Tου Σταύρου Λυγερού*
Η ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας για τις τηλεοπτικές άδειες και ειδικότερα το μη αναμενόμενο υψηλό τίμημα των 246 εκατομμυρίων έχει προκαλέσει ενθουσιασμό στο πρωθυπουργικό περιβάλλον. Και βεβαίως έχει ενισχύσει περαιτέρω την ήδη ισχυρή θέση του υπουργού Επικρατείας Νίκου Παππά, ο οποίος και είχε την ευθύνη για τον σχεδιασμό και τον χειρισμό της ρύθμισης του τηλεοπτικού τοπίου.
Πηγή από το Μαξίμου μας υπογράμμιζε ότι «πρόκειται για επιτυχία με στρατηγικές διαστάσεις. Πρώτον, λόγω του υψηλού τιμήματος και της ομαλής ολοκλήρωσης της αδειοδότησης παρά τις λυσσαλέες αντιδράσεις. Η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι ταυτίστηκαν με τους καναλάρχες, επαναβεβαιώνοντας ότι παραμένουν προσκολλημένοι στη λογική της διαπλοκής. Όμως, πέρα από αυτά υπάρχει και ένα μεγάλο κέρδος στο επίπεδο του πολιτικού συμβολισμού. Φάνηκε ότι κουμάντο στη χώρα κάνει η νόμιμη κυβέρνηση και όχι παράκεντρα εξουσίας, όπως πριν. Και μάλιστα κάνει κουμάντο με βάση νομοθετημένες διαδικασίες και κριτήρια. Το αποτέλεσμα, άλλωστε, έδειξε ότι εξασφάλισε άδεια όποιος πλήρωσε. Μην ξεχνάμε ότι την πρώτη άδεια πήρε ο Σκάι. Η θετική έκβαση της μάχης για τις τηλεοπτικές άδειες όχι μόνο θάβει οριστικά τη φιλολογία περί αριστερής παρένθεσης, αλλά και εδραιώνει την εντύπωση στην κοινωνία ότι με τις παρεμβάσεις μας διαμορφώνουμε το θεσμικό πλαίσιο της νέας Ελλάδας».
Η ίδια πηγή συνέδεσε αυτή την εξέλιξη με τη μάχη για τη δεύτερη αξιολόγηση. «Μπορεί στα λόγια να δίνουμε έμφαση στις εξαγγελίες που θα κάνει ο πρωθυπουργός στη Θεσσαλονίκη, αλλά το μεγάλο παιχνίδι παίζεται στο ευρωπαϊκό γήπεδο. Εάν χάσουμε εκεί τη μάχη θα χάσουμε και τον πόλεμο. Εσωτερικά η θέση μας ενισχύθηκε και το κλίμα στην Ευρώπη είναι ελπιδοφόρο. Η πρόσκληση του προέδρου Ολάντ στον Αλέξη να συμμετάσχει στη σύνοδο των σοσιαλιστών ηγετών στο Παρίσι επιβεβαίωσε ότι η πολιτική απομόνωσή μας είναι οριστικά παρελθόν. Η Σοσιαλδημοκρατία δεν πάει καλά και γι’ αυτό η πρότασή μας για σύγκλιση με την Ευρωπαϊκή Αριστερά κερδίζει έδαφος. Το ίδιο και η παράλληλη και αλληλένδετη πρότασή μας για συγκρότηση ενός μετώπου εναντία στη λιτότητα. Ποιος θα φανταζόταν πριν ένα χρόνο ότι θα μπορούσαμε να φέρουμε στην Αθήνα τους ηγέτες των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου;»
Η σχέση της Αθήνας με τους εταίρους της έχει εδώ και καιρό αλλάξει. Το τίμημα για να συμβεί αυτό ήταν βαρύ: η υπογραφή και αυστηρή εφαρμογή του 3ου Μνημονίου. Εκτός από αυτό, ωστόσο, είναι και το ευρωιερατείο που υπό το βάρος ταυτόχρονων κρίσεων-προκλήσεων (ευρώ, μεταναστευτικό, ισλαμική τρομοκρατία, εντυπωσιακή άνοδος αντισυστημικών πολιτικών κομμάτων και προσφάτως το Brexit) υποχρεώνεται να βάλει νερό στο κρασί του.
Ενδεικτική του νέου κλίματος είναι η προ καιρού απόφαση να μην επιβληθούν κυρώσεις εναντίον της Ισπανίας και της Πορτογαλίας για τα υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματά τους. Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι ήταν ο ίδιος ο Σόιμπλε που αναγκάστηκε να πρωτοστατήσει σ’ αυτή την απόφαση. Παρά τους αρχικούς λεονταρισμούς, το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος προσγείωσε ανωμάλως το ευρωιερατείο.
Το μέλλον της ΕΕ θα είναι το κύριο θέμα στην ατζέντα της συνόδου κορυφής στη Μπρατισλάβα (16 Σεπτεμβρίου), αλλά είναι αμφίβολο εάν οι Ευρωπαίοι ηγέτες είναι σε θέση να λάβουν τις δραστικές αποφάσεις που μπορούν να προσδώσουν μία νέα δυναμική στο ενοποιητικό εγχείρημα. Οι συμφωνίες στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή το μόνο που εξασφαλίζουν είναι τη συνέχιση της χαμηλής πτήσης που συντηρεί την κρίση.
Στις 22 Αυγούστου, ο Ρέντσι υποδέχθηκε σε ιταλικό αεροπλανοφόρο τον Ολάντ και την Μέρκελ σε μία προσπάθεια να στείλουν το μήνυμα ότι η Ευρώπη παραμένει ενωμένη και δυνατή. Τα προβλήματα, ωστόσο, είναι τόσα πολλά και τόσο οξυμένα που δεν αντιμετωπίζονται με διακηρύξεις.
Το γεγονός ότι και ο Γάλλος πρόεδρος και η Γερμανίδα καγκελάριος έχουν το 2017 κρίσιμες εκλογικές μάχες δεν τους αφήνει και πολλά περιθώρια για τολμηρές κινήσεις. Πολύ περισσότερο που οι επί της ουσίας διαφορές στους κόλπους της ΕΕ μοιάζουν ολοένα και πιο αγεφύρωτες.
Σ’ αυτό το περιβάλλον ο Τσίπρας επιχειρεί να συγκροτήσει ένα μέτωπο των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου εναντίον της λιτότητας. Οι συνθήκες είναι σχετικά ευνοϊκές, αν και θα ήταν επιπόλαιο να προεξοφλήσει κανείς ότι το αποτέλεσμα της συνόδου της Αθήνας θα είναι κάτι περισσότερο από εκδήλωση θετικών προθέσεων.
Ο Ιταλός πρωθυπουργός έχει κουραστεί να λέει σε κάθε ευκαιρία και σ’ όλους τους τόνους ότι για να επιβιώσει η Ευρωζώνη πρέπει να αλλάξει οικονομικό δόγμα. Οι εκκλήσεις του, όμως, για χαλάρωση της λιτότητας δεν βρίσκουν ανταπόκριση στο Βερολίνο και ο ίδιος, τουλάχιστον μέχρι τώρα, δεν έδειχνε έτοιμος να προχωρήσει πέρα από εκκλήσεις. Το γεγονός ότι το δίδυμο Μέρκελ-Σόιμπλε έδειξε μετά το Brexit κάποια σημάδια ευελιξίας, δεν προεξοφλεί καθόλου ότι είναι διατεθειμένο να αλλάξει γραμμή πλεύσης.
Από την άλλη πλευρά, ο Ρέντσι βλέπει τα πολιτικά του περιθώρια να στενεύουν. Το ενδεχόμενο να χάσει το επικείμενο δημοψήφισμα, το οποίο ο ίδιος έχει προκηρύξει, δεν είναι καθόλου απίθανο. Αυτό σημαίνει ότι έχει ζωτική πολιτική ανάγκη από δραστικές κινήσεις για να αλλάξει το βαρύ κλίμα στην Ιταλία που έχει οδηγήσει το Κίνημα των Πέντε Αστέρων του Γκρίλο να διεκδικεί την πρώτη θέση των δημοσκοπήσεων.
Η σύνοδος της Αθήνας του προσφέρει μία ευκαιρία, υπό την προϋπόθεση ότι θα συμπράξει μαζί του ο Ολάντ. Εκεί βρίσκεται το κλειδί και στο Μαξίμου το γνωρίζουν. Η εκ των προτέρων υποστήριξη που θα έχει ο Τσίπρας από τον Πορτογάλο ομόλογό του Κόστα δεν αρκεί για να συγκροτηθεί πραγματικά ένα μέτωπο πίεσης στο εσωτερικό της Ευρωζώνης.
Ο Ολάντ συμφωνεί με τη χαλάρωση της λιτότητας. Είναι αμφίβολο, όμως, εάν για να την προωθήσει θα τολμήσει να αντιπαρατεθεί στο Βερολίνο παρότι η δημοτικότητα της Μέρκελ είναι στα κατώτερα επίπεδά της. Αν και στη Γαλλία πολλοί δυσφορούν με τη μετατόπιση του κέντρου βάρος προς τη Γερμανία, το Παρίσι διστάζει να διακινδυνεύσει μία ανοικτή αντιπαράθεση.
Στην Αθήνα ελπίζουν για το καλύτερο αποτέλεσμα, έχοντας συνείδηση πως εάν καταστεί δυνατή η συγκρότηση ενός τέτοιου μετώπου, το ελληνικό πρόβλημα θα ενταχθεί σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο. Σύμφωνα με κυβερνητική πηγή, «έχει κρίσιμη σημασία όχι μόνο να ικανοποιήσουμε το γρηγορότερο τα προαπαιτούμενα που εκκρεμούν από την 1η αξιολόγηση, αλλά και να ολοκληρώσουμε τη 2η αξιολόγηση. Δεν πρέπει να δώσουμε προσχήματα σ’ όσους θα προσπαθήσουν να βάλουν τρικλοποδιά στην αναδιάρθρωση του χρέους».
Αυτός είναι ο λόγος που η επιστολή των επιτρόπων Ντομπρόβσκις, Μοσχοβισί και Τίσεν για την παραπομπή του Γεωργίου προκάλεσε όχι μόνο δυσφορία για την ωμή παρέμβαση, αλλά και ανησυχία στο Μαξίμου. Σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, αποφασίσθηκε η κυβέρνηση να οχυρωθεί πίσω από την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και να κρατήσει αποστάσεις με το επιχείρημα ότι η υπόθεση δεν αφορά. Ταυτοχρόνως, αποφασίσθηκε να εκδηλωθεί και η δυσαρέσκεια για την παρέμβαση. Σ’ αυτήν ακριβώς τη γραμμή κινήθηκε η απάντηση του Τσακαλώτου.
Στη συνάντηση, όμως, που ο ίδιος είχε λίγες ημέρες αργότερα με τον επίτροπο Μοσχοβισί, έλαβε το μήνυμα ότι σύσσωμο το ευρωιερατείο είναι αποφασισμένο να τραβήξει το σκοινί. Όπως μας είπε κυβερνητικός παράγοντας, «ξέρουμε πως ο Γεωργίου έδρασε με τις ευλογίες, εάν όχι με τις εντολές, των δανειστών. Γι’ αυτό και προσπαθούν να τον προστατεύσουν. Εάν καταδικαστεί, θα δημιουργηθεί αρνητικό προηγούμενο. Ο επόμενος που θα κληθεί να παίξει τον ρόλο που θέλουν οι δανειστές θα το σκεφτεί πολύ πριν πει το ναι. Γι’ αυτό και επιβάλουν καθεστώς ασυλίας για τους ανθρώπους τους. Μόνο που για την περίπτωση Γεωργίου η σφαίρα έχει φύγει από την κάνη».
Όταν του ζήτησα να διευκρινίσει τι σημαίνει αυτό ήταν σαφής: «Η παραπομπή Γεωργίου μας βολεύει πολιτικά, επειδή βάζει σφήνα στο εσωτερικό της ΝΔ, αλλά και επειδή ανταποκρίνεται στο δημόσιο αίσθημα. Μας εκβίασαν να αναγνωρίσουμε τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, λες και είχαμε θέσει ζήτημα ανατροπής του προγράμματος. Ο Χουλιαράκης τα αναγνώρισε στη Βουλή. Και λοιπόν; Η παραπομπή του Γεωργίου θα σταματήσει;».
Ο συνομιλητής μας φαίνεται πως έχει δίκιο, αν κρίνουμε από την προχθεσινή δήλωση Ντάισελμπλουμ. Ο πρόεδρος του Eurogroup είπε ότι η δίωξη του Γεωργίου είναι μεγάλο λάθος, αλλά έσπευσε να ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται να εκτροχιάσει το ελληνικό πρόγραμμα.
Πηγή στις Βρυξέλλες που ρωτήσαμε σχετικά, μας είπε πως «στην Κομισιόν και όχι μόνο εκεί έχουν ενοχληθεί πολύ από το ξανάνοιγμα της υπόθεσης Γεωργίου. Συνειδητοποιούν, όμως, ότι δεν μπορούν να κάνουν πολλά πράγματα για να τον προστατεύσουν. Απαίτησαν από την Αθήνα να αναγνωρίσει την αναθεώρηση του ελλείμματος και αυτή ανταποκρίθηκε. Το μόνο που μπορούν να κάνουν περισσότερο είναι να της ασκήσουν παρασκηνιακή πίεση για να πέσει ο Γεωργίου στα μαλακά».
Για τον Τσίπρα και το επιτελείο του έχει κρίσιμη σημασία να περάσει στην κοινή γνώμη ότι σιγά-σιγά η οικονομία σταθεροποιείται και εισέρχεται σε τροχιά ανάπτυξης. Η καλλιέργεια θετικών προσδοκιών, όμως, προσκρούει στην εξαιρετικά δύσκολη πραγματικότητα που αντιμετωπίζουν τα μικρομεσαία στρώματα, από τα οποία και αντλεί ψήφους ο ΣΥΡΙΖΑ.
Στο πλαίσιο αυτό, αλλά και για ουσιαστικούς λόγους, η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους προσλαμβάνει κρίσιμη οικονομική και πολιτική σημασία. Η έκφραση ικανοποίησης από τη Λαγκάρντ για την προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων, αλλά κυρίως η δήλωσή της ότι το ΔΝΤ δεν πρόκειται να συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα εάν δεν αναδιαρθρωθεί το χρέος εκ των πραγμάτων ενισχύει τη σχετική διεκδίκηση της Αθήνας.
Οι μήνες που μεσολαβούν μέχρι το τέλος της χρονιάς θα είναι κρίσιμοι. Αν και το Βερολίνο είναι αρνητικό όσον αφορά τη λήψη απόφασης σ’ αυτό το διάστημα για την αναδιάρθρωση του χρέους, είναι εγκλωβισμένο στη δική του αντίφαση. Η συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα είχε τεθεί ως όρος για την έγκριση των δανειακών συμβάσεων από το γερμανικό Κοινοβούλιο και όχι μόνο. Ως εκ τούτου μία οριστική άρνηση εκ μέρους του Ταμείου πιθανόν να αναζωπυρώσει το ελληνικό πρόβλημα χωρίς ευθύνη της Αθήνας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη σταθερότητα της πολλαπλά δοκιμαζόμενης Ευρωζώνης.