Του Ηλία Νικολακόπουλου*
Τον καυτό Ιούλιο του 1965, λίγες μέρες μετά την αποπομπή του Γεωργίου Παπανδρέου από την πρωθυπουργία, οργανώνεται μια συγκέντρωση στο γήπεδο του Παναθηναϊκού για την καταδίκη της αποστασίας.
Ξαφνικά, από μια άκρη του γηπέδου ακούγεται το σύνθημα «παρ’ τη μάνα σου και μπρος, δεν σας θέλει ο λαός». Σε λίγα λεπτά το σύνθημα είχε αγκαλιάσει ολόκληρο το γήπεδο προκαλώντας αγωνία στα κομματικά στελέχη που προσπαθούσαν να επαναφέρουν την κατάσταση στην πεπατημένη της τότε πολιτικής ορθότητας. Εκατό χρόνια μετά την άφιξη στην Ελλάδα της δυναστείας των Γλύξμπουργκ και ακριβώς πενήντα χρόνια από τον Εθνικό Διχασμό, το αυθόρμητο αντιμοναρχικό ξέσπασμα έσπαγε μια μακρόχρονη αναγκαστική σιωπή που είχε επιβληθεί δια πυρός και σιδήρου μετά το τέλος του Εμφυλίου.
Ο πρώτος εκπρόσωπος της δυναστείας, ο Γεώργιος Α΄, μετά από μια πρώτη ταραγμένη δεκαετία κατά την οποία βρισκόταν υπό την επιτήρηση των αντιπαθέστατων Δανών συμβούλων του, φαίνεται να προσαρμόστηκε σε έναν πελατειακό παλαιοελλαδίτικο δικομματισμό, αποδεχόμενος το 1875 την αρχή της δεδηλωμένης. Δεν μετατράπηκε φυσικά σε έναν κοινοβουλευτικό ανώτατο άρχοντα ούτε παραιτήθηκε από τις κατά καιρούς παρεμβάσεις. Και δεν απέφυγε τον εξευτελισμό, όχι τόσο τον δικό του αλλά κυρίως των γιών του, που παρίσταναν τους πρίγκηπες στρατηλάτες κατά τον «ατυχή πόλεμο» το 1897. Είχε όμως την τύχη να βασιλέψει σε μια περίοδο η οποία, παρά την πτώχευση και τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο, είχε τα χαρακτηριστικά της belle epoque και μιας επίπλαστης ευδαιμονίας, τουλάχιστον για ορισμένα ανώτερα κοινωνικά στρώματα που συγκρότησαν μια κρατική αστική τάξη, στήριγμα του Θρόνου μαζί με έναν απόλυτα ελεγχόμενο στρατό. Είχε επίσης την ευελιξία, όταν ξέσπασε η κρίση το 1909, να εμπιστευτεί τον Ελευθέριο Βενιζέλο που συγκράτησε το ανερχόμενο αντιδυναστικό ρεύμα και επέτρεψε στον Γεώργιο να εισέλθει θριαμβευτής στη Θεσσαλονίκη, όπου δολοφονήθηκε το 1913, υπό συνθήκες που ακόμη δεν έχουν πλήρως διευκρινιστεί.
Το κρίσιμο ζήτημα για μια βασιλική δυναστεία είναι όμως η διαδοχή. Και στο σημείο αυτό οι απόγονοι του πρώτου Γλύξμπουργκ αποδείχτηκαν χειρότεροι απ’ ό,τι μπορούσε κανείς να φανταστεί – μια εκφυλισμένη και αμετροεπής οικογένεια, που νόμιζε ότι βρισκόταν στην εποχή της «ελέω Θεού» μοναρχίας. Δύο μόλις χρόνια μετά την άνοδό του στο Θρόνο ο Κωνσταντίνος, ήρθε σε σύγκρουση με τον Βενιζέλο, όπως λίγα χρόνια νωρίτερα είχε κάνει στην Κρήτη, ως ύπατος αρμοστής, και ο νεότερος αδελφός του, ο πρίγκιπας Γεώργιος, ερωτευμένος κυρίως και με τον Δανό θείο του. Προκάλεσε έτσι τον Εθνικό Διχασμό και λειτούργησε ως οιονεί πράκτορας της Αυτοκρατορικής Γερμανίας, έρμαιο και της γυναίκας του Σοφίας, κόρης του γερμανού Αυτοκράτορα.
Ο Εθνικός Διχασμός άνοιξε ένα βαθύτατο ρήγμα στην ελληνική κοινωνία, με τον Κωνσταντίνο να κινητοποιεί τις πιο αντιδραστικές και θρησκόληπτες συμπεριφορές, από την μεταφορά για προσκύνημα στην Αθήνα της εικόνας της Παναγίας από την Τήνο ώστε να θεραπευτεί από μια ψύξη, και κορύφωση το ανάθεμα στον Βενιζέλο με πρωτοστάτη τον Αρχιεπίσκοπο. Και όταν (ο Τίνο κατά το υποκοριστικό του) αναγκάστηκε το 1917 να αποχωρήσει από την Ελλάδα για την Ελβετία, δεν έπαψε να συνωμοτεί, φτάνοντας ακόμη, είτε ο ίδιος είτε το περιβάλλον του, σε απόπειρα δολοφονίας κατά του Βενιζέλου στο Παρίσι από απότακτους αξιωματικούς τους οποίους, τουλάχιστον εκ των υστέρων, ανέλαβε να συντηρεί ο αδελφός του πρίγκιπας Χριστόφορος. Ένα άλλο εκλεκτό μέλος της βασιλικής οικογένειας που παρίστανε επίσης τον στρατηλάτη στη Μικρά Ασία (μισώντας όμως τους μικρασιάτες που ήταν στη μεγάλη τους πλειοψηφία βενιζελικοί), ενώ μαζί του είχε εκστρατεύσει και ο Τίνο, ο οποίος στη μεγαλομανία του είχε ονομαστεί ΙΒ΄, ως διάδοχος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.
Όταν επιτέλους, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, ο Κωνσταντίνος αποσύρθηκε και πέθανε το 1922 στο Παλέρμο, τον διαδέχτηκε ο πρωτότοκος γιος του, ως Γεώργιος Β΄. Σύντομα όμως αναγκάστηκε κι αυτός να αποχωρήσει από την Ελλάδα, και εγκαταστάθηκε στην Αγγλία, όπου μεταβλήθηκε σε βρετανό αριστοκράτη, για να επιστρέψει το 1935 ως «εστεμένος φελός» όπως τον χαρακτήρισε ο Γεώργιος Βλάχος, αλλά κυρίως ως «βρετανός ύπατος αρμοστής», ο οποίος μισούσε τους ιθαγενείς. Γι’ αυτό και δεν άργησε να καταργήσει το δημοκρατικό πολίτευμα, εγκαθιστώντας τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου. Παρά την προσπάθεια ηρωοποίησης του Γεωγίου Β΄, λόγω του ελληνικοϊταλικού πολέμου, οι ευθύνες του για την 4η Αυγούστου, αλλά και η απόσυρσή του στην Μεγάλη Βρετανία καθώς και η απουσία του από οποιαδήποτε αντιστασιακή ενέργεια, τον κατέστησαν αντιπαθή στους έλληνες. Ακόμη και οι βρετανικές υπηρεσίες κατά την περίοδο της Κατοχής, τοποθετούσαν την αποδοχή του περίπου στο 20%. Η με κάθε θεμιτό ή αθέμιτο μέσο παλινόρθωσή του θα αποτελέσει έκτοτε τη μοναδική του απασχόληση και τροφοδότησε σε μεγάλο βαθμό τη λευκή τρομοκρατία και την πορεία προς τον Εμφύλιο Πόλεμο.
Μια σχετική ανάπαυλα σημειώθηκε όταν, το 1947, ανέβηκε στο θρόνο ο Παύλος, αδελφός του Γεωργίου Β΄, αν και η Γερμανίδα σύζυγος του Φρειδερίκη, (ή κατ’ άλλους Φρίκη), με θητεία στη ναζιστική νεολαία, δεν παρέλειπε συνέχεια να υπενθυμίζει τον αυταρχισμό, την παρεμβατικότητα και την αρχοντοχωριάτικη ξιπασιά της. Συμπεριφορές που απογειώθηκαν από τις αρχές του 1964, όταν ο γιος της Κωνσταντίνος (γνωστός και ως Κοκός), άβουλος λιμοκοντόρος, «άθυρμα στα χέρια της μητέρας του»κατά τον Ανδρέα Παπανδρέου, ανέλαβε να υποδυθεί τον βασιλιά.
Μέσα σε μόλις τρία χρόνια κατόρθωσε να συνωμοτεί με τη CIA εναντίον του πρωθυπουργού, να συντάξει, προφανώς καθ’ υπαγόρευση (άθλια άλλωστε τα ελληνικά του), τρεις επιστολές, μνημείο μοναρχικής αλαζονείας, να προκαλέσει μια μείζονα πολιτική κρίση και φυσικά να γελοιοποιηθεί. Επιχειρώντας να αναμετρηθεί με τον Γεώργιο Παπανδρέου οργάνωσε κι αυτός το 1966 μια «πορεία προς το λαό» με επίσκεψη σε μικρά κυκλαδονήσια, από εκείνα όπου η άνοδος στη Χώρα γινόταν ακόμα με μουλάρια. Για να εισπράξει τον σκωπτικό τίτλο στη σχετική φωτογραφία «πορεία μουλαριών, επικεφαλής οι βασιλείς». Ήταν φυσικό επομένως την κρίσιμη στιγμή, στις 21 Απριλίου 1967, να υποκύψει στους πραξικοπηματίες, για τους οποίους νόμιζε αφελώς πως θα έκαναν για χάρη του τη βρώμικη δουλειά. Κι όταν μετά από κάποιους μήνες, τον Δεκέμβριο του 1967, θέλησε να αντιδράσει οργανώνοντας ένα κίνημα-οπερέτα το έσκασε «από χωρίου εις χωρίον» για να καταλήξει στη Ρώμη, όπου έκατσε φρόνιμος ώστε να συνεχίσει να ενθυλακώνει την βασιλική χορηγία.
Ευτυχώς, το παραμύθι αυτό, με βασιλιάδες, πρίγκιπες, νεράιδες και δράκους, τελείωσε πανηγυρικά πριν από 42 ακριβώς χρόνια, με το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974. Εξιδανικεύοντας τη βασιλεία του Γεωργίου Α΄, ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Ιάκωβος Καμπανέλης έγραφαν στα μέσα της δεκαετίας του ’60: «ήταν που λέτε μια φορά όπου είχαμε ένα βασιλιά καλό ανθρωπάκι (…) κι ύστερα ήρθε η συμφορά και το φαρμάκι».