Ιησούς Χριστός και Φιλοσοφία: Διαφορετικός ο κόσμος της πίστης από τον κόσμο της λογικής




Του Αλέξανδρου Δρίβα 

 Τέτοιες μέρες πάντα, και εδώ και δύο περίπου δεκαετίες η κορύφωση του Θείου Δράματος που έλαβε χώρα σε ανθρώπινες διαστάσεις, (ο λόγος που ο Χριστός αποκαλείται και Υιός του Ανθρώπου) ακολουθούν συζητήσεις για τη Θεία (ή μη) φύση του Χριστού και εσχάτως, για το αν κάποιος πνευματικά ανήλικος, μπορεί να έχει εδέσματα «κοψίδια» και κρεατικά.

Σαφώς και μπορεί. Ειδικά από τη στιγμή που δηλώνει «άθεος» (ο πνευματικός αντίποδας της θρησκοληψίας, το άλλο άκρο) έχει το δικαίωμα να πράξει όπως νομίζει, αφού είναι αδιάφορος προς το θείο. Αδιάφορος, σημαίνει οτι δε χρειάζεται να προσβάλλεις ως «ηλιθίους» όσους κάνουν το αντίθετο, αλλά η αλήθεια είναι οτι δεν μπορούμε να περιμένουμε τέτοιους τρόπους από δογματικούς.

Ο κόσμος της πίστης είναι διαφορετικός από τον κόσμο της λογικής, ο ανθρώπινος κόσμος (κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό γίγνεσθαι) εξίσου διαφορετικός από την πρόταση του Θεανθρώπου. Άλλωστε, ο ίδιος ο Χριστός διαχώρισε ουκ ολίγες φορές το μήνυμα Του από τη γη, την οποία κατέστησε μέσο για κάτι άλλο και όχι σκοπό (αντίθετα με τις περισσότερες θρησκείες-πίστεις ή δόγματα). Στον Πέτρο, φέρεται να λέει «οι άνθρωποι σκέπτονται διαφορετικά από το Θείο», στον Βαραβά, επίσης και καταλήγει να γίνεται ο πρώτος εκκοσμικευτής στις φράσεις-μηνύματα πως «δεν μπορείς να έχεις δύο θεούς, το χρήμα και τον Θεό» και στο περίφημο «Τα του Καίσαρος τω Καίσαρει».

Με άλλα λόγια, παντός είδους ακραίοι, ίσως χάνουν ακόμη και το ίδιο το κόμμα ( , ) στο εξίσου περίφημο «Πίστευε και μη Ερεύνα». Άλλωστε γύρω από κάθε σπουδαία ιστορία, μήνυμα κτλ, το σκυλολόϊ, δε θα μπορέσει να μην πάρει μια ακραία (πάντα ακραία) θέση στη συζήτηση που μπορεί να ανοίξει ένα πανανθρώπινο μήνυμα. Τι περιθωριοποιείται από όλον αυτόν τον «βόμβο»; Μα η φιλοσοφική παιδεία του Χριστού και η χρήση αυτής για το ανώτατο επίπεδο της φιλοσοφικής αναζήτησης που είναι η θεολογία (αναζήτηση ύπαρξης μιας παλίντονου αρχής με πρόσωπο) και η οντολογία και ό,τι αφορά την ηθική φιλοσοφία που πασχίζει να βρει απαντήσεις πάνω στα ερωτήματα «τι είναι καλό και τι κακό; Τι όφειλουμε να κάνουμε;».

Η Χριστο-λογική Μέθοδος.

            Για το γίγνεσθαι του Ιησού, για το πώς δηλαδή διαπαιδαγωγήθηκε ως άνθρωπος, τις επιρροές που το πνεύμα του απέκτησε, μπορούμε μόνο να υποθέσουμε. Η υπόθεση αυτή, στηρίζεται στα όσα φέρεται να είπε και τα οποία είναι πολλές φορές εκ διαμέτρου αντίθετα από αυτά που μεθερμηνεύονται σήμερα, πολλώ δε μάλλον, από όσα πράττονταν βάσει «νόμων» στην εποχή του.

Πριν γίνει λόγος για τη μέθοδο του Χριστού και τι επιρροές αυτή φαίνεται να έχει, θα είναι παράλειψη αν δεν αναφέρουμε πως εκτός από εκκοσμικευτής των χοϊκών με τα ουράνια, εκκοσμικεύει-διαχωρίζει και το ίδιο το ανθρώπινο πρόσωπο. Ο Ιούδας, ένας χρήσιμος άνθρωπος για εκείνη την εποχή, ένας άνθρωπος που έβλεπε στον Χριστό ένα εθνικό σύμβολο με λαμπρό ηγετικό λόγο, κοιτώντας μάλλον λιγότερο την πνευματική υπόσταση του λόγου του, άκουσε τον Χριστό να του λέει πως πρέπει να ανοίξει τους ορίζοντες της ψυχής του και όχι του μυαλού του. Η πίστη από τη λογική (ορθολογισμό) «σχίζονται» όπως το παραπέτασμα του Ναού στις έσχατες ώρες.

Η μέθοδος του Χριστού, έχει εντός της τον διάλογο και την ερώτηση. Στις προκλήσεις των «ανθρωπο-βοσκών» της εποχής που μέλημά τους ήταν η διατήρηση του «ανθρωπο-κοπαδιού» σε ελεγχόμενα επίπεδα, ο Χριστός κυρίως απαντούσε με ερωτήσεις. Χωρίς να έχει τη σωκρατική ειρωνεία και την επιτιδευμένη άγνοια, κάθε ιστορία, κάθε συζήτηση που γνωρίζουμε οτι είχε στη διδασκαλία του ο Χριστός, στηρίζεται σε μια ιδιότυπη μαιευτική. Η κοσμοθεωρία του Χριστού (ως πνευματικός δάσκαλος) διαχωρίζει πλήρως την ύλη από το πνεύμα και μάλιστα σε βαθμό που την πρώτη την περιφρονεί τελείως, θεωρώντας την θύμα του χρόνου, υποκείμενο και αντικείμενο φθοράς. Αναζητούσε τρόπους δηλαδή, να μεταδώσει ένα ά-χρονο μήνυμα, ένα μήνυμα που σήμερα θα λέγαμε «διαχρονικό». Ο ιδεαλισμός (που κάποιος θα έμπαινε σε πειρασμό να χρησιμοποιήσει σε μια τέτοια έρευνα για τον Χριστό) συναντά την πραγματικότητα, μια πραγματικότητα που θέτει τον πνευματικό κόσμο, να άρχει επί κάθε μορφής ύλης.

Οι παραβολές με τις οποίες άφησε τη διδασκαλία του, ήταν πολυδιάστατες σε ουσία. Αφενός, υπέτασσαν τη δική του γνώση στον τρόπο με τον οποίον θα γίνει κατανοητός από ανθρώπους που δεν ήξεραν καν γραφή και ανάγνωση. Με τις παραβολές, ο Χριστός απέφυγε την πλάνη που αναφέρεται στον Πλάτωνα ως «ταξίδι στις Νήσους των Μακάρων» η οποία χρησιμοποιήθηκε για να δείξει πως «οι σοφοί», γίνονται αλαζόνες και υπερόπτες, προτιμώντας έναν «ελίτ» τίτλο προκειμένου να συνεχίσουν να είναι αυταναφορικοί και δυσνόητοι. Στόχος όμως του Χριστού, δεν ήταν η διδασκαλία του εγωτισμού. Επιπρόσθετα, οι παραβολές βοήθησαν τον κάθε άνθρωπο να αντιληφθεί τη σχέση του προσωπικού επιπέδου με το συλλογικό. Την αναλογία μεταξύ μικρο-επιπέδου και μάκρο-επιπέδου. Η παραβολή όπως χρησιμοποιήθηκε από τον Χριστό, συνδέεται άρρηκτα με τη δημοκρατία (θα λέγαμε σήμερα) και με την πραγματική πρόσβαση όλων στην παιδεία. Ο Πλάτωνας, είχε αποδείξει πως με την μαιευτική, ένας δούλος μπορούσε να λύσει ένα απαιτητικό γεωμετρικό πρόβλημα. Αυτό, στη χρήση μόνο του νου. Όταν χρειάζεται η πίστη και όχι η λογική, ο αντι-παραβολισμός και η αναλογική σκέψη με απλά παραδείγματα, χρησιμοποιήθηκε ως τρόπος μετάδοσης του μηνύματος, που άλλωστε, δεν είχε στόχο τους «πρώτους» αλλά τους «έσχατους» ( σε κάθε επίπεδο). Η παραβολή, μπορούσε να κατεβάσει τον Ουρανό στη Γη.

Η μορφή της συγχώρεσης.

Η πρώτη απαραίτητη υπέρβαση για να αποκαλυφθεί το μήνυμα του Θεανθρώπου, είναι ο παραπάνω διαχωρισμός των επιπέδων. Η δεύτερη υπέρβαση, αφού θέτουν οι πρώτες την αποδοχή του του πνευματικού κόσμου ως ανώτερου του υλικού, είναι η συγχώρεση. Ποτέ κανένα άλλο μήνυμα θεολογικό-θεοσοφικό (αναλόγως τα «γυαλιά» του καθενός) δεν εμπεριείχε στον πυρήνα του τόσο έντονο το στοιχείο της συγχώρεσης. Η συγχώρεση μάλιστα, με τρόπο ενεργητικό. Στον ζηλωτή Βαραββά, ο Χριστός αφού του διαχωρίσει τη Βασιλεία των Ουρανών με την γήινη εκδίκηση που επιζητούσε με ζήλο ο πρώτος, κατά των Ρωμαίων, του αποκαλύπτει πως ο στόχος είναι «το λιοντάρι να τρώει δίπλα στο αρνί και να ζουν ειρηνικά». Ο φαύλος κύκλος της βίας, σταματά μόνο με την πρωτοβουλία της συγχώρεσης. Σε γήινο επίπεδο δηλαδή, και με κοινωνικούς όρους, μια τέλεια κοινωνία. Του ζητά, να αγαπήσει τους εχθρούς του. Αυτός είναι και λόγος που είναι τόσο δύσκολο και προκλητικό να ακολουθηθεί αυτό το μήνυμα. Όπως ο Ματθαίος και ο Πέτρος έγιναν μέλη στην κλειστή κοινωνία διδασκαλίας του Χριστού σε μικροεπίπεδο, έτσι θα μπορέσει να λάβει χώρα μια κοινωνία στην οποία όλοι θα αντιμετωπίζονται το ίδιο.

Η συγχώρεση, ως υπέρβαση πνευματική ταυτίζεται με την αυτογνωσία. Στο περόφημο παράδειγμα με τον λιθοβολισμό της μοιχαλίδας, ο Χριστός απαντά με ερώτηση στην υποβολιμιαία ερώτηση των Φαριασαίων, -«τι πρέπει να κάνουμε καθώς εμοίχευσε;»- «αν υπάρχει κάποιος που δεν έχει αμαρτήσει να είναι ο πρώτος που θα ρίξει την πέτρα». Η αποδοχή της ατέλειας του ανθρώπινου βίου, είναι η αρχή της αυτογνωσίας σε κάθε φιλοσοφική αναζήτηση, πολλώ δε μάλλον σε θεολογικά και οντολογικά ζητήματα. Η συγχώρεση είναι η έννοια και η ουσία για την οποία η πραγματική Ορθοδοξία, αγκαλιάζει την αμαρτία για χάρη του ανθρώπου, όπως αγκάλιασε στην παραβολή του Ασώτου, ο πατέρα τον Άσωτο. Πώς όμως γίνεται ένας κώδικας ηθικής, ένας πνευματικός κόσμος να αγκαλιάζει την «αμαρτία» χωρίς να λερωθεί; Χωρίς να την προωθεί; Η μετάνοια ακολουθεί της συγχώρεσης. Η ελευθερία του ανθρώπου ως προς το λάθος, ως προς το πράξει το κακό, είναι η πεμπτουσία της προσωπικής του ελευθερίας. Η μετάνοια, είναι η οριστική αποδοχή της ατελούς μας φύσης η οποία με τρόπο παράδοξο, γίνεται τελειότητα καθώς μόνο τότε, ένας ολοκληρωμένος νους μπορεί να οδηγήσει τον εαυτό του στον καθρέφτη και να δει το ποιός είναι.

Άγχος Θανάτου.

            Ο διαχωρισμός της ύλης από τον πνευματικό κόσμο και η ανώτερη στάθμιση του δεύτερου επί του πρώτου, αποτρέπτει τον άνθρωπο να ακολουθήσει τον πρώτο που είναι φθαρτός και έτσι θα επέλεγε μαζί με τη φθορά της ύλης, και τη δική του. Η συγχώρεση και η μετάνοια στον λόγο του Χριστού, είναι και αυτά στάδια για την τελική του προετοιμασία που δεν είναι άλλη από την οριστική καύση του εγωτισμού. Ένας άνθρωπος που έχει απελευθερωθεί από την τυραννίδα της «τελειομανίας», τότε έχει αποφύγει το δρόμο της αλαζονείας και του είναι δυνατή η πρόσβαση της αποδοχής της φθοράς του ως ύλη και ως υποκείμενο αισθήσεων. Παραλλακτικά θα λέγαμε πως είναι έτοιμος να ελευθερωθεί από τα δεσμά του Πλατωνικού Σπηλαίου, είναι έτοιμος να καταστήσει πράξη αυτό που ονόμαζε ο Επίκουρος, «συνετή διαχείριση του πόνου».

Η αποδοχή της ανθρώπινης ατέλειας, φέρνει αναπόφευκτα την ύπαρξη και αποδοχή του πόνου και του θανάτου του φθαρτού του μέρους το οποίο δοκιμάζεται γενναία από τα πάθη του. Τα πάθη στην Χριστολογική διδασκαλία, δεν είναι «αντίπαλα», είναι η γέφυρα του Περάσματος. Η φθαρτή υπόσταση του ανθρώπου, μπορεί να βοηθηθεί μόνο από την άφθαρτη. Από αυτήν στην οποία κλήθηκε από τον Χριστό να εισέλθει ο Ιούδας, ο οποίος τελικά εγκλωβίστηκε στην φθαρτή, δείχνοντας πως η πρώτη, «προδίδει» τη δεύτερη. Το μέγα πάθος της έλευσης του θανάτου, γίνεται ακόμη πιο έντονο όταν γνωρίζουμε πως μπορεί να γίνει σε κάθε χρονικό σημείο. Η αποδοχή της αβεβαιότητας του βίου, αποτελεί έναν ακόμη Σταυρό που πρέπει να κουβαλήσει κάποιος προκειμένου να αποδεχθεί το τέλος του φθαρτού του κόσμου.

Ο Προμηθέας, η Θυσία και το τέλος των προσωπικών αντωνυμιών.

            Με κλασικούς όρους, ο Χριστός (επαναλαμβάνουμε ως φιλοσοφικό λόγο) φαίνεται να έχει θέσει την ισότητα μεταξύ ανθρώπων σε ένα επίπεδο παμψυχισμού. Πως όλα, έλκουν τη γέννηση και την ουσία τους από μια βασική μονάδα, όλα έχουν μέσα τους αυτήν και εν τέλει, όλα καταλήγουν σε αυτήν. Το υπόβαθρο, έχει και «προ-σωκρατικές» ρίζες οι οποίες είναι αναγκαίες για την αναγνώριση του αδιάλειπτου και του μεταβλητού αλλά και του σταθερού και αναλλοίωτου. Αν ο φθαρτός κόσμος υπόκειται στους νόμους τους αναλλοίωτους, τότε οι δεύτεροι, υπερτερούν του πρώτου καθώς τον καθορίζουν εντός των αρχών τους.

Από αυτήν την κοσμοθεωρία, επηρεάστηκε πασιφανώς και ο Πλωτίνος και η κατάληξη της φιλοσοφικής του αναζήτησης στο «Εν», στο «Ανείπωτο». Η σχολή σκέψης του, έγινε μετά καθοριστικό εργαλείο ερμηνείας του Χριστολογικού Μαθήματος.

Η αποδοχή της αβεβαιότητας, καλύπτεται από τη βεβαιότητα της θνητότητας της φθαρτής υπόστασης που καθιστά τη πνευματική φύση και την ενασχόληση με αυτήν, τη μεγάλη πορεία του ανθρώπου προς το «Μέγιστο Μάθημα» (κατά Σωκράτη και Πλάτωνα). Τελική υπέρβαση των διδαχών του Χριστού είναι το «γίνεται τέλειοι, καθώς εγώ είμαι τέλειος». Αποδοχή φθοράς, αβεβαιότητας, ανθρώπινου πάθους και ατέλειας, συγχώρεση και μετάνοια, οδηγούν στον επαναπροσδιορισμό της αξίας του προσώπου. Το «Εγώ» και κάθε «Εγώ», αποκτούν άλλο βάρος, σαφώς ελαφρύτερο από αυτό που η προηγούμενη πλάνη (φιλοσοφική) μας είχε οδηγήσει στο να πιστεύουμε. Αν λοιπόν το «Εγώ», πλέον αξίζει λιγότερο μπροστά σε όσα το καθορίζουν και δεν υπόκεινται στη μάστιγα του χρόνου, τότε είναι έτοιμο αυτό το «Εγώ» να γίνει Θυσία, που είναι και η τελευταία σελίδα του Μαθήματος του Χριστού που υπέγραψε με το αίμα του. Η Ανάσταση του Ανθρώπου, γίνεται κατόπιν αυτής της επίπονης διαδικασίας, που πρώτα γκρεμίζει τις πλάνες και μετά τις υποκαθιστά με την τάση προς αληθεύειν.  Η Ανάσταση δια της Θυσίας, ακολουθείται από τη δημιουργία ενός άλλου «Εγώ» που έχει άλλο βάρος, που κατανοεί με συνείδηση πως η αξία του έρχεται μόνο από την ίδα του την υπέρβαση.

Ο ελληνικός κόσμος και η φιλοσοφική του σκαπάνη από πλευράς ηθικής φιλοσοφίας, δε στηρίχθηκε στην αναζήτηση του Θείου σε «καρτεσιανά», σε «κωνάρια» και σε άλλες «συμφιλιωτικές» θεωρίες που είχαν στόχο τη μη φυλάκιση, μη διωγμό ή εκτέλεση των δημιουργών τέτοιων θεωριών. Ο ελληνικός κόσμος της αρχαιότητας, μολονότι είχε έναν ιδιότυπο σεβασμό στους 12 θεούς που είχαν πάθη ανθρώπινα, τιμούσε -σε βάρος του Διος- τον Προμηθέα. Σύμφωνα με τον μύθο, γνωρίζοντας και αυτός το τέλος του, συνειδητά, μπήκε στη διαδικασία της Θυσίας, θεωρώντας πως το φως που έδινε, ήταν ανώτερο αυτού. Άρα η Θυσία, ήταν δίκαια. Το κλειδί της αποδοχής της Χριστολογικής πρότασης από τον ελληνικό κόσμο, δεν ήταν μόνο οι σωκρατικές και πλατωνικές γέφυρες. Μην ξεχνούμε πως ο Σωκράτης, στο πρόβλημα συνείδησης του καλού και του κακού που του τέθηκε ύστερα από το περίφημο «ουδείς εκών κακός» (γιατί ενώ πολλές φορές ξέρουμε το καλό, τελικά πράττουμε το αντίθετο) απάντησε πως «είναι καλύτερο τότε να αδικείσαι, παρά να αδικείς». Ο ελληνικός κόσμος πήρε το μέρος τέτοιων Θυσιών, έναντι των θεών του, καθώς τιμούσε πρωτίστως την υπέρβαση ως θεία. Αν ο στόχος του Οδυσσέα ήταν καλός και δίκαιος, δεν ήταν για τον Έλληνα «ύβρις» η αντιπαλότητά του με τον Ποσειδώνα. Η θέληση για πίστη και η ανωτερότητα αυτής από τον απλό συνυπολογισμό (δια ορθολογισμού) κόστους και οφέλους, ήταν η κινητήριος δύναμη της φιλοσοφικής σκαπάνης του ελληνικού κόσμου και η οποία «δέθηκε» με το Χριστιανικό –τελικά- Μάθημα.

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: