Η μαγεία της Μεσσηνιακής Μάνης… Να ακούς τον ψίθυρο των λιόδεντρων…




Εδώ που η μανιάτικη αψιθυμία μοιάζει να βάζει νερό στο κρασί της, που ο μυστηριακός Ταΰγετος σβήνει πυκνόφυτος πλάι σε αμμουδερές ακτές και η γη βλασταίνει. Εδώ που η ανυπότακτη Μάνη συναντά την ήμερη Μεσσηνία, γεννιέται η μαγεία.

«Η αβίαστη γοητεία της περιοχής σε μαγεύει και από την πρώτη συνάντηση αόρατοι δεσμοί σε ενώνουν μαζί της και με τους κατοίκους της που σε κάνουν να θέλεις να εγκατασταθείς εδώ για πάντα»: O Patrick Leigh Fermor, ο «Μιχάλης», ο Πάντι, ο κορυφαίος ταξιδιωτικός συγγραφέας και διασημότερος έποικος της Μάνης έφυγε για πάντα και μαζί του μερικοί ακόμη, περήφανοι Μανιάτες.

Ομως εσύ είσαι τώρα εδώ. Μαζί μ’ ένα τσούρμο ανθρώπων – μανιατόγαμπρων, «μανιατόνυφων», μανιατόφιλων μανιατόφιλων τελοσπάντων, Ελλήνων και αλλοδαπών, που ριζώνει γύρω από τη Καρδαμύλη σαν τα λιόδεντρα.

Που έρχεται και ξανάρχεται, που αναστηλώνει τους ξεδοντιασμένους πύργους, τους στοιχειωμένους από τον νόμο του ισχυρού και των αγωνιστών, που τη μετοικεί, τη σέβεται, την ερωτεύεται. Που κάνει τέχνη, πολιτισμό και όνειρα κι έχει αναλάβει να κουβαλήσει στο μέλλον το βαρύ μανιάτικο χθες μαζί με τα Μανιατόπουλα.

Είσαι εδώ, σ’ αυτόν τον αγέραστο τόπο, τον πλούσιο και γοητευτικό, που έχει  μερικές σταγόνες μανιάτικης αψάδας και μια πρέζα από τη γλύκα της Μεσσηνίας μαζί. Να περπατάς ακούραστα στα πυκνόφυτα φαράγγια Ριντόμου και Βυρού, την περίφημη «βασιλική οδό» προς την Σπάρτη, μετράς πύργους, βυζαντινές εκκλησίες, χωριά που δεν ερημώνουν.

Να λιάζεσαι στις ξαπλώστρες της Στούπας και της Καλογριάς πίνοντας ακόμη ένα κοκτέιλ, μα μυρίζεις βασιλικό κι αγιόκλημα στα στενά της πρωτεύουσας Καρδαμύλης και να αναγνωρίζεις από χιλιόμετρα τους καλλιτέχνες εραστές της.

Να περηφανεύεσαι πως μπήκες στον πύργο Μούρτζινου – Τρουπάκηδων, απ’ όπου ο Κολοκοτρώνης κίνησε προς απελευθέρωση της Καλαμάτας, της Τριπολιτσάς, κ.ο.κ και να παίρνεις μαζί σου για πάντα την εικόνα από το θαυμαστό καμπαναριό του Αγίου Σπυρίδωνα.

Να τρυπώνεις στον ερειπωμένο καστρόπυργο των Καπετανάκηδων στη Χαραυγή μπας και καταλάβεις τίποτα για τον περιβόητο Γδικιωμό κι έπειτα να τον συγκρίνεις με εκείνον των ορκισμένων εχθρών τους, των Κουμουνδούρων, στον Κάμπο, κάτω από το κάστρο της Ζαρνάτας.

Να ακούς με έκπληξη πως η Σαϊδόνα ήταν ανταρτοχώρι σε έναν τόπο που λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα σε προσφωνούν «κορώνα μου» και να μαθαίνεις σε προχωρημένη ηλικία πως το μεταλλείο όπου εργάστηκε ο Καζαντζάκης βρισκόταν στην Πάστροβα, πως ο Ζορμπάς δεν είχε καμία σχέση με την Κρήτη κι ότι λεγόταν Γιώργος!

Ρουφώντας τη μαγεία

Είτε το θέλεις είτε όχι, η μεσσηνιακή Μάνη θα σε μαγέψει. Ισως με το φως που τη λούζει μαγικά τα απογεύματα ή το αεράκι που κατεβαίνει παγωμένο απ’ τον Ταύγετο και σου σηκώνει την τρίχα, με τις καμπύλες και τους ελαιώνες της που ημερεύουν το μέσα σου.

Ισως με την μποέμ της ατμόσφαιρα που σε βρίσκει να ξεροψήνεσαι στις πυρωμένες πλακούρες στο Καταφύγι σαν τα λαλάγγια στις κατσαρόλες των κυράδων, να πεταλάρεις παρέα με τις μέλισσες στη λαμπερή διαδρομή μέχρι τη γοητευτική Τραχήλα, να περπατάς ξυπόλητος στο λιμανάκι της Σελινίτσας χαζεύοντας τα ψάρια που αστράφτουν στις πλώρες των καϊκιών, να ξημερώνεσαι στα ψαγμένα μπαράκια της Καρδαμύλης ή στου «Γιατρού» στην Πλάτσα.

Να περιφέρεσαι στα όμορφα χωριά και τις ακτές δίχως πρόγραμμα. Να κλέβεις δυο παξιμάδια με γλυκάνισο από την καλαθούνα της κυρα-Τασίας στον φούρνο στο Νιοχώρι, να κοντοστέκεσαι στη Δρυόπη και να γεύεσαι γλυκό πορτοκάλι στο ταρατσάκι της καλλιτέχνιδος Νίκης Χιλλ. Να την ακούς να σου μιλά με σοφία για τη ζωή μόνο με το βλέμμα, όπως κι ο οργανοποιός γιος της, Δημήτρης – αυτός με το σάζι και το λαούτο του.

Να τρως ομελέτα με παστό και χοντροκομμένες τηγανητές πατάτες στη δροσερή πλατεία του Καρυοβουνίου κάνοντας πως δεν βλέπεις τον Δημήτρη Κοκκινάκο που γεμίζει το ποτήρι ξανά και ξανά. Να μπαίνεις σκυφτός στον κατανυκτικό ναό του Αγίου Πέτρου στην Καστάνια, να νιώθεις τον ετοιμόρροπο τρούλο σαν δαμόκλειο σπάθη πάνω απ’ το κεφάλι σου αλλά να μη σαλεύεις – ενεός από τα χρώματα που πεισματικά διατηρούνται και σ’ αυτόν τον ναό.

Να κοιτάς δύσπιστα τις αναστηλώσεις στις Θαλάμες, να αναζητάς στους πέντε συνοικισμούς της Μηλιάς, πύργους και ναούς– μνημεία και να καταλήγεις στο φαράγγι με τους μπαρουτόμυλους διερωτώμενος ρητορικά πού να χρησίμευε τόσο μπαρούτι…

Να ξεσηκώνεις όλη τη Λαγκάδα για να σου βρουν τα κλειδιά του πύργου Καπιτσίνου, ώστε να μάθεις από πρώτο χέρι τι θα πει οικονομία χώρου και πόλεμος κι έπειτα να ρουφάς ήλιο ακούγοντας τρελές ιστορίες για το ερείπιο του Κισκήρα, παρέα με τις μαυροντυμένες κυράδες στο… καφενείο τους – στις πλαστικές καρέκλες έξω από τον ναό της Μεταμόρφωσης.

Να ανάβεις κεράκια στη Γιάτρισσα μπας και σε θεραπεύσει απ’ τον ξαφνικό σου έρωτα με τη Μάνη, να βαράς προσοχή μπροστά σε έναν ακόμη Αϊ-Στράτηγο και στα έρημα κοιμητήρια αντί να προσπερνάς φτύνοντας τον κόρφο σου, να κοντοστέκεσαι μπας και ξεκλέψεις κάνα μανιάτικο μοιρολόι.

Να τρως στη μέση του δρόμου γουρουνοπούλα με τα χέρια γιατί ο Περικλής Μελιγκάκος την έβγαλε σήμερα στη γύρα, να δοκιμάζεις το αγουρέλαιο γουλιά γουιά σαν έμπειρος γευσιγνώστης και να ζητάς κι άλλο, δήθεν για δοκιμή, από τον κυρ- Γιώρο Σκαρπαλέζο στο ονομαστό λιοτρίβι στο Σταυροπήγι.

Να ξύνεις το αλάτι στη Χοτάσια και να φέρνεις τα δάχτυλα στα χείλη με ευδαιμονία, προσέχοντας μη σε δει ο κυρ Ηλίας ο Γατέας από πάνω και βάλει τα γέλια.

Να τυλίγεσαι στους καπνούς μαζί με το χοιρινό, να ποτίζεις μαζί του φασκόμηλο, κυπαρίσσι και σκίνο και να φυλακίζεις τη μυρωδιά στη μνήμη σου για πάντα.

Να ακούς τον ψίθυρο των λιόδεντρων και να ‘σαι σίγουρος πως οι «ντόσες» νεράιδες και στρίγκλες της Μάνης που σου ΄λεγε η κυρα-Διαμάντω, η περήφανη Μανιάτισσα της Αράχοβας, βγήκαν από τις ρεματιές κι έρχονται να σε «δέσουν».

Να φεύγεις και να έρχεσαι. Ξανά και ξανά. Οχι επειδή στο ζήτησε κανένας, αλλά επειδή σου ‘χει γίνει ανάγκη.

Όλγα Χαραμή, www.ethnos.gr

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: