“Διαπιστώνω ότι γύρω μου γίνεται αρκετός θόρυβος, λόγω της συζήτησης περί του ότι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) εξετάζει την πιθανότητα να προχωρήσει σε αύξηση των επιτοκίων δολαρίου κατά την επόμενη συνεδρίασή της. Εάν δεν το πράξει τόσο άμεσα, τότε μάλλον θα το αποφασίσει στο προσεχές μέλλον. Ας ελπίσουμε όλοι μας πως αυτό είναι λάθος”.
Τα παραπάνω γράφει ο έγκριτος αρθρογράφος της εφημερίδας New York Times, Πολ Κρούγκμαν.
Και συνεχίζει:
Βέβαια θα πρέπει να επισημάνουμε πως αληθεύει ότι η καταμετρημένη ανεργία στις ΗΠΑ, όπως αποτυπώνεται στα στατιστικά δεδομένα, βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Ωστόσο, αυτό έχει να κάνει με τη χαμηλή συμμετοχή του εργατικού δυναμικού στην αγορά εργασίας. Εν τω μεταξύ, οι μισθοί έχουν αυξηθεί, αλλά ούτε καν προσεγγίζουν επίπεδα πληθωρισμού, τα οποία να γεννούν κάποια ανησυχία. Ο πραγματικός πληθωρισμός διαμορφώνεται σε επίπεδα χαμηλότερα του 2%. Σύμφωνα με τις προσδοκίες περί πληθωρισμού, όπως απορρέουν από τις τελευταίες έρευνες, καθώς και από τις προβλέψεις των παραγόντων της αγοράς, η τάση θα είναι για έναν δείκτη σε χαμηλά επίπεδα και διαρκώς μειούμενο.
Επιπλέον, ας μη λησμονήσουμε ότι η αύξηση στον ρυθμό της δημιουργίας θέσεων εργασίας επιβραδύνεται. Κι αυτό συμβαίνει επειδή ακολουθεί τον ρυθμό της αμερικανικής οικονομίας εν γένει. Οπότε γιατί εμείς να περιμένουμε στο άμεσο μέλλον μία άνοδο του δείκτη πληθωρισμού; Μία άνοδο η οποία ίσως να μην υπάρξει ποτέ. Κατά την άποψή μου, η συμπεριφορά που επιδεικνύουν τα μακροπρόθεσμα επιτόκια δολαρίου είναι εξόχως αποκαλυπτική. Ο λόγος είναι ότι αυτά τα επιτόκια αντιπροσωπεύουν έναν συνδυασμό των προσδοκιών περί της πορείας του πληθωρισμού και των προσδοκιών που σχετίζονται με την ισχύ της αμερικανικής οικονομίας σε βάθος χρόνου. Τα μακροπρόθεσμα επιτόκια αυτήν τη στιγμή σημειώνουν πτώση και για ακόμη μία φορά βρίσκονται σε επίπεδα χαμηλότερα του 1,7%.
Λαμβάνοντας όλα τα ανωτέρω στοιχεία κατά νου, φαίνεται ότι οι παράγοντες των διεθνών κεφαλαιαγορών δεν διαπιστώνουν πως στο βραχυπρόθεσμο ή ακόμα και στο μακροπρόθεσμο μέλλον η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών (Fed) θα έχει καλούς λόγους για να προχωρήσει σε αύξηση των επιτοκίων δολαρίου. Μήπως οι αξιωματούχοι της Ομοσπονδιακής Τράπεζας είναι πλέον πεπεισμένοι πως γνωρίζουν τα πράγματα καλύτερα από την αγορά; Συν τοις άλλοις, θα πρέπει να επισημάνουμε στο σημείο αυτό ότι παρατηρούμε ασυμμετρία κινδύνων. Τόσο εγώ όσο και πολλοί άλλοι επιχειρηματολογούμε γι’ αυτούς τους κινδύνους συνεχώς.
Εάν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) τελεί σε στάση αναμονής για να προβεί σε αύξηση των επιτοκίων δολαρίου και ο δείκτης του πληθωρισμού ανέλθει και υπερσκελίσει τον επίσημο στόχο του 2%, δεν πρόκειται να ανακύψει κάποιο σοβαρότατο πρόβλημα. Η Fed θα είναι πάντοτε σε θέση να προχωρεί σε αύξηση επιτοκίων δολαρίου, να προξενεί επιβράδυνση στον οικονομικό μηχανισμό και να αποκλιμακώνει τον πληθωρισμό.
Εάν στο άμεσο μέλλον αποφασίσει το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα να αυξήσει τα επιτόκια και αυτή η κίνηση αποδειχθεί πως ήταν πρόωρη, ενόσω η αμερικανική οικονομία ανακόπτει ταχύτητα και ο δείκτης του πληθωρισμού βρίσκεται σε πτώση, τότε θα πρόκειται για ένα σφάλμα το οποίο με πολύ μεγάλη δυσκολία μπορεί να διορθωθεί – κι αυτό όταν τα επιτόκια δολαρίου δεν απέχουν και πολύ από το να είναι μηδενικά.
Υπό το πρίσμα όλων των προηγούμενων παραγόντων και ακόμα κι αν τα δεδομένα της οικονομίας συνηγορούν πως μία αύξηση επιτοκίων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ είναι ενδεδειγμένη, αρκεί να αγνοήσει την αβεβαιότητα, πράγμα που δεν το κάνει, θα είχε σοβαρό λόγο να μη σπεύσει. Με όλα όσα συμβαίνουν αυτήν τη στιγμή στον κόσμο, το τελευταίο που χρειαζόμαστε είναι ένα σφάλμα εκ μέρους της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, στο οποίο κανείς δεν την έχει υποχρεώσει να υποπέσει.
Πηγή: http://www.nytimes.com