χώρες που υποστηρίζουν τη συριακή αντιπολίτευση αρνούμενος να πλήξει το καθεστώς έπειτα από μια επίθεση με χημικά όπλα κοντά στη Δαμασκό η οποία είχε προκαλέσει περισσότερους από 1.400 νεκρούς.

Ο μεγιστάνας των ακινήτων Ντόναλντ Τραμπ είχε καλέσει τότε τον Ομπάμα να μην επέμβει στη Συρία.

Αυτή τη φορά η Ουάσινγκτον πέρασε στη δράση αφού διαπίστωσε πως το συριακό καθεστώς είχε χρησιμοποιήσει στο Χαν Σεϊχούν «έναν νευροτοξικό παράγοντα που έχει τα χαρακτηριστικά του σαρίν», σύμφωνα με έναν υψηλόβαθμο αξιωματούχο του Λευκού Οίκου.

07/04/2017 15:17
ΑΠΕ-ΜΠΕ-AFP
Βηρυτός

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: