Ξέρουμε; Σκεφτόμαστε; Θέλουμε; Για να αντιμετωπιστεί η μεγάλη κρίση πρέπει να αλλάξουμε…




Στο μέλλον της ελληνικής κοινωνίας και της οικονομίας αναφέρθηκε σε ομιλία του στο πανεπιστήμιο Αιγαίου ο πρώην υπουργός Τάσος Γιαννίτσης, που επιχείρησε να αναδείξει ότι για να αντιμετωπιστεί η κρίση στην χώρα μας δεν αρκεί να λέμε ότι «ξέρουμε, σκεφτόμαστε και θέλουμε» αλλά να υπάρχει και πραγματική βούληση να δράσουμε για να αλλάξουμε την πραγματικότητά μας.

Ο πρώην υπουργός, μιλώντας σε εκδήλωση που οργάνωσε η Μονάδα Έρευνας για την Ευρωπαϊκή και Διεθνή Πολιτική του Τμήματος Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου, τόνισε ότι εάν πραγματικά θέλουμε, μπορούμε συλλογικά να ανατρέψουμε την πτωτική μας πορεία. Τόνισε, όμως, ότι οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε έχουν μεν εξωγενείς πηγές αλλά δημιουργήθηκαν από «δικά μας λάθη, εμμονές και αυτοκαταστροφικές τάσεις».

«Προφανώς η Ευρώπη έχει κάνει σοβαρά λάθη, όμως υπάρχει μια διαφορά. Εμείς έχουμε έλεγχο στις δικές μας επιλογές και πράξεις. Αυτές μπορούμε να αλλάξουμε ή να μην αλλάξουμε. Τα ευρωπαϊκά μπορούμε να προσπαθήσουμε να τα επηρεάσουμε αλλά με κανένα τρόπο να τα προσδιορίσουμε» ανέφερε ο κ. Γιαννίτσης, και συμπλήρωσε: «Πού βρισκόμαστε σήμερα και κυρίως που πάμε αύριο. Έχουν γίνει αναρίθμητες αναλύσεις για τα αίτια της κρίσης, ποιος φταίει και για ποια ζητήματα. Παρ’ όλα αυτά, από το 2009, που καταλάβαμε ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά μέχρι σήμερα έχουν περάσει επτά χρόνια, είμαστε όλο και χειρότερα και πρέπει να σταματήσει κάποια στιγμή η τσουλήθρα αυτή. Πρέπει να σταματήσει επίσης το γαϊτανάκι του ‘εσύ, όχι εγώ’, ‘οι άλλοι, όχι εμείς’, ‘το 1905 και όχι το 2013 ή το 2016’, που κρύβει μια καθολική αποποίηση ευθυνών, και πρέπει να δούμε τι κάνουμε για να μην τελματωθούμε για άλλη μια δεκαετία».

Όπως ανέφερε ο κ. Γιαννίτσης, το 1999 ήταν η χρονιά που εξοφλήθηκε η τελευταία δόση του ελληνικού χρέους μετά την εγκαθίδρυση του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου το 1898. «100 χρόνια αποπληρωμής των λαθών των κυβερνήσεων των παππούδων μας. Η χρονική διάρκεια μέχρι να δημιουργήσουμε επονείδιστα και επαχθή χρέη, που μας ξανάφεραν σε συνθήκες πτώχευσης, κράτησε μόλις 11 χρόνια. Γι’ αυτά τα 11 χρόνια θα μείνουμε πάλι σε διεθνή εποπτεία για απροσδιόριστο διάστημα, δεκαετίες, ίσως και έναν αιώνα. Θα ήθελα να θέσω το ερώτημα ποιος τελικά είναι επονείδιστος στη διαδικασία αυτή. Τα χρέη, εμείς, η Ευρώπη, όσοι πουλάνε κίβδηλες φαντασιώσεις, όλοι;» διερωτήθηκε ο πρώην υπουργός.

Ξεκαθάρισε δε, ότι για να προχωρήσει μπροστά η χώρα θα πρέπει η κοινωνία να αφήσει πίσω της τα λάθη και να αποφασίσει ότι «συλλογικά» θέλει να κάνει κάτι για να βελτιωθεί η κατάσταση.

«Θεωρώ, ότι όσο ανεπτυγμένες είναι οι ατομικές μας ικανότητες, τόσο η συλλογική ευφυϊα μας ως κοινωνία είναι αναιμική. Δεν πιστεύουμε σε συλλογικές αξίες, ευρωπαϊκές ή και εθνικές, δεν έχουμε κανένα σοβαρό όραμα, όχι μόνο για την οικονομική μας ανάπτυξη, αλλά ούτε για την κοινωνική μας οργάνωση, την εθνική μας υπόσταση, το μέλλον μας ή τα παιδιά μας. Απορρίπτουμε κεντρικές αρχές επιτυχίας, όπως την συνέργεια, απορρίπτουμε την εμπειρία επιτυχημένων κοινωνιών, φθονούμε όσους είναι μπροστά από εμάς, αλλά μόλις καταφέρουμε να τους πλησιάσουμε, κάνουμε ότι μπορούμε για να οπισθοχωρήσουμε προς τα κάτω. Μέτρα που κάθε φορά φαντάζουν επώδυνα, αργότερα σκεφτόμαστε πόσο λάθος ήταν που τα απορρίπταμε. Και αυτό επαναλαμβάνεται συνεχώς» τόνισε.

Φέρνοντας ως παράδειγμα το ζήτημα του ασφαλιστικού, ο κ. Γιαννίτσης ανέφερε ότι δεν θα υπεισέλθει σε λεπτομέρειες ούτε θα κάνει αναδρομή στο παρελθόν αλλά έθεσε το ερώτημα: «Πώς ένα θέμα, στο οποίο κόμματα, φορείς και πολλά άτομα, που συν-διαμόρφωσαν το σκηνικό στα τελευταία 15-20 χρόνια, και που κινούνταν με ειλικρινή στόχο την διασφάλιση του κοινωνικού χαρακτήρα του ασφαλιστικού, κατέληξε τελικά σε ένα μεγάλο κοινωνικό φιάσκο, και μάλιστα φιάσκο, όχι μόνο για τους συνταξιούχους, αλλά ακόμα περισσότερο για τους εργαζόμενους, τους άνεργους, την χώρα την ίδια και τις προοπτικές της».

Συνεχίζοντας τον συλλογισμό του, διερωτήθηκε εάν τελικώς όλες οι «δήθεν ευαίσθητες επιλογές» έφεραν αποτελέσματα ή γύρισαν μπούμερανγκ στο κεφάλι των πιο αδύναμων. «Οι πρακτικές αυτές ήταν ειλικρινείς αλλά δεν αλλάζει τίποτα στο ότι πολλές κατέληξαν στο ανάποδο αποτέλεσμα» είπε ο κ. Γιαννίτσης, και συμπλήρωσε: «Τελικά, το ερώτημα είναι πώς ορίζεται το ανάλγητο, το αντιλαϊκό; Σε συνάφεια πάλι με το ασφαλιστικό, ο ορισμός του αντιλαϊκού αναφέρεται μόνο στον κόσμο των συνταξιούχων ή στον κόσμο αυτό, αλλά και στους εργαζόμενους με κάθε μορφή απασχόλησης; Καθορίζεται λαμβάνοντας υπ’ όψη τι γίνεται μόνο σε ένα στενό ορίζοντα 3 ή μηνών ή και σε ένα βάθος χρόνου κάποιων ετών, στο οποίο οι επιπτώσεις είναι πολύ διαφορετικές απ΄ο,τι σε λίγους μήνες; Είναι αντιλαϊκό ο,τι μπορεί να επιδεινώνει ισορροπίες κάποιας δεδομένης στιγμής, αλλά αποτρέπει μεγαλύτερες, πολλαπλές και μακροχρόνιες αρνητικές εξελίξεις για ευρύτερα στρώματα και την χώρα; Είναι λαϊκό ο,τι φαινομενικά αφήνει ανέπαφες καταστάσεις που λίγο αργότερο καταρρέουν, συμπαρασύροντας σημαντικά κοινωνικά τμήματα με υψηλό κόστος;»

Μάλιστα, επιχείρησε να ανασκευάσει και ορισμένες «κατασκευές», όπως τις χαρακτήρισε, που επικρατούν στην κοινή γνώμη. «Θα σταθώ σε μία, που είναι αρκετά διαδεδομένη: ότι την κρίση την πλήρωσαν οι πιο αδύναμοι. Την κρίση την πλήρωσαν όλοι. Οι κάτω, οι μεσαίοι και οι επάνω. Με πολύ αναλυτικά στοιχεία, η μέση μείωση εισοδήματος για όλους ήταν 21%, οι επάνω είδαν όμως το εισόδημά τους να μειώνεται κατά 40% με 58%, όσοι ήταν πολύ πολύ χαμηλά κατά 36% με 82% και όσοι ήταν στη μέση κατά 13% με 18%. Στα ποσοστά αυτά προστίθενται οι πρόσθετοι φόροι, που κατά μέσο όρο επιβάρυναν όλα τα εισοδήματα με άλλο 10%. Εκτιμήσαμε, ότι αθροιστικά τα πέντε χαμηλότερα δεκατημόρια, δηλαδή το 50% των νοικοκυριών είχαν απώλεια εισοδήματος το 2012 σε σύγκριση με το 2008 3,5 δισεκ. ευρώ, πριν από τους φόρους. Για το μεσαίο 40% των νοικοκυριών η αντίστοιχη απώλεια ήταν 10,7 δισεκ. ευρώ, ενώ για το ανώτατο 10% η απώλεια ήταν 13,2 δισεκ. ευρώ, όση δηλαδή όλων των άλλων μαζί».

Σε μια απόπειρα να απαντήσει πώς έφτασε η Ελλάδα σε αυτό το σημείο, ο κ. Γιαννίτσης ανέφερε ότι η χώρα μας, αντί να δει πώς εξελίσσονται οι σύγχρονες κοινωνίες, προσέφυγε στο δηλητηριώδες «βάλσαμο του μαζικού δανεισμού», που από την μία τον βαπτίζουμε «επονείδιστο και επαχθή και από την άλλη ζητάμε να αυξηθεί και άλλο για να «επιβιώσει η οικονομία μας».

«Η δυνατότητα αυτή δεν υπάρχει πια. Ο ρόλος του δανεισμού στην οικονομία μας, όπως τον γνωρίσαμε, τελείωσε. Η επιστροφή της χώρας στις διεθνείς χρηματοοικονομικές αγορές, όταν γίνει, θα συνδέεται με πολύ μικρότερη έκταση δανεισμού και με υψηλότερα επιτόκια από ό,τι στο παρελθόν. Αυτό σημαίνει, ότι αν δεν ενισχύσουμε τους εγγενείς μηχανισμούς της ανάπτυξής μας, η χώρα θα κινείται σε συνθήκες χαμηλής πτήσης» εξήγησε, υπογραμμίζοντας παράλληλα ότι πλέον η προσπάθεια για ανάπτυξη αντιμετωπίζει πολλά, νέα και σημαντικά ζητήματα.

Όλα όσα πρέπει να γίνουν –δουλειά δεκαετιών-, ανέφερε, πολλαπλασιάστηκαν και απαιτούν μεγάλο διάστημα για να αποδώσουν.

«Έξι χρόνια συνεχόμενης κατάρρευσης δείχνουν ότι ο στόχος της ανάπτυξης πρέπει να αποκτήσει απόλυτη πολιτική και κοινωνική προτεραιότητα. Οι άνεργοι θα βρουν δουλειά όταν αρχίσει να εμφανίζεται ανάπτυξη. Η αύξηση των εισοδημάτων, των μισθών, των αμοιβών των επαγγελματιών ή των κερδών θα γίνει με τη μετάβαση σε ανάπτυξη. Η μείωση της φτώχειας θα αρχίσει όταν περάσουμε σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Η εμπιστοσύνη μέσα και έξω από τη χώρα θα αρχίσει να φαίνεται και να παράγει αποτελέσματα όταν περάσουμε σε ανάπτυξη» ανέφερε, και συμπλήρωσε: «Η ανάπτυξη όμως απαιτεί νέου τύπου πρωτοβουλίες, θεωρήσεις, στόχους, τρόπους λειτουργίας και πολλά άλλα, χιλιοειπωμένα μεν, ανολοκλήρωτα δε. Απαιτεί πολιτική σταθερότητα, αλλά και πολιτικό σύστημα και κράτος με αναπτυξιακές λειτουργίες. Χωρίς τα δεύτερα η πολιτική σταθερότητα μένει άκαρπη. Ανάπτυξη χωρίς αναδιάρθρωση του παραγωγικού συστήματος, επενδύσεις, σοβαρές προσαρμογές του εκπαιδευτικού συστήματος, ενίσχυση της καινοτομίας, της επιχειρηματικότητας, χωρίς μεταρρύθμιση του κοινωνικού, ασφαλιστικού και του νοσηλευτικού συστήματος, χωρίς σοβαρές νέες υποδομές και χωρίς ένα Κράτος που να λειτουργεί, δεν θα έρθει ποτέ».

Ισχυρίστηκε δε, ότι η ανάπτυξη δεν επιτυγχάνεται με αποφάσεις «από επάνω» αλλά με την δημιουργική ικανότητα αυτών. «Η ανάπτυξη προϋποθέτει επίσης γνώση, τόλμη, σύγκρουση με το παλιό και κατανόηση των αποτυχιών, της κρίσης, της φτώχειας και όλων των νέων πραγματικοτήτων, που εμείς δημιουργήσαμε. Δεν έχει νόημα να λέει κανείς ότι θέλει μεγέθυνση, αλλά ταυτόχρονα να αρνείται να αλλάξει καταστάσεις που μπλοκάρουν την μεγέθυνση, να αρνείται να επιλέξει πολιτικές που θα οδηγήσουν σε αυτήν, πόσο μάλλον να επιλέγει πολιτικές που την αντιστρατεύονται» είπε ο πρώην υπουργός.

Ανέφερε δε, ότι κεντρικός μοχλός της κρίσης μας είναι το κράτος και χωρίς ένα διαφορετικό κρατικό σύστημα, η χώρα θα μείνει ακινητοποιημένη. «Το ερώτημα που τίθεται, είναι πώς ξεπερνάμε τον ρόλο του θεατή στα συλλογικά δρώμενα. Αν δεν το απαντήσουμε, είναι σαν να δεχόμαστε το όποιο αποτέλεσμα. Αυτό δεν είναι αδιάφορο ούτε για όποιον το αποφασίζει,, ούτε για τους άλλους. Έχει ουσιαστική επίπτωση στην ποιότητα της Δημοκρατίας στη χώρα μας».

Και παρότι ο πρώην υπουργός αναφέρει ότι τα τελευταία χρόνια «τσακίστηκαν» ιδεολογίες, ιδεοληψίες, στερεότυπα και ταμπού μέχρι στιγμής δεν διαφαίνεται η οικοδόμηση του νέου. «Ένα νέο, που θα μας βγάλει αργά και επώδυνα από την κρίση, θα αρχίσει να εκπέμπει θετικά μηνύματα σε σχέση με την παραγωγή, την απασχόληση, την φτώχεια, τα εισοδήματα, την αποτελεσματικότητα της πολιτικής. Ένα τέτοιο ‘νέο’ δεν μπορεί να προκύψει από τα κάτω. Θα γίνει μόνο από τα πάνω. Το πρόβλημα είναι ότι σημαντικό τμήμα της κοινωνίας χάνει τις προσδοκίες του στο πολιτικό σύστημα, αλλά και λειτουργεί αντιφατικά. Περιμένει από τις πολιτικές δυνάμεις να συγκρουστούν με ό,τι προκάλεσε την κρίση, ενώ ταυτόχρονα αντιδρά σε κάθε αλλαγή. Περιμένει, επίσης, να δει στοιχεία που να εμπνέουν. Αυτά δεν φαίνονται. Οι αλλαγές είναι ελάχιστες, δειλές και ενοχικές. Εξ άλλου, μια υπέρβαση των πολιτικών και άλλων στερεότυπων, που θα σηματοδοτούσαν αλλαγή προσανατολισμού, θα πληρωθεί ακριβά από όσους πρωτοπορήσουν. Όποιος όμως κατανοήσει, ότι αξίζει το τίμημα, ότι αξίζει να πάρει το ρίσκο, όποιος δημιουργήσει ελπίδες που αρχίσουν να μετατρέπονται σε πραγματικότητα, θα πιστωθεί και την επιτυχία» ολοκλήρωσε λέγοντας.

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: