Αυτό που χρειάζεται η Ιταλία είναι λιγότεροι και καλύτεροι νόμοι: Στην κόψη του ξυραφιού η χώρα




Του Tόνι Μπάρμπερ*

Ο ιταλός πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι προκάλεσε αίσθηση την περασμένη εβδομάδα όταν αναβίωσε το σχέδιο σύνδεσης της χερσονήσου με τη Σικελία μέσω της κατασκευής της μεγαλύτερης κρεμαστής γέφυρας του κόσμου στα στενά της Μεσσήνης.

Το σχέδιο αυτό, που θα κοστίσει πολλά δισεκατομμύρια ευρώ, ήταν ιδέα του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ο οποίος το έφερε πολλές φορές στη συζήτηση τις περιόδους που ήταν πρωθυπουργός, από το 1994 ως το 2011. Εγκαταλείφθηκε όμως το 2013 εξαιτίας του κόστους του, του σεισμογενούς χαρακτήρα των στενών και του κινδύνου να πλουτίσουν οι συμμορίες της Μαφίας από τις συμβάσεις.

Ο ίδιος ο Ρέντσι εξέφρασε τη διαφωνία του το 2012 με τη γέφυρα εξαιτίας του υψηλού της κόστους. Πώς και ανακάλυψε τώρα τα πλεονεκτήματά της; Μια απάντηση έχει να κάνει με τους κινδύνους από το δημοψήφισμα για τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που θα πραγματοποιηθεί στις 4 Δεκεμβρίου. Επαναφέροντας την ιδέα ενός σχεδίου που βρισκόταν στην καρδιά του Μπερλουσκόνι, ο Ρέντσι ελπίζει να μειώσει την αποφασιστικότητα των οπαδών του πρώην πρωθυπουργού και άλλων κεντροδεξιών δυνάμεων να τον ανατρέψουν αν χάσει το δημοψήφισμα.

Το κατά πόσον έχει νόημα να κατασκευαστεί μια γέφυρα πάνω από τα κύματα όπου πριν από 3.000 χρόνια ο Ομηρος φαντάστηκε τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη να επιτίθενται στον Οδυσσέα είναι κάτι συζητήσιμο. Το ουσιαστικό σημείο όμως είναι άλλο. Και έχει να κάνει με το κατά πόσον οι συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που θέλει ο Ρέντσι θα βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης.

Με βάση τις μεταρρυθμίσεις αυτές, οι εξουσίες της Γερουσίας θα μειωθούν, ενώ οι εξουσίες της Βουλής θα ενισχυθούν. Η Γερουσία δεν θα εκλέγεται πλέον από τον λαό, αλλά θα αποτελείται κυρίως από περιφερειακούς συμβούλους και δημάρχους. Τα μέλη της θα μειωθούν από 315 σε 100.

Ο Ρέντσι υποστηρίζει ότι το σύστημα διακυβέρνησης που καθορίζεται στο Σύνταγμα του 1948 γεννά αστάθεια. Σήμερα, τα δύο σώματα του κοινοβουλίου έχουν ίδιες εξουσίες και κανένα σχέδιο νόμου δεν μπορεί να αποκτήσει την ισχύ νόμου αν δεν ψηφιστεί τόσο από τη Γερουσία όσο και από τη Βουλή. Σύμφωνα με τον πρωθυπουργό, το γεγονός αυτό προκαλεί καθυστερήσεις. Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική. Τα δύο σώματα του ιταλικού κοινοβουλίου ψηφίζουν κάθε χρόνο περισσότερους νόμους απ’ ό,τι τα κοινοβούλια της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Βρετανίας ή των Ηνωμένων Πολιτειών. Παρόλο που δεν έχει πλειοψηφία στη Γερουσία, το Δημοκρατικό Κόμμα του Ρέντσι έχει καταφέρει να ψηφιστούν κεντρικά σημεία του προγράμματός του, όπως οι μειώσεις φόρων και η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας.

Για το γεγονός ότι η Ιταλία είχε τα τελευταία 70 χρόνια περισσότερες από 60 κυβερνήσεις δεν φταίνε οι εξουσίες της Γερουσίας, αλλά ο κατακερματισμός των πολιτικών κομμάτων. Κάθε κόμμα, και κάθε κομματική τάση, υποστηρίζει ένα διαφορετικό σύνολο οικονομικών, γεωγραφικών, ιδεολογικών, θρησκευτικών και κοινωνικών συμφερόντων – ακόμη και τα ατομικά συμφέροντα του ηγέτη του κόμματος, όπως συνέβαινε όταν το «Φόρτσα Ιτάλια» του Μπερλουσκόνι κυβερνούσε την Ιταλία.

Αυτό που χρειάζεται λοιπόν η Ιταλία δεν είναι περισσότεροι νόμοι που να ψηφίζονται πιο γρήγορα, αλλά λιγότεροι και καλύτεροι νόμοι, που σχεδιάζονται με προσοχή και στη συνέχεια εφαρμόζονται, αντί να μπλοκάρονται από τη δημόσια διοίκηση και διάφορες ομάδες συμφερόντων.

Στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες υπάρχει η αίσθηση ότι ο Ρέντσι πρέπει να στηριχθεί. Κανείς δεν θέλει μια ακυβέρνητη Ιταλία, που να είναι ευάλωτη σε μια τραπεζική κρίση και στο αντισυστημικό Κίνημα των Πέντε Αστέρων. Ενδεχόμενη ήττα του Ρέντσι όμως στο δημοψήφισμα δεν είναι ανάγκη να οδηγήσει σε αποσταθεροποίηση. Ενδεχόμενη νίκη του, αντίθετα, μπορεί να αποκαλύψει πόσο παράλογο είναι να δίνεται προτεραιότητα στον τακτικό στόχο της επιβίωσης του Ρέντσι έναντι της στρατηγικής ανάγκης για μια υγιή δημοκρατία στην Ιταλία.

  • O Tόνι Μπάρμπερ είναι αρθρογράφος των Financial Times

(Πηγή: Financial Times)

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: