Μαντούδι, Λίμνη, Ιωάννης ο Ρώσσος, και η Αγία Άννα: Των πεύκων και της θάλασσας…




Είτε για τον Οσιο Ιωάννη τον Ρώσο, είτε για την Αγία Αννα, είτε για τους καταρράκτες της κατάφυτης ενδοχώρας, είτε για τη ναυτοσύνη της Λίμνης, στη Βόρεια Εύβοια θα ξανάρθεις. Και κάθε φορά, θα σε θαμπώνει με κάτι διαφορετικό!

Είναι το μεγαλύτερο και αντιπροσωπευτικότερο κομμάτι της Βόρειας Εύβοιας. Σε συστήνει σε ένα από τα σπουδαιότερα προσκυνήματα της Ελλάδας, τον Οσιο Ιωάννη τον Ρώσο, στη βιομηχανική ιστορία φτιαγμένη από λευκόλιθο που διέπει το Μαντούδι, στη γλύκα που αναδύουν οι αιγαιοπελαγίτικες ακτές της Αγίας Αννας.

Στη ναυτοσύνη της Λίμνης, στην απρόσμενη, περιρρέουσα αρχοντιά. Στα πελεκημένα πεύκα που στάζουν ρετσίνι και καπνίζουν στις ομίχλες στο όρος Καντήλι και στο Ξηρό. Στα κρυστάλλινα νερά του Σηπιά, του Κηρέα και του Νηλέα που τρέχουν ακατάπαυστα, σκάβουν στη γη τα δικά τους θαύματα.

Στα αιωνόβια πλατάνια που διανθίζουν τις διαδρομές τους, στις απόκοσμες λίμνες-κρατήρες που φτιάχτηκαν από ανθρώπινο χέρι στην καρδιά του Κάκαβου. Στο Πήλι, στη Βλαχιά και στο Σαρακήνικο που στα όρια με τη Δίρφυ διαγράφουν τις πιο εντυπωσιακές παραλιακές διαδρομές.

Πρέπει πρώτα να γυρίσεις την πλάτη στα χάσματα του όρους Καντήλι. Στα χάνια που εδώ και χρόνια έγιναν στέκια και για αρκετά χιλιόμετρα είναι οι μόνοι συνοδοιπόροι σου. Να γίνεις η σκιά του Κηρέα. Πλάι του φτάνεις έως το Προκόπι, παίρνεις θέση ανάμεσα στα σώματα που πλάθουν το ανθρώπινο ποτάμι που πάντα σχηματίζεται στη θέα του σκηνώματος του Οσιου Ιωάννη του Ρώσου.

Το θαυματουργό, άφθαρτο λείψανο του Αγίου που γεννήθηκε το 1690 στη Ρωσία, έφεραν μαζί με τις μνήμες τους οι πρόσφυγες από την Καππαδοκία, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο νεόκτιστος ναός εγκαινιάστηκε στα τέλη του ’60 και από την εποχή της ίδρυσής του έχουν περάσει το κατώφλι του μυριάδες πιστοί. Το μικρό χωριό στήνει πάγκους για χάρη τους -για χάρη σου-, διαλαλεί την πραμάτεια του, πασχίζει να προλάβει την όποια ζήτηση.

Αναμνηστικά, όσα παραδοσιακά προϊόντα μπορείς να φανταστείς και να θελήσεις και, κερασάκι στην τούρτα, τα φρεσκοψημένα γλυκά ταψιού (γαλακτομπούρεκα, ρυζόγαλα, πορτοκαλόπιτες και μπακλαβάδες) του γαλακτοπωλείου Χρυσαυγή -εν λειτουργία από το 1958- που αξίζουν κάθε μπουκιά της επίσκεψής σου.

Κι ύστερα παραδίνεσαι ανενόχλητος στα τερτίπια του Κηρέα. Στα κρεμαστά γεφυράκια που αιωρούνται σαν τις αράχνες πάνω από την κοίτη του, στα σιαμαία πλατάνια (200 μέτρα απ’ το Προκόπι) που έμπλεξαν τα κλαδιά τους και έκτοτε έγιναν διάσημα· στον μέγα πλάτανο που βρίσκεις εύκολα ακολουθώντας τις ταμπέλες, που για κάποιους ξεπερνάει τα 2.000 χρόνια ύπαρξης και έχει περίμετρο 18 αγκαλιές.

Ωσπου φτάνεις στο Μαντούδι. Στην πρώην βιομηχανική περιοχή, στο κεφαλοχώρι με το σαρακατσάνικο κονάκι, στον κόμβο για τη Λίμνη. Τίποτα δεν θυμίζει τις εποχές της ακμής· το βούισμα που αντηχούσε από τον μόχθο των 6.000 ανθρώπων που ίδρωναν στα ορυχεία στα κοντινά βουνά.

Μόλις 100 εργάζονται σήμερα. Αργά αλλά σταθερά ξανανασαίνει η εξαγωγική δραστηριότητα. Η ιστορία της εξόρυξης του υψηλής ποιότητας ορυκτού ξεκινά στα τέλη του 19ου αι. Το 1870 ορίζεται ως αφετηρία, το 1970 με τον όμιλο Σκαλιστήρη τα χρόνια του πλούτου. Δεκαπέντε έτη αδράνειας (και αυξανόμενης ανεργίας) αργότερα, και επιτέλους αναχώρησαν από το λιμάνι Κυμασίου τα νέα φορτία.

Το ίδιο λιμάνι εξυπηρετεί τη γραμμή Σκόπελος – Αλόννησος. Τα πλοία δένουν δίπλα στο κουφάρι της ρημαγμένης σκάλας εκφόρτωσης, με θέα στα φαντάσματα των παλιών εγκαταστάσεων. Οποιος αρέσκεται στις «σκουριές», στα βουβά, παρατημένα όπως όπως τοπία, τη βρίσκει τη γοητεία.

Αλλιώς, ψάχνει -ψάχνεις- τις δύο μεγάλες λίμνες των πάλαι ποτέ μεταλλείων του Κάκαβου. Εμφανίζονται αν πριν από την Κήρινθο πάρεις τον δρόμο προς Σπαθάρι. Θα κάνεις δεξιά για το Μνημείο Πεσόντων κι ύστερα, όλο ευθεία για 2,5 χλμ. στον φαρδύ και βατό χωματόδρομο.

Μετά την είσοδό τους, δεξιά, μακριά από όποια περάσματα, απ’ όποια αξιοθέατα, άνθρωπος και φύση έγραψαν ένα νέο κεφάλαιο στην πολυτάραχη σχέση τους, μέσ’ στο πουθενά.

Αγία Αννα & πέριξ

Ο Κηρέας σμίγει με τον Νηλέα πλάθοντας τον Βούδωρο και αγκαλιασμένοι εκβάλουν στην Κρύα Βρύση, τη βοτσαλωτή ακτή που κρύβει στις όχθες της τα κατάλοιπα της αρχαίας Κηρύνθου (μίας από τις 7 μεγαλύτερες πόλεις της αρχαίας Εύβοιας). Νοτιότερα, μέσω Προκοπίου, ξεδιπλώνεται η (κατά πολλούς) ομορφότερη ακτογραμμή της περιοχής.

Το Πήλι προλογίζει την παραλία Αρέθα (επίσης με παλιές εγκαταστάσεις λευκόλιθου και ένα εκκλησάκι ταμένο στον Αγιο Ιωάννη τον Θεολόγο) κι έπειτα αρχίζουν οι γκρεμοί, οι βραχώδεις όρμοι που ορίζουν το Σαρακήνικο, τα 8 χλμ. που μετά βίας χωρούν ένα αυτοκίνητο έως τους Μύλους και το γειτονικό Λιμνιώνα.

Βόρεια πάντως σε περιμένουν πιο εύκολες πορείες. Η «ανοιχτή» (και πλήρως οργανωμένη) Αγκάλη βουτηγμένη στα πευκοδάση, αποτελεί το 5 χλμ. αμμουδερό επίνειο της Αγίας Αννας και ξεχωρίζει ως μία από τις δημοφιλέστερες παραλίες του νησιού. Ο στενός ανηφορικός δρόμος οδηγεί στην κοντινή χερσόνησο του Αγίου Βασιλείου και ακόμα παραπέρα στο Αχλάδι και στα κόκκινα βράχια του Λουτρού – το λιμάνι της Κοτσικιάς.

Ως κέντρο όλων πρωτοστατεί η Αγία Αννα. Με τα πανέμορφα σοκάκια προφυλαγμένα από τη βοή του κεντρικού δρόμου, γνωστή για το σατυρικό καρναβάλι που έχει τις ρίζες του στα διονυσιακά δρώμενα. Είναι επίσης ξακουστή και για τη γειτνίασή της με το χωριό Παλαιόβρυση, προπομπό του φαραγγιού του Νηλέα.

Αν δεν το αναγνωρίζεις έτσι, ίσως το ξέρεις ως φαράγγι της Μπολοβίναινας. Ο διάσημος βράχος που ακούει στο όνομά της δεσπόζει στο μέσον του δύσκολου, 5ωρου (και απροσπέλαστου κατά τους χειμερινούς μήνες) φαραγγιού, απ’ όπου έπεσε η εν λόγω χωριανή για να σωθεί απ’ τους Τούρκους το 1823.

Με αυτήν της τη θυσία χάραξε στις συνειδήσεις μία από τις αγαπημένες εξορμήσεις των θερινών επισκεπτών που φορούν τα μαγιό τους και, θέλοντας και μη (μόνον έτσι γίνεται η διάσχιση), τσαλαβουτούν στα παγωμένα νερά.

Η γειτονική Κερασιά έχει κι αυτή τους υδάτινους «θεούς» της, μα πρώτα απ’ όλα φημίζεται για το απολιθωμένο δάσος. Επιφανειακά ευρήματα δεν υπάρχουν (παραμένουν όμως θαμμένα στην καρδιά του βουνού, σε 20 στρέμματα αγορασμένα από τη νομαρχία τα οποία βρίσκονται σε διαδικασίες αξιοποίησης).

Ο,τι απομένει, το βλέπεις στην πλατεία το χωριού. Μαθαίνεις, όμως, πως εκτείνεται γύρω από τη θέση Ψηλή Ράχη, αριθμεί ηλικία 10 έως 20 εκατομμυρίων ετών και αποτελεί ένα από τα ελάχιστα εναπομένοντα της Ευρώπης. Και στ’ αλήθεια δε μένεις παραπονεμένος.

Με ένα τηλέφωνο στον πρόεδρο Δημήτρη Μαργαρίτη (6939 470087) επισκέπτεσαι το Μουσείο Απολιθωμένων Θηλαστικών Κερασιάς. Το 1993 ξεθάφτηκαν από τα βάθη της γης τα πρώτα ευρήματα (κρανίο από ρινόκερο, χαυλιόδοντας προβοσκιδωτού, ιππάρια και ιχθιθήρια -πρόγονοι της ύαινας- κ.ά.). Οι ανασκαφικές έρευνες του παλαιοντολόγου Γ. Θεοδώρου απέδωσαν καρπούς και εκτίθενται μαζεμένα σε δύο καλοστημένες αίθουσες από το 2006.

Πλέον ο δρόμος χάνεται στα πεύκα του όρους Ξηρού, μετά από 9 χλμ. οδηγεί στους εύκολα προσβάσιμους καταρράκτες της Δρυμώνας. Ο διαμορφωμένος χώρος λειτουργεί και ως βοτανολογικό πάρκο (με ταμπέλες σε δέντρα και φυτά που διανθίζουν την κάθοδο) και μετά από 10′ αποκαλύπτει τον ύψους 15 μ. πρώτο καταρράκτη του ορμητικού Σηπιά.

Από εδώ ξεκινούν ακόμα δύο μονοπάτια, ένα για την κορυφή του Ξηρού (στα 4,5 χλμ.) και ένα για το μοναστήρι του Οσίου Δαυίδ. Ειδάλλως, μπαίνεις στο αυτοκίνητο και πέφτεις πάνω του, σε 4 χλμ. Μέγα προσκύνημα και του λόγου του: ιδρύθηκε το 1540, στήριξε οικονομικά την επανάσταση στην Εύβοια (μέσω του Λιμνιώτη οπλαρχηγού Αγγελή Γοβιού) και φανερώνει, σε όσους πιστούς προσέλθουν, αξιόλογες τοιχογραφίες…

Κάπως έτσι σε έχει πάρει η κατηφόρα και ούτε που θες να σταματήσεις. Μέσω Δαμιάς και Παλαιοχωρίου, τα μάτια γεμίζουν απ’ το μπλε του ευβοϊκού· το αγγίζεις στις Ροβιές. Εναλλακτικά, απ’ το Μαντούδι, αν ακολουθήσεις τον δρόμο για Κήρινθο, μέσω Στροφυλιάς-Κεχριών (αξίζει μια στάση στο ερειπωμένο αρχοντικό Τομπάζη), ρίχνεις άγκυρα στον πλουσιοπάροχο μικρόκοσμο της μιας και μοναδικής Λίμνης.

Η Λίμνη της θάλασσας

Αρχοντική, γαλήνια, νησιώτικη. Ο,τι και να την πεις, της «πρέπει». Της δίνεις το ελεύθερο να σου πάρει το μυαλό· με το πέπλο από κεραμοσκεπές που ορμούν στη θάλασσα, με τη χιλιοπερπατημένη προκυμαία, με τα απείραχτα απ’ τον χρόνο σοκάκια, με μια χούφτα εκκλησίες, ξωκλήσια και ασκηταριά να τη βάζουν στον θρησκευτικό χάρτη, με περήφανα νεοκλασικά φαγωμένα απ’ την αλμύρα, με τη λαμπρή ιστορία της να χάνεται στα βάθη της 2ης χιλιετίας π.Χ.

Το αρχαίο Ελύμνιον προϋπήρχε της Λίμνης. Από τον φόβο των πειρατικών επιδρομών είχε σκορπίσει στα γύρω βουνά. Στις αρχές του 17ου αι. οι κάτοικοί του άρχισαν να κατεβαίνουν στην παραλία, έγιναν ένα με Αιγαιοπελαγίτες έποικους (Σάμιους, Σκιαθίτες κ.ά.) που ήρθαν και τη διάνθισαν.

Τότε ήταν που κατέφθασε με θαυματουργό τρόπο (μέσω θαλασσοταραχής) και η εικόνα της Παναγίας Λιμνιάς -το καμάρι τους-, τότε άρχισε κι η άρρηκτη σχέση με τη θάλασσα. Οι Λιμνιώτες, χρόνο με τον χρόνο, σχημάτισαν μέγα εμπορικό στόλο. Πρωτοστάτησαν στην εξέγερση κατά των Τούρκων και μετά την απελευθέρωση, οι ονομαστοί ναυτικοί και οι ναυπηγοί της άφησαν ιστορία.

Οι καπεταναίοι και καραβοκύρυδες έκαναν εμπόριο με τα λιμάνια της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας. Η ανάπτυξη της ναυτιλίας και η εκμετάλλευση του λευκόλιθου ήταν οι παράγοντες που απέφεραν πλούτο στον τόπο. Τον μαρτυρούν τα δεκάδες διατηρητέα αρχοντικά, ο ναός της Παναγιάς Λιμνιάς (ή Γέννηση της Θεοτόκου) με το μαρμάρινο καμπαναριό που φιλοτέχνησε το 1879 ο Τηνιακός γλύπτης Μαστρολούκας.

Η Παναγίτσα (αλλιώς Ζωοδόχος Πηγή) που κρύβεται σε έναν δαίδαλο δρόμων στην καρδιά της κι είναι χτισμένη σε ερείπια προγενέστερης βασιλικής (ξεχωρίζει το ψηφιδωτό δάπεδο που χρονολογείται στα τέλη του 5ου αι.). Στη δυτική παραλία σώζεται το ασκηταριό του Οσίου Χριστοδούλου του Πάτμιου που άφησε το 1111 μέσα του την τελευταία του πνοή. Απέναντί του φιγουράρει το πετρόχτιστο «σπίτι» της Λέσχης Ναυτοπροσκόπων.

Αν ψάχνεις τον καλύτερο τρόπο για ταχύρυθμα μαθήματα στη λιμνιώτικη κληρονομιά, καλώς θα σχεδιάσεις μια επίσκεψη στο Ιστορικό – Λαογραφικό της Μουσείο. Ή απλά μπορείς να βυθιστείς στην ομορφιά της από το προαύλιο του Αγίου Νικολάου. Να θαυμάσεις από ψηλά το μικρό και προφυλαγμένο λιμάνι, τα αμφιθεατρικά χτισμένα σπίτια να κατρακυλούν στην πλαγιά, το λεπτό βότσαλο και τα πεύκα να πλέκουν γιρλάντες στην πληθωρική κορμοστασιά του όρους Καντήλι, κάτω απ’ τα πόδια σου.

Στρέφεσαι ανατολικά, κινείσαι παράλληλα με τη θάλασσα, περνάς τα παλιά βυρσοδεψεία. Στα Κατούνια ζηλεύεις τις ιδιωτικές κατοικίες που σβήνουν στο κύμα, κάνεις στάση στην κάμινο που έψηνε λευκόλιθο (αναπόσπαστο στοιχείο του ξενοδοχείου Kaminos Resort), φαντάζεσαι τα καράβια που έδεναν στη σκουριασμένη σκάλα. Και αισίως, σε 9 χλμ. (γραφικότατης διαδρομής), τερματίζεις στη Μονή Γαλατάκη. Στο φρούριο.

Ο τετράγωνος μεσαιωνικός πύργος ορθώνεται στο γαλήνιο προαύλιο στα ριζά του όρους Καντήλι και είναι ο πρωταγωνιστής. Το αρχικό κτίσμα λέγεται πως κατασκευάστηκε τον 8ο αι. πάνω σε ερείπια αρχαίου ναού αφιερωμένου στον Ποσειδώνα – γεγονός που την καθιστά τη γηραιότερη μονή της Εύβοιας.

Το καθολικό είναι βέβαια αφιερωμένο στον «θαλασσινό» Αγιο Νικόλαο, ενώ η σημερινή ονομασία δόθηκε μετά τον 10ο αι., από τον πρώτο κτήτορά της, έναν πλοίαρχο από τον Γαλατά της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος κινδύνεψε να ναυαγήσει και σώθηκε απ’ τη χάρη Του. Του αφιερώθηκε λοιπόν ψυχή τε και σώματι. Ανοικοδόμησε το ερειπωμένο μοναστήρι και πέρασε εκεί την υπόλοιπη ζωή του.

Το τριώροφο εντυπωσιακό οικοδόμημα χρονολογείται στον 15ο αι. και σύμφωνα με την παράδοση χτίστηκε από τον ίδιο τον Οσιο Δαυίδ (της προαναφερθείσας μονής) για να την προστατεύσει από τις πειρατικές επιδρομές. Ξυπνάς απ’ το όνειρο, απ’ τους κουρσάρους και τις μάχες, στρέφεις το βλέμμα βορειότερα σε έναν άλλο πύργο, φτάνεις στις Ροβιές.

Τα νοικοκυρεμένα σπίτια του μικρού οικισμού απλώνονται γύρω από το μεγαλοπρεπές πυργοκάστελο που αποδίδεται στον Γουλιέλμο Β’ τον Βιλεαρδουίνο. Σώθηκε από τα χέρια των Τούρκων καθώς λειτούργησε και ως κατοικία ενός Τούρκου αγά και, παρ’ όλες τις εμφανείς προσμείξεις, είναι το μεγαλύτερό του αξιοθέατο.

Και η ακύμαντη παραλία. Και το κοντινό (επί της παραλιακής οδού, δυτικά) παλιό εργοστάσιο χαρτοποιίας. Η υψικάμινος της χαρτοποιίας «Οροβίαι» ορθώνεται στον ουρανό από το 1910 και, όπως λένε ειδικοί, για χάρη της -και εδώ και στη Λίμνη-, έφτασε γρήγορα το ρεύμα, ακολούθησε την ηλεκτροδότηση της Χαλκίδας. Χάρισε φως και ζωή στη δύσβατη από τότε πλευρά της Εύβοιας. Με τους καπεταναίους, τους άρχοντες· με ανθρώπους και δρόμους θαλασσινούς.

Hλέκτρα Φατούρου, www.ethnos.gr

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: